Αόρατος επισκέπτης

H «εξέγερση» του ισπανικού αστυνομικού σινεμά: "Contratiempo" & "Que Dios Nos Perdone"

Σχολιάζοντας τα δύο εξαιρετικά θρίλερ αυτού του καλοκαιριού που προέρχονται από την Ιβηρική χερσόνησο. 
Διαβάστηκε φορες
Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος είχε πάντα το δικό του καταξιωμένο στυλ και το δικό του φανατικό κοινό. Ανοίγω το άρθρο αυτό λέγοντας ότι ανήκω στη μερίδα των ανθρώπων που τους αρέσει το Hollywood και διασκεδάζουν με τη δομή που έχουν θεσπίσει οι Αμερικάνοι σκηνοθέτες ανά τα χρόνια. Ναι, δεν ντρέπομαι να πω πως σχεδόν ολόκληρο το top 10 μου προέρχεται από την άλλη μεριά του Ατλαντικού!
Έχοντας ξεκαθαρίσει τη θέση μου σε σένα φίλε αναγνώστη, έρχομαι να μοιραστώ μαζί σου την εμπειρία μου. Έτυχε και είδα δύο εξαιρετικές (για διαφορετικούς λόγους) ταινίες από την Ιβηρική μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και αισθάνθηκα ότι είναι σημαντικό να γίνει μία αναφορά στην ποιότητα και το ύφος των ταινιών αυτών. Το άρθρο που θα διαβάσεις δεν περιέχει πληροφορίες που προδίδουν το τέλος των ιστοριών (ήτοι spoilers) αλλά έχει γραφτεί απλά για να σε ενημερώσει και ενδεχομένως να σε παροτρύνει να δώσεις κι εσύ μια ευκαιρία στα ισπανόφωνα αυτά διαμαντάκια.


Ο Αόρατος Επισκέπτης (Contratiempo / The Invisible Guest)



Αρχικά να τονίσω ότι η ταινία έκανε να φτάσει στη χώρα μας πάνω από έξι μήνες (Ισπανία 6 Ιανουαρίου – Ελλάδα 20 Ιουλίου). 
Τον Καταλανό σκηνοθέτη και σεναριογράφο Oriol Paulo τον γνωρίσαμε όλοι με το «Σώμα» (El Cuerpo), με το οποίο κατάφερε να κλέψει τις εντυπώσεις και να εισβάλει για τα καλά στον κινηματογραφικό χάρτη των αστυνομικών θρίλερ. Με τον «Αόρατο Επισκέπτη» δείχνει με επιτυχία πως τείνει να εδραιωθεί στον χώρο ενώ αφήνει ξεκάθαρα το δικό του στίγμα. Και επειδή δεν υπάρχει παρθενογένεση στον χώρο του κινηματογράφου, ο Paulo πατάει πάνω σε εγνωσμένες αξίες δίνοντας έναν ιδιαίτερα θεατρικό τόνο στο δημιούργημά του. Το έργο του είναι σκοτεινό και λίγο υπερβολικό όσον αφορά τα plottwists, αλλά παρόλα αυτά με μια εξαιρετική ατμόσφαιρα τύπου Agatha Cristie που αγγίζει τα όρια του κλασσικού. Είναι φανερό ότι ο στόχος του Paulo με τον «Επισκέπτη» είναι να κερδίσει ένα χολυγουντιανό remake για να τον βάλει και στον αμερικάνικο χάρτη, ένα τέχνασμα με το οποίο έχουν πετύχει στο παρελθόν πολλοί Ευρωπαίοι σκηνοθέτες, κάτι που -προσωπικά- δεν το θεωρώ καθόλου απίθανο.

Το σενάριο και η πλοκή της ιστορίας αποτελούν τα δυνατά σημεία της ταινίας. «Οικονομική» στη διάρκεια της (μόλις 1,5 ώρα), δεν στερείται πληροφορίας, δεν φλυαρεί και δεν κάνει αναγκαστικά γεμίσματα. Το μόνο αρνητικό που θα μπορούσαμε να προσάψουμε στην ιστορία είναι η συνεχής προσπάθεια να εντυπωσιάσει, κάτι που γίνεται εντόνως αντιληπτό με τα απανωτά plottwists. Ίσως να καταφέρναμε να απολαύσουμε ακόμα περισσότερο το ομολογουμένως εντυπωσιακό φινάλε της ταινίας, αν δεν είχαμε περάσει τόση ώρα αναλύοντας τις συνεχόμενες ανατροπές. Για τους μυημένους στο είδος, η ανατροπή του φινάλε ίσως γίνει αντιληπτή πριν το τέλος, χωρίς αυτό όμως να μειώνει την ένταση και να ακυρώνει το χτίσιμο που έχουν συντελεστεί μέχρι εκείνο το σημείο.

Όσον αφορά τις ερμηνείες των ηθοποιών, οι λίγοι (ομολογουμένως) χαρακτήρες που παίρνουν μέρος στην ιστορία αποδίδουν εξαιρετικά το κομμάτι που τους αναλογεί, με μία μικρή επιφύλαξη όσον αφορά το πρωταγωνιστικό ρόλο. Το casting δεν είναι βαθύ, αλλά σε συνδυασμό με την συντομία της ταινίας, είναι απολύτως αποδεκτό.
Στο ρόλο του κεντρικού ήρωα Adrian Doria, ο Mario Casas δίνει στο κοινό έναν επιτυχημένο επιχειρηματία του οποίου η ζωή καταρρέει όταν βρίσκεται κατηγορούμενος για φόνο. Ο Doria προσπαθεί να αποδείξει μέσα από τη δική του εξιστόρηση των γεγονότων ότι είναι αθώος για το φόνο που τον κατηγορούν. Η οπτική γωνία έχει σοβαρό αντίκτυπο στη συνολική ιστορία και χτίζεται παράλληλα με τη παρουσίαση του χαρακτήρα, αλλά ο Casas ίσως είναι λίγο πιο flat από ό,τι θα περιμέναμε, λαμβάνοντας υπόψη την κεντρικότητα του ρόλου, όχι εντούτοις σε βαθμό να μας «πετάει» από την ίδια την ταινία. Απλά ο ρόλος προσέφερε στον ηθοποιό μια ευκαιρία να τον απογειώσει, ευκαιρία που εκείνος δεν αξιοποίησε.
Το εντελώς αντίθετο θα έλεγε κανείς για την Bárbara Lennie ("The skin I live in" του Pedro Almodovar, "El Niño" του Daniel Monzón) στον ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο της Laura Vidal. Ο χαρακτήρας της Laura είναι ο πιο αμφιλεγόμενος χαρακτήρας της ταινίας, αφού μέσα από τις διαφορετικές συνθήκες στις οποίες βρίσκεται, η ηθοποιός καλείται να αποδώσει έναν ξεχωριστό άνθρωπο κάθε φορά, πράγμα που πετυχαίνει σε κάθε της σκηνή ενώ παράλληλα βοηθάει πολύ στις εκπλήξεις που στοχεύει ο σκηνοθέτης.
Οι ηθοποιοί στους δευτερεύοντες ρόλους της ταινίας (Ana Wagener, Jose Coronado, Francesc Orella) υποστηρίζουν τέλεια τους χαρακτήρες τους, οι οποίοι, -όπως είναι αναμενόμενο-, έχουν και μεγάλη συνεισφορά στην εξέλιξη της πλοκής. Ειδικά η ερμηνεία της Ana Wagener είναι καταπληκτική, έχοντας καίρια συμμετοχή στη θεατρικότατη ατμόσφαιρα της ταινίας.

Συνοψίζοντας τη γενικότερη αίσθηση που αφήνει ο «Αόρατος Επισκέπτης», πρόκειται για μία πολύ προσεγμένη και καθώς φαίνεται ακριβή παραγωγή, σε αντιδιαστολή με τη διάρκειά της και τα δεδομένα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Χαρακτηρίζεται από μια καλά μελετημένη εξέλιξη, μια σκηνοθεσία που διαθέτει σαφές ύφος (αν και λίγο επιτηδευμένο) καθώς και από αξιέπαινες προσπάθειες απόδοσης των χαρακτήρων από ένα υψηλού επιπέδου καστ. Αν είστε φαν του είδους, είναι από τις ταινίες που πρέπει να δείτε!

************************************************************

Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει (Que Dios Nos Perdone / May God Save Us)



Η δεύτερη ταινία που αναλύεται στο παρόν άρθρο έρχεται από την πρωτεύουσα της Ισπανίας και έχει αρκετά διαφορετικό ύφος από την προαναφερθείσα. Ο Rodrigo Sorogoyen («Στοκχόλμη») κάνει την πρώτη του σκηνοθετική προσπάθεια στον χώρο των αστυνομικών ταινιών και οι επιρροές είναι αρκετά ξεκάθαρες. Ωμή και ρεαλιστική σκηνοθεσία που αγγίζει τα όρια του ντοκιμαντέρ σε κάποιες σκηνές, με την ανθρώπινη ψυχασθένεια να στέκεται μόνιμα στην άκρη του πλάνου (και μερικές φορές να εισέρχεται κιόλας!). Δεν είναι εύκολο να δει κανείς το «Que Dios Nos Perdone» και να παραβλέψει τις αντιστοιχίες με το "Se7en" του David Fincher. Σαφώς επηρεασμένος λοιπόν από τον μετρ του είδους (και κατά την προσωπική μου επιλογή από τον πλέον κορυφαίο σκηνοθέτη), ο Sorogoyen χειρίζεται άψογα τον φωτισμό και το καδράρισμα για να πετύχει τον στόχο του, ενώ αρκετές σκηνές έχουν τόση ένταση που κάνουν τον θεατή χωρίς να καταλάβει να βρίσκεται συνεπαρμένος στην άκρη της καρέκλας σου!

Το δεύτερο δυνατό σημείο της ταινίας είναι οι ερμηνείες. Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες, Luis Velarde και Javier Alfaro, αποδίδονται καταπληκτικά από τους ηθοποιούς Antonio de la Torre ("Volver" του Pedro Almodovar) και Roberto Álamo ("The skin I live in" επίσης του Almodovar) αντίστοιχα. Από τη μία ο Velarde, ένας κοινωνικά αδέξιος και τραυλός αστυνομικός που προσπαθεί μάταια να εναρμονιστεί με την κοινωνία που τον περιβάλλει, και από την άλλη ο συνεργάτης του, Alfaro, ο οποίος έχει μεγάλο πρόβλημα να διαχειριστεί τα νεύρα του, αλλά πρέπει να το κάνει ενόσω όλη του η ζωή καταρρέει γύρω του. Οι δυο τους θα βρεθούν στο κυνήγι ενός κατά συρροή δολοφόνου και βιαστή ηλικιωμένων γυναικών. 
Οι ηθοποιοί καταφέρνουν εξαιρετικά μέσα από την εξέλιξη της ιστορίας να επισημάνουν τόσο τις έντονες διαφορές όσο και τα κοινά σημεία που τους ενώνουν με τον άνθρωπο που κυνηγούν, υπογραμμίζοντας ότι πολλές φορές ακόμα και ένας δολοφόνος παραμένει ένας άνθρωπος που έχει οδηγηθεί σε μία ακραία κατάσταση, συνεπεία διαφόρων παραγόντων. 

Η ιστορία, όπως μας δίνεται μέσα από την πλοκή που έχει στήσει ο Sorogoyen, δεν είναι σίγουρα τόσο ανατρεπτική συγκριτικά με την προηγούμενη ταινία. Ωστόσο, καταφέρνει να κρατά το ενδιαφέρον του θεατή σε όλο το μήκος της, με πολλή ενέργεια σε αρκετές σκηνές και με απρόβλεπτες καταστάσεις που δεν κορυφώνονται με κάποια ανατροπή στο φινάλε, αλλά είναι αρκετές για να εκπλήξουν και να προβληματίσουν. Το έντονα πολιτικοποιημένο κλίμα της Μαδρίτης του 2011 εντείνεται με την επίσκεψη του Πάπα και δημιουργεί το τέλειο σκηνικό για την εξέλιξη της ιστορίας. Η ταινία έχει σαφέστατο middlepoint, όπου στο πρώτο μισό η πλοκή επικεντρώνεται στο στήσιμο των χαρακτήρων και στις αλληλεπιδράσεις με τον κοινωνικό τους περίγυρο καθώς και με τους πραγματικούς (και όχι χολυγουντιανά εξιδανικευμένους) κατοίκους της Μαδρίτης και στο δεύτερο μετατρέπεται σε πραγματικό θρίλερ, με κάμερα στο χέρι σε πολλές σκηνές και την ένταση να ξεχειλίζει, μέχρι και την τελευταία σκηνή.
Το «Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει», είναι μία εξαίρετη ταινία στο σύνολό της, με απίστευτα δοσμένες ερμηνείες, πολύ ενδιαφέρουσα πλοκή και προσεγμένη σκηνοθεσία. Η ωμή και ρεαλιστική προσέγγιση του Sorogoyen, φέρνει την ταινία πολύ κοντά (στα όρια της μίμησης) με την εκπληκτική ατμόσφαιρα του "Se7en", απουσία μιας αντίστοιχης ανατροπής με αυτή του αριστουργήματος του Fincher. Τα χαρακτηριστικά αυτά την καθιστούν ίσως μία από τις καλύτερες ταινίες του είδους του και σίγουρα μία από τις καλύτερες των τελευταίων ετών.


Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε πως οι δύο παραπάνω ταινίες, μαζί με το «Σώμα» (El Cuerpo) του Oriol Paulo , το " La Isla Minima" και το "Grupo 7" του Alberto Rodríguez, είναι αποδείξεις της άνθησης από το 2010 και έπειτα ενός δυνατού κύματος αστυνομικού κινηματογράφου και ταινιών μυστηρίου να στην Ισπανία. Όλο και περισσότεροι Ισπανοί σκηνοθέτες επιλέγουν να υπερασπιστούν το είδος αυτό, στην πλειοψηφία τους με μεγάλη επιτυχία, ενώ και άλλες ισπανόφωνες χώρες μας έχουν προσφέρει αντίστοιχες ταινίες («Το μυστικό στα μάτια τους», «Η Φαμίλια» κ.ά.) και μας ταυτίζουν την ισπανική γλώσσα με ποιοτικά φιλμ νουάρ και ταινίες μυστηρίου. Είθε να δούμε πολλές ακόμα ταινίες του επιπέδου αυτού από τη συγκεκριμένη σχολή και να τους μνημονεύουμε στο πέρας των χρόνων μαζί με τους κλασικούς πλέον του Hollywood (DavidFincher, M. Night Shyamalan κ.α.).
Αξιολόγηση
Βαθμολογήστε το άρθρο
8,3 / 10 (σε 6 αξιολογήσεις)
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα