ΦΩΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ

Weekly Smiles: Μαγνητικά Πεδία/Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες: Αυτοσχεδιαστική μαγεία στο δρόμο

Αφιέρωμα σε δύο ελληνικά, ανάλαφρα road movies που κέρδισαν τις καρδιές μας.

Διαβάστηκε φορες

Η στήλη Weekly Smiles τιμά την κινηματογραφική τέχνη χωρίς διακρίσεις, για αυτό και τώρα τον Απρίλιο μπαίνει δυνατά, αγαπημένα και ταξιδιάρικα με δύο προτάσεις αφιερωμένες στον Ελληνικό Κινηματογράφο.

«Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες» και «Μαγνητικά Πεδία». Προσπαθώ να μαντέψω τον αριθμό των ανθρώπων που δεν έχουν δει κάποια από αυτές τις ταινίες ή δεν έχουν ακούσει τόσα και τόσα για αυτές. Η αλήθεια είναι πως αγαπήθηκαν όσο λίγες, έτυχαν θερμής υποδοχής από το ελληνικό κοινό, και υπάρχει μια βαθιά συναισθηματική σύνδεση μαζί τους. Σε περίπτωση που σας έχουν ξεφύγει, ήρθε η ώρα να τις ανακαλύψετε. Αν, πάλι, ανήκετε στην κατηγορία που λατρεύετε να μαθαίνετε trivia και να ξαναβλέπετε τις ίδιες πάντα με ενθουσιασμό, μπορείτε και εσείς να συνεχίσετε την ανάγνωση.

Έχω την εντύπωση πως θα μπορούσε να υπάρξει μια εξαιρετική επικοινωνία μεταξύ των δύο ταινιών, παρόλο που τις χωρίζουν 23 χρόνια. Θα ήταν υπέροχο, με κάποιο μαγικό τρόπο που μόνο το σινεμά μπορεί να το κάνει, οι ήρωες της μίας ταινίας να συναντηθούν με τους ήρωες της άλλης. Οι διάλογοι θα ήταν το κάτι άλλο!

Έτσι και αλλιώς έχουν τόσα κοινά: και στις δύο βρίσκουμε πολύ έντονο το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, την αναζήτηση της ελευθερίας, τη δίψα για περιπέτεια, ατέλειωτες συζητήσεις και αναλύσεις, που καταλήγουν πάντα στις ανθρώπινες σχέσεις και σε προσωπικές αναζητήσεις, και πάνω από όλα τη γοητεία και τη μαγεία του ταξιδιού...

Μαγνητικά Πεδία

Στις 26 Μαρτίου γιορτάσαμε την Ημέρα Ελληνικού Κινηματογράφου. Σε διάφορες πόλεις της χώρας και σε επιλεγμένες αίθουσες προβλήθηκαν ελληνικές ταινίες που ξεχώρισαν, με πολύ χαμηλό αντίτιμο εισιτηρίου. Με 3 ευρώ είχαμε τη δυνατότητα να απολαύσουμε στη μεγάλη οθόνη παλιές και νέες αγαπημένες ταινίες. Μία εξ αυτών των ταινιών τα «Μαγνητικά Πεδία», που έπαιξαν στο Σινέ Βακούρα της Θεσσαλονίκης, με την παρουσία του πρωταγωνιστή Αντώνη Τσιοτσιόπουλου να κάνει αξέχαστη την προβολή. Βγαίνοντας από την αίθουσα, ήξερα ότι αυτή η ταινία θα ήταν κομμάτι του επόμενου Weekly Smiles!

Καλώς ήρθατε, λοιπόν, στον ελκυστικό, χρωματιστό κόσμο των μαγνητικών πεδίων, εκεί που τα αυτοκίνητα έχουν το δικό τους όνομα, οι νεκροί «συνομιλούν» με τους ζωντανούς, τα ταξίδια δεν έχουν προορισμό και η καλοσύνη δεν έχει ακόμη χαθεί... 


Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του κομίστα Γιώργου Γούση ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Σάρωσε τα βραβεία στο 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 2021: Χρυσός Αλέξανδρος, βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφων (FIPRESCI), βραβείο της Πανελλήνιας ένωσης κριτικών κινηματογράφου, το βραβείο της ΕΡΤ και αυτό του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Ακόμα, τα «Μαγνητικά Πεδία» απέσπασαν το 2022 και πέντε βραβεία ΙΡΙΣ, μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής (Λευτέρης Βολάνης) και Καλύτερης Ηθοποιού για την Έλενα Τοπαλίδου.

Η ιστορία ξεκινά όπως και οι περισσότερες ιστορίες, με δύο αγνώστους που συναντιούνται τυχαία, και αυτή η συνάντηση θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην υπόλοιπη εξέλιξη της ταινίας. 

Οι δύο πρωταγωνιστές έχουν κρατήσει τα πραγματικά τους ονόματα, Έλενα (Έλενα Τοπαλίδου) και Αντώνης (Αντώνης Τσιοτσιόπουλος). Διαθέτουν αξιοπρόσεκτη χημεία, αυθόρμητο παίξιμο και κάποια στιγμή ξεχνάς πως παρακολουθείς μια ταινία και νομίζεις πως είναι μια βιντεοσκοπημένη λήψη κάμερας. Τα έντονα χρώματα και οι κόκκοι σε κάποια πλάνα είναι αποτέλεσμα της τεχνικής που προσδίδει η χρήση της κάμερας miniDV, που χρησιμοποιείται κυρίως σε ανεξάρτητες ταινίες. Η επιλογή έγινε κυρίως για οικονομικούς λόγους, γιατί το budget της ταινίας έπρεπε να διατηρηθεί χαμηλό, και ταυτόχρονα να ενισχυθεί η αμεσότητα με τον θεατή. Χωρίς συγκεκριμένη πλοκή και με ένα από τα πιο απλά σενάρια του κόσμου, που έγραψαν οι πρωταγωνιστές σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη της ταινίας, προέκυψε ένα ιδιαίτερα ξεχωριστό, αυθεντικό αποτέλεσμα. 

Η ταινία γυρίστηκε την περίοδο των Χριστουγέννων στην Κεφαλονιά. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του σκηνοθέτη Γιώργου Γούση, «κατά τη διάρκειά της, αναπτύχθηκαν ισχυρά συναισθήματα και δημιουργήθηκε ένα οικογενειακό δέσιμο μεταξύ των συντελεστών», κάτι που βγαίνει και στους θεατές, δίνοντας την αίσθηση πως αυτή η ταινία έχει δημιουργηθεί με πολλή αγάπη. 


Ένα χαλασμένο αμάξι ενώνει την Έλενα με τον Αντώνη, που κουβαλά μαζί του το οστεοφυλάκιο της θείας του. Το περιπετειώδες τους ταξίδι μόλις ξεκινά. Όσο οι δυο τους αναζητούν το κατάλληλο μέρος για να θάψουν το κουτί, μοιράζονται στιγμές, σκέψεις και τραγούδια... «Θέλω να πω μερικά τραγούδια και να με ακούει κάποιος», θα πει η Έλενα στον Αντώνη, η Έλενα που ονειρεύεται μια αλλαγή, που μοιάζει να θέλει να χάσει τον ευατό της και να τον επανεφεύρει. Για τον Αντώνη δε μαθαίνουμε πολλά, αλλά ξέρουμε πως αποστρέφεται τον πόνο του Έρωτα

Η σχέση που θα αναπτυχθεί μεταξύ τους είναι τρυφερή και πηγάζει από την ανάγκη τους για ανθρώπινη επαφή και κατανόηση. «Θέλω να πάψεις να γελάς, θέλω να κλαις» τραγουδά με σπαρακτικό τρόπο στο πιάνο, η Τοπαλίδου στην κορυφαία σκηνή της ταινίας, μια σύνθεση του Σταύρου Τζουανάκου από το μακρινό 1949, που αποκτά νέα ζωή και μια πιο μελαγχολική διάσταση, απόλυτα ταιριαστή με τους στίχους. Η κίνηση που κάνει μετά το τραγούδισμά της, να σκεπάσει τον Αντώνη που έχει αποκοιμηθεί και το φιλί στο μέτωπο του, δείχνει πόσο έχουν σμίξει ψυχικά. Οι διάλογοι τους, οι κινήσεις τους έχουν πάντα μια λεπτότητα, ευγένεια και κάτι από την αθωότητα και την αμεσότητα των μικρών παιδιών. Τους δύο πρωταγωνιστές συνδέει ένας κοινός, κρυφός κώδικας επικοινωνίας. Όσο για το θέμα που πραγματεύεται η ταινία, το κενό που μπορεί να καλύψει ένας παντελώς άγνωστος άνθρωπος, ακόμα και όταν οι πιο κοντινοί μας φαίνονται απόμακροι, μοιάζει να λειτουργεί σαν φωτεινός φάρος μέσα στην ομίχλη της μοναξιάς —για να το συνδέσω και με το φάρο που εμφανίζεται στην ταινία. 

Τα «Μαγνητικά Πεδία» είναι ένα σύγχρονο παραμύθι δρόμου, με καλοσυνάτους ξένους, αστείες αλλά και συγκινητικές αναφορές, που μας μιλά για την αξία της συνάντησης, της φιλίας, της ελαφρότητας, και ενός ευχάριστου σύντομου διαλείμματος από τα καθημερινά βάρη. Ένα εντυπωσιακό κινηματογραφικό πορτρέτο δύο ατόμων που αλληλεπιδρούν σε συναισθηματικό φόντο με τις δυνάμεις της έλξης και της απώθησης να δημιουργούν ένα θέαμα τόσο παράξενο και όμορφο. Και κυρίως, μια ισχυρή υπενθύμιση ότι, στο τέλος, όλοι είμαστε επιβάτες στο ίδιο ταξίδι, αναζητώντας τον δικό μας προορισμό στο χάρτη της ανθρωπότητας.


Ο σκηνοθέτης Γιώργος Γούσης και η πρωταγωνίστρια Έλενα Τοπαλίδου.


Η ταινία υπήρξε η επίσημη πρόταση της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για τα βραβεία Όσκαρ το 2022. Ο τίτλος «Μαγνητικά Πεδία» προήλθε κατά τα γυρίσματα της ταινίας, όταν χάθηκε μια ολόκληρη μέρα γυρίσματος σε δύσκολες καιρικές συνθήκες, επειδή η κασέτα της μέρας, εντελώς ανεξήγητα, δεν έγραψε απολύτως τίποτα και η εξήγηση που δόθηκε από κάποιο μέλος της ομάδας είναι πως ίσως η κασέτα απομαγνητίστηκε λόγω της παρουσίας ενός ραντάρ στην περιοχή! 

Η ταινία, μέσα από τα λόγια του δημιουργού της Γιώργου Γούση, σε συνέντευξη του στη Lifo: «Αυτό που καθόρισε το συναίσθημα της ταινίας και ξεκλείδωσε τη σκέψη μου ήρθε από μια λογοτεχνική φράση. Στο βιβλίο του Κερτ Βόνεγκατ "Η φωλιά της γάτας", υπάρχει κάπου η φράση "Όλα τα παράξενα ταξίδια είναι θεόσταλτα μαθήματα χορού". Στο μυαλό μου, μέσα στη λέξη "παράξενα" ηχεί η λέξη "ξένος", "άγνωστος", ένας άνθρωπος που με γοητεύει και θέλω να τον ανακαλύψω. Η λέξη "θεόσταλτα" για μένα σημαίνει "ανεξήγητα", κάτι που αποδέχεσαι γιατί δεν μπορείς ή και δεν θες να το κατανοήσεις, άρα και να το ελέγξεις. Και τέλος το "μαθήματα χορού' είναι η συντροφιά, όταν κάποιος μπορεί να σε συνοδεύσει και να σε παρασύρει σε σωματική έκφραση, σε χαρά».

Αυτή την περίοδο θα δεις την ταινία στο Cinobo.

Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες (1998)

Η αλλιώς: «Μια καλοκαιρινή μακεδονική κωμωδία». Πρωταγωνιστές είναι οι: Γιάννης Ζουγανέλης, Αργύρης Μπακιρτζής και Σάκης Μπουλάς, όλοι τους σε μεγάλα κέφια. Σενάριο, σκηνοθεσία και παραγωγή: Σταύρος Τσιώλης. Από τις πιο εμβληματικές ταινίες του αγαπημένου δημιουργού. Τι μπορώ να πω άραγε για αυτή την ταινία που να μην έχει ειπωθεί; Κάθε της σκηνή και ατάκα έχει αφήσει εποχή, χρησιμοποιείται σχεδόν καθημερινά στο δρόμο, στις παρέες, σε ομάδες για σινεμά, στους τοίχους ως γκραφίτι, ενώ το διαδίκτυο έχει κατακλυστεί από memes, με τις καλύτερες σκηνές της. 

Αν θυμηθώ αντίστοιχα παραδείγματα επιδραστικότητας, θα έλεγα πως μόνο οι ατάκες από ταινίες του Οικονομίδη έχουν τέτοια απήχηση και αναπαράγονται συνεχώς και κάποιες από «Τα Φτηνά Τσιγάρα» του Χαραλαμπίδη σε μικρότερο βαθμό. Η σύγκριση γίνεται μεταξύ των σύγχρονων ελληνικών ταινιών και όχι με εκείνες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, ταινίες που έχουν δημιουργήσει τη δική τους σχολή και είναι εκτός συναγωνισμού.


Ο Πάνος, ο Μιχάλης και ο Αντώνης, τρείς φίλοι και μπατζανάκια, διασχίζοντας τη Βόρεια Ελλάδα, μπλέκουν στις πιο απίστευτες και αναπάντεχες καταστάσεις, σε μια υπόθεση γεμάτη κωμικά στοιχεία συνδυασμένη μοναδικά με τους όρους της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Ένα λαϊκό κινηματογραφικό οδοιπορικό, με σουρεαλιστικές σκηνές απείρου κάλλους και μοιραίες συναντήσεις. Ο ερωτοχτυπημένος Ζουγανέλης, ο ψύχραιμος και φωνή της λογικής Μπακιρτζής και ο μπον βιβέρ Μπουλάς σχηματίζουν μια απολαυστική τριάδα. 

Ο Πάνος (Γιάννης Ζουγανέλης) ερωτεύεται καθ’ οδόν για τη Θάσο μια «οπτασία», τη νεαρά Αγγελική Ηλιάδη. Στη Θάσο τούς περιμένουν οι γυναίκες και τα παιδιά τους για τις καλοκαιρινές διακοπές. Το πρώτο μεγάλο εμπόδιο έχει κάνει την εμφάνιση του. Η κοπέλα που μόλις συνάντησε ο Πάνος έχει πάρει μέσα στο μυαλό του μυθικές διαστάσεις. 

«Όμορφη; Εγώ σου λέω ότι μπορεί και να μην ήταν και πραγματική!».

Όπως αποφαίνεται και η επιστήμη με μια πρωτοποριακή ιατρική μέθοδο που χρησιμοποιεί την προπαίδεια, ο Πάνος παρουσιάζει μια απλή... διαταραχή του ελέγχου των παρορμήσεων. Ο Μιχάλης (Αργύρης Μπακιρτζής) τον συντρέχει και του συμπαραστέκεται. Η επιστροφή στη Θάσο προς το παρόν αναβάλλεται. Η ταινία είναι γεμάτη από λαϊκά άσματα-ύμνους που ταιριάζουν με τη διάθεση των πρωταγωνιστών: Καρράς, Μελάς, Σφακιανάκης κ.α. έχουν τη τιμητική τους ενώ οι επικές γιαγιάδες που εκτελούν χρέη DJ κλέβουν την παράσταση. 

Η άφιξη του τρίτου μπατζανάκη και παράγοντα του ΠΑΣΟΚ, Αντώνη (Σάκης Μπουλάς), θα φέρει τα πάνω κάτω. Το ειδύλλιό του με τη γιατρίνα Κλυταιμνήστρα θα καθυστερήσει για ακόμα μια φορά το ταξίδι τους. Ενώ η τρομερή αποκάλυψη πως η... μάνα του ψήφισε Νέα Δημοκρατία θα τον φέρει ένα βήμα πριν από το θάνατο!

«Τόσο καλοί άνθρωποι... Με τόσο μεγάλο δράμα...».

Η στιγμή του μεγάλου αποχωρισμού φτάνει και οι τρεις μπατζανάκηδες αφήνουν τις γυναίκες που τους γοήτευσαν πίσω και παίρνουν το δρόμο της επιστροφής. Ή μήπως όχι;

«Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες». Μια κωμωδία με άφθονα σπαρταριστά στιγμιότυπα και αξέχαστες στιχομυθίες, από μια μοναδική παρέα όλο ζωντάνια, που έδεσε απίστευτα. Ο έρωτας στην πιο τραγική μορφή του, την ανεκπλήρωτη, γέννησε τη μεγαλειώδη ατάκα: «Διότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που από Έρωτα εκπέσανε».

Εκτός από τον έρωτα και τις οικογενειακές σχέσεις που απασχολούν το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, υπάρχουν και τα κοινωνικά ζητήματα, και ιδιαίτερα η πολιτική. Ο Σταύρος Τσιώλης έχει εντρυφήσει στη γνήσια νεοελληνική ψυχή, μέσα από το ξεκαρδιστικό χιούμορ και τις ατάκες των χαρακτήρων, αναδεικνύοντας ρεαλιστικά τα πολιτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά στοιχεία της δεκαετίας του 1990, όπως το πολιτικό δίπολο ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., που αντικατοπτρίζει την πολιτική ατμόσφαιρα και τις επιλογές της εποχής.

Η οικονομική κατάσταση των πρωταγωνιστών: οι δύο εκ των τριών αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες και προσπαθούν να ανταπεξέλθουν καταστρώνοντας σχέδια. Ειδικός επί των οικονομικών αναλαμβάνει ο Μπακιρτζής, ο οποίος αποδεικνύεται αστέρι στους οικονομικούς υπολογισμούς. Η ακριβής απεικόνιση της ελληνικής πραγματικότητας μέσα από τη στάση και τις αξίες των βασικών χαρακτήρων, την κοινωνική τους θέση, και την σχέση τους με την οικογένεια παραμένει κοινωνικά επίκαιρη μέχρι και σήμερα.

Θα χαρακτήριζα την ταινία ένα σουρεαλιστικό καλτ μιούζικαλ με λαϊκούς ήρωες της διπλανής πόρτας εύκολα αναγνωρίσιμους, έρμαια των παθών τους, και με την ανάλογη μουσική υπόκρουση να συνοδεύει την καψούρα και τον καημό τους. Η μάταιη προσπάθεια να επιστρέψουν στη βάση τους και η διαρκής αναβολή του γυρισμού είναι το ακριβώς αντίστροφο της ιστορίας του Οδυσσέα. Πάντα υπάρχει λίγος ακόμα χρόνος για μια μικρή αναγκαία παράταση των ελεύθερων από υποχρεώσεις στιγμών: «Εμείς θα ζήσουμε μια ζωή που δεν τη φανταζόμαστε», και ας περιμένουν οι γυναίκες... 


Η ταινία κυκλοφορεί ελεύθερη και ωραία εδώ και χρόνια στο YouTube, σε μέτρια ποιότητα. Και όταν προβλήθηκε τηλεοπτικά από γνωστό κανάλι σε HD ανάλυση, σημείωσε υψηλή θεαματικότητα. Συχνά-πυκνά παίζει και στη μεγάλη οθόνη, στα πλαίσια κάποιου αφιερώματος. 

Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η επετειακή βραδιά για τα 25 χρόνια της ταινίας στον Κινηματογράφο Βακούρα της Θεσσαλονίκης, τον περσινό Μάρτιο, παρουσία των πρωταγωνιστών της ταινίας, Γιάννη Ζουγανέλη, Αργύρη Μπακιρτζή αλλά και της Κατερίνας Τσιώλη, κόρης του σκηνοθέτη. Σε δύο sold out προβολές την ίδια μέρα και με τους θαυμαστές της να σχηματίζουν ουρά έξω από το σινεμά. Η ιδιαιτερότητα της προβολής είναι πως η κόπια φιλμ 35mm που παίχτηκε ήταν η αρχική που κυκλοφόρησε στις αίθουσες για δύο εβδομάδες, πριν αποσυρθεί και αλλάξει μοντάζ και φινάλε. Περιέχει το εναλλακτικό τέλος, που ξέρουν μόνο λίγοι. Για την ιστορία, το διαφορετικό τέλος, δείχνει τις γυναίκες των τριών πρωταγωνιστών αλλά προτιμήθηκε η βερσιόν που αφήνει ελεύθερη τη φαντασία μας να πλάσει την εικόνα τους. 

Το «Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες» είναι η πιο επιτυχημένη ταινία της τριλογίας του Σταύρου Τσιώλη, αφού έκοψε 50.000 εισιτήρια τη χρονιά που βγήκε. Αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας των «Γυναικών». Η σειρά είναι αυτή: 

(1992) Παρακαλώ, Γυναίκες, Μην Κλαίτε.

(1998) Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες. 

(2017) Γυναίκες Που Περάσατε Από Δω.

 

Τα γυρίσματα έγιναν σε Βόλβη και Μαρμαρά και ο αρχικός τίτλος ήταν «Το Ιστορικό Συνέδριο Της Βόλβης». 

Το «Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες» είναι ένα low-budget δημιούργημα με ψυχή, το οποίο μοιράζεται ένα ακόμα κοινό χαρακτηριστικό με τα «Μαγνητικά Πεδία»: την ικανότητα να μεταφέρει τα νοήματά του χωρίς να υστερεί σε ποιότητα και αισθητική, παρά τον περιορισμένο προϋπολογισμό του.

Αν το πετύχετε σε κάποιο σινεμά, μη διστάσετε ούτε στιγμή να ζήσετε αυτή την εμπειρία.

Διαβάστε ακόμα