"Ο Επιστάτης", στο θέατρο Δημήτρης Χορν

Μια παράσταση για την αλαζονεία και την αδυναμία των ανθρώπων ως προς την επικοινωνία και τη συμβίωση.
Διαβάστηκε φορες
Το θεατρικό έργο «Ο Επιστάτης», με το οποίο καταξιώθηκε ο συγγραφέας  Χάρολντ Πίντερ, ανεβαίνει φέτος στο θέατρο Δημήτρης Χορν, με τον Γιώργο Κιμούλη να κατέχει θέση σκηνοθέτη αλλά και πρωταγωνιστή. Την Πέμπτη 20/2/14, κάπου ανάμεσα στη τσίκνα και στο επερχόμενο αποκριάτικο πνεύμα, είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε με τον φίλο και συνεργάτη Αντώνη Κατσαμά τον «Επιστάτη». Αυτό που εκτιμώ πολύ σε μια θεατρική παράσταση είναι η αίσθηση του να ξεφύγεις από την πραγματικότητα, έστω για λίγο. Ο χώρος και ο χρόνος σου να ταυτίζεται με αυτόν του έργου, τα προβλήματά σου να είναι αυτά που κουβαλάνε οι ήρωες και η συγκεκριμένη παράσταση το είχε αυτό.

Κεντρικό πυρήνα του έργου αποτελεί ο άστεγος μεσήλικας Ντέιβις (Γιώργος Κιμούλης), τον οποίο «περιμαζεύει» από τους δρόμους και του προσφέρει στέγη και καταφύγιο στο μικρό του δωμάτιο ένας φιλήσυχος άντρας, ο Άστον (Νίκος Γεωργάκης). Στην ιστορία εμπλέκεται ο Μικ (Γιώργος Χρανιώτης), αδερφός του Άστον αλλά και ιδιοκτήτης του σπιτιού, ένας δυναμικός και ενεργητικός νέος. Τα δύο αδέρφια προσφέρουν στον Ντέιβις τη  δουλειά του «Επιστάτη» ξεχωριστά, αλλά αυτός με καχυποψία και ατομικισμό «παίζει σε διπλό ταμπλό» αποβλέποντας στο δικό το όφελος.

Οι σχέσεις των τριών αυτών ανθρώπων αλλάζουν επιφανειακά, σε ένα πρώτο επίπεδο που είναι τόσο εύθραυστο ώστε πολύ εύκολα μπορεί να σπάσει. Κι αυτό γίνεται επειδή κατά βάθος ο καθένας τους κουβαλάει τις ίδιες απόψεις, συνήθειες και στάσεις που είχε στην αρχή, με αποτέλεσμα όταν έρθει το τέλος της συμβίωσής τους να επιστρέψουν όλοι στον κλειστό και απομονωμένο εαυτό τους, στην ασφάλεια της μιζέριας τους. Επιμένω  στη λέξη «συμβίωση» και όχι «συγκατοίκηση», γιατί η ουσία δεν είναι ο διαμοιρασμός ενός δωματίου αλλά το να μπορέσεις να επικοινωνήσεις, να μοιραστείς κάτι από το μέσα σου, να κατανοήσεις τον άλλον, να δώσεις και να πάρεις πράγματα και τελικά να γίνεις καλύτερος μέσα από αυτή την ανθρώπινη διαδικασία. Η τεράστια αδυναμία τους για επικοινωνία, η αλαζονεία που κρύβεται βαθιά στις ψυχές τους και βγαίνει προς τα έξω όταν βρεθεί η ευκαιρία, η αρέσκειά τους στην επιβολή εξουσίας και οι ανέλπιδες προσπάθειές τους για συνύπαρξη, φωτίζονται καθαρά στην παράσταση αυτή αλλά και στο έργο του Πίντερ.

Λίγο πριν την έναρξη αναρωτιόμουν κατά πόσο είναι εύκολο ή δύσκολο για έναν σκηνοθέτη να έχει παράλληλα, στην ίδια παράσταση, και τον ρόλο του ηθοποιού (και το αντίστροφο). Δηλαδή, τις σκηνοθετικές οδηγίες τις δίνει ο ίδιος στον εαυτό του; Και τελικά όλο αυτό πετυχαίνει; Ο Γιώργος Κιμούλης μάς απέδειξε ότι όντως πετυχαίνει. Και στις δύο αρμοδιότητές του τον βρήκα εξαιρετικό. Κατάφερε να μας γεννήσει μια συμπάθεια προς τον συγκεκριμένο ήρωα, παρόλο που η συμπεριφορά του Ντέιβις ανατρέπεται στην πορεία. Μέσα από διάφορες τεχνικές στην άρθρωση του λόγου, μέσα από το ταλαιπωρημένο περπάτημα και τον αφελή ενθουσιασμό κατάφερε να μας χαρίσει ένα ρεαλιστικό παίξιμο και μια άψογη ερμηνεία. Το αυθόρμητο γέλιο που συχνά μας προκαλούσε ο ρόλος του δείχνει ότι ο Κιμούλης - και ως σκηνοθέτης αλλά και ως ηθοποιός - εντόπισε τις χιουμοριστικές πινελιές του Πιντερικού κειμένου και τις απέδωσε εύστοχα.

Ο Νίκος Γεωργάκης ήταν εξαιρετικός στο ρόλο του φιλάνθρωπου και συμπονετικού Άστον και κέρδισε, επίσης, τη συμπάθειά μας εξαρχής. Ένας σοβαρός και διακριτικός ήρωας, με ψυχολογικά προβλήματα στο παρελθόν, ο οποίος ζει απομονωμένος στον μικρόκοσμό του και έχει ως μόνο του όνειρο την κατασκευή ενός υποστέγου. Εξαιρετικός ήταν ο μονόλογός του όταν διηγείται την ιστορία του και το «τραύμα» που τον σημάδεψε. Η ερμηνεία του Γεωργάκη μού άρεσε πάρα πολύ γιατί απέδωσε με έναν ιδιαίτερο τρόπο τον ευαίσθητο ψυχισμό και τον ευάλωτο χαρακτήρα ενός μοναχικού, ντροπαλού και συνάμα φοβισμένου ανθρώπου, που στην προσπάθειά του να βοηθήσει και να έρθει πιο κοντά στον Ντέιβις, καταλήγει να δέχεται τον εμπαιγμό του δεύτερου.

Ο Γιώργος Χρανιώτης με ενθουσίασε στο παίξιμό του, γιατί κατάφερε να κάνει αισθητή την ιδιορρυθμία του χαρακτήρα του Μικ. Με μεγάλη ενέργεια πάνω στη σκηνή, πολύ γρήγορες κινήσεις και εναλλαγές στη φωνή, ανέβαζε την ένταση και δημιουργούσε μια αντίθεση με τον «αργοκίνητο» αδελφό του. Ο Χρανιώτης έπλασε με το ύφος και την υποκριτική του ορμή έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα που κρατούσε τις ισορροπίες μεταξύ των τριών και η δυναμική της  ερμηνείας του είχε μια σταθερότητα από την αρχή μέχρι και το τέλος του έργου. Ενώ ο ήρωας Μικ αρχικά φαίνεται πολύ αντιδραστικός, στη συνέχεια βλέπουμε ότι έχει κι αυτός τις δικές του αδυναμίες και προστατεύει με μεγάλη αγάπη τον Άστον.

Τα σκηνικά της Κατερίνας Μαραγκουδάκη που «ζωγράφιζαν» το μικρό δωμάτιο μού άρεσαν γιατί απέπνεαν το αίσθημα της εγκατάλειψης, της απομόνωσης και της παραίτησης από τη ζωή. Τα κοστούμια εξαιρετικά, ειδικά του Γιώργου Κιμούλη που σε συνδυασμό με το μακιγιάζ ήταν ένας απόλυτα ρεαλιστικός χαρακτήρας. Οι φωτισμοί και οι μουσικές δημιούργησαν ένα μυστηριακό κλίμα που ταίριαζε απόλυτα, ενώ η τηλεόραση –ως σκηνοθετικό αντικείμενο- με τις σκηνές από την επικαιρότητα ήταν μια εύστοχη αντανάκλαση της κρίσης που ζούμε.



Η διαφορετικότητα των ανθρώπων δεν μπορεί πάντοτε να εναρμονιστεί με ένα περιβάλλον συμβίωσης και συνύπαρξης. Όταν οι εγωισμοί και η αλαζονεία δεν παραμερίζονται, τότε η επικοινωνία χάνεται ή ίσως να μην υπήρξε και ποτέ. Επίσης βλέπουμε ότι η προσφορά και η φιλανθρωπία ενός ατόμου, μπορούν να οδηγήσουν τον αποδέκτη τους στην απληστία και την εκμετάλλευση αντί στην ευγνωμοσύνη. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε το άκουσμα των στίχων του ποιητή Τ.S.Eliot στην αρχή και στο τέλος της παράστασης. Μεταφέροντας τα λόγια του λοιπόν: «Αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος... Όχι μ' ένα πάταγο αλλά μ' ένα λυγμό…»

Διαβάστε ακόμα