Αγία ελληνική οικογένεια

Whatever makes us happy on a Sunday morning: Αγία ελληνική οικογένεια

Το διήγημα του Μιχάλη Γιαλούση αφιερωμένο στην Κυριακή του Πάσχα. Χριστός Ανέστη σε όλες και όλους!
Διαβάστηκε φορες
Σιχαίνομαι όλες τις γιορτές του χρόνου, αλλά κυρίως το Πάσχα. Ίσως φταίει ότι η γιορτή της Ανάστασης ταυτίζεται με αυτή του ονόματος μου. Ανέστης. Όχι Αναστάσιος. Ανέστης. «Ανέστη φέρε τα αυγά στο τραπέζι», «Ανέστη, φέρε το κρασί να πιει η γιαγιά», «Ανέστη, τσούγκρισα με το αυγό σου;», «Χριστός Ανέστη».

*

Θυμάμαι τη θεία τη Νένα, με μια ζώνη κάτω από το στήθος για να της κρατάει ψηλά το φόρεμα για να μη σκοντάφτει και πέσει, να κρατάει ένα σοκολατένιο αυγό με μια μεγάλη κόκκινη κορδέλα, με το περιτύλιγμα να της αφήνει ορατό σε εμάς μόνο τον κότσο στα μαλλιά της και οι φωνές της έφταναν μέχρι το υπόγειο.
«Χριστός Ανέστη, Ανέστη μου» τραβώντας το μάγουλό μου μέχρι να σηκωθώ στις μύτες των ποδιών μου και συνέχιζε:
«Τι ωραία που μυρίζουν όλα, Μαρία μου. Μα τι ωραία! Έχεις φτιάξει πάλι ένα σωρό πράματα. Πάρε και αυτό το αυγό για το μικρό» έλεγε στη μάνα μου, η οποία έτρεχε από τη μια άκρη του σπιτιού στην άλλη για να είναι όλα έτοιμα.
Πίσω από τη θεία Νένα, ο θείος Χρήστος με το κυριακάτικο σακάκι και το παντελόνι, που φόραγε από το προηγούμενο βράδυ της Ανάστασης. Παράξενα σιωπηλός, με το στέρνο του στητό να θέλει να φτάσει τον κότσο της γυναίκας του.
«Χριστός Ανέστη» έλεγε και ξεκίναγε τα κρασιά.

*


«Γερό ποτήρι ο Χρήστος!» είπε ο πατέρας μου, όταν μείναμε μόνοι μας.
«Τον είδανε, λέει ο κόσμος, προχθές το Χρήστο, στο καφενείο του Γιάννη, από νωρίς το απόγευμα, να πίνει. Να πίνει και να βρίζει. Την αδερφή σου, την Νένα κυρίως. Άσχημες κουβέντες. Βαριές. Στις τρεις, ευτυχώς, τον μαζέψανε δυο γείτονες και τον αφήσανε στο πλατύσκαλο του σπιτιού του. Η Νένα περίμενε να φύγουν οι ξένοι για να ανοίξει. Έκανε τάχα μου πως δεν άκουγε. Όταν φύγανε οι γείτονες, άνοιξε και τον περιμάζεψε. Ακούς πράγματα που έγιναν; Και έρχεται μετά σπίτι μας και μάς το παίζει κυρία. Ε, βέβαια κυρία Νένα, τις μάθαμε τις δουλειές σας» του απάντησε η μάνα μου.
«Τι ασχολείσαι βρε Μαρία; Τους αλκοολικούς, άφησε τους να βασανίζονται στον πάτο του ποτηριού τους. Και η αδερφή μου, τέτοια ψηλομύτα που είναι, το βρίσκει μπροστά της» της απάντησε ο πατέρας μου, ενώ έτρωγε λίγο από το αρνί που είχε περισσέψει.

*

Θυμάμαι τον ξάδερφο μου τον Κώστα, της θείας Φρόσως και του θείου Αντώνη, από το σόι της μάνας μου, που με κυνήγαγε με ένα κόκκινο αυγό.
«Έλα ρε, θα σε τσακίσω και φέτος. Θα σε φάω!» μου έλεγε.
«Άσε με ρε Κώστα, ήσυχο. Δε θέλω να τσουγκρίσουμε».
«Βέβαια, αφού ξέρεις ότι θα χάσεις. Ξέρεις ότι είμαι καλύτερος» μου έλεγε και άπλωνε το χέρι του, κρατώντας το κόκκινο αυγό για να χτυπήσει το δικό μου.

Αγία ελληνική οικογένεια

«Και αυτό το βλαμμένο, ο Κωστάκης, ίδιος ο αδερφός σου ο Αντώνης. Σε ησυχία δεν άφησε το δικό μας. Ανταγωνιστικός και πιεστικός. Σαν τον αδερφό σου» είπε ο πατέρας, όταν όλοι είχαν φύγει.
«Τι να κάνουμε Γιώργο μου;» του απάντησε η μάνα μου και συνέχισε.
«Μια οικογένεια είμαστε. Κάθε χρόνο, αυτή τη μέρα, την περνάμε, όλοι μαζί. Όλη η οικογένεια».
«Τι αλλάζεις θέμα, ρε Μαρία; Γιατί δεν παραδέχεσαι ότι είναι ίδιος ο αδερφός σου; Έχει βουήξει ο τόπος. Ο αδερφός σου στην εφορία που δουλεύει απειλεί τον κόσμο. Απειλεί τον κοσμάκη ότι θα τους κόψει πρόστιμα, αν δεν του δώσουν κάτι παραπάνω. Ακούς;».
«Μια οικογένεια είμαστε, Γιώργο».
«Ίδιος ο αδερφός σου, ο μικρός. Και θέλει να καπελώσει το δικό μας τώρα. Αλλά τι περιμένεις από το γιο του κλέφτη;» είπε ο πατέρας μου και έριξε στο τασάκι από την κάφτρα του τσιγάρου του.

*

Θυμάμαι τη γιαγιά, την Καίτη, να σουφρώνει τα χείλη της και να στραβώνει το στόμα της σε κάθε μπουκιά από το φαγητό της μάνας μου. Στη συνέχεια, έσπρωχνε με το πόδι της κάτω από το τραπέζι τη θεία Νένα και τη θεία Φανή, που περίμεναν το νεύμα της μάνας τους για να ξεκινήσουν να τρώνε. Και αυτές, με τη σειρά τους, στράβωναν το στόμα τους και σούφρωναν τα χείλη τους, ανασήκωναν λίγο το κεφάλι και το κατέβαζαν πάλι για να συνεχίσουν να φάνε.
«Μα τι ωραία που μαγείρεψες τις πατάτες, Μαρία μου» είπε η θεία Νένα.
«Αχ, ναι, θα το έλεγα και εγώ. Και αυτή η σαλάτα με αυτό το.. Πώς το λένε αυτό το χορταρικό Μαρία;» ρώτησε τη μάνα μου η θεία Φανή.
«Σταμναγκάθι. Αυτή η σαλάτα έχει σταμναγκάθι» απάντησε η μάνα μου.
«Ναι. Ναι. Αυτή με το σταμναγκάθι. Πολύ ωραία Μαρία μου» συνέχισε η θεία Φανή.
Η μάνα μου είχε ένα πικρό χαμόγελο, καθώς οι θείες μου έσπρωχναν η μία την άλλη κάτω από το τραπέζι και κρατούσαν τα γέλια τους, ενώ γιαγιά Καίτη είχε καρφώσει το βλέμμα της στην μπουκιά της μάνας μου με το σταμναγκάθι, που είχε κολλήσει στο φάρυγγα της και δεν κατέβαινε.
«Μια οικογένεια είμαστε. Μια οικογένεια» έλεγε και ξανά έλεγε η μάνα μου από μέσα της, καθώς έσπρωχνε το σταμναγκάθι να κατέβει.

*

«Η μάνα σου δεν έφαγε πάλι» είπε η μάνα μου στον πατέρα μου
«Αφού ξέρεις, βρε Μαρία, η μάνα μου δεν τρώει πολύ».
«Δεν τρώει το φαγητό μου, Γιώργο. Το φαγητό μου. Το φαγητό που μαγείρεψα εγώ. Ξέρεις γιατί;»
«Γιατί δεν το χωνεύει εύκολα».
«Γιατί δε χωνεύει εμένα. Γι’ αυτό. Και ποτέ στη ζωή της δε με χώνεψε. Ποτέ δε με ήθελε. Αλλά έρχεται σπίτι για να φάει το φαγητό μου. Έρχεται για να φάει, ενώ δεν το χωνεύει. Ενώ δε με χωνεύει».
«Έλα μωρέ Μαρία. Τι σου έκανε, τώρα;».
Η μάνα μου ένιωσε πάλι κάτι να στέκεται στο λαιμό της και έκανε προσπάθεια να καταπιεί, ενώ από μέσα της έλεγε.
«Μια οικογένεια είμαστε. Μια οικογένεια» και έσπρωχνε το σάλιο της να κατέβει, ενώ ένιωθε το βλέμμα της γιαγιάς μου να την καρφώνει στο λαιμό.

*

«Σταμάτα, ρε Ανέστη, την ίδια ιστορία κάθε Πάσχα» μου λέει ο Νικήτας που κάθεται δίπλα μου.
«Τι σε πειράζει ρε Νικήτα; Πρώτη φορά έρχεται το παιδί μαζί μας. Πώς σε λένε φίλε μου;».
«Νικόλα. Αλλά οι δικοί μου άνθρωποι με φωνάζουν Νίκο. Νίκο να με λέτε και εσείς» μου απαντάει ο Νικόλας ή Νίκος.
«Σου αρέσει το φαγητό Νίκο;».
«Ωραίο είναι» μου απαντάει.
«Τι τον ρωτάς τον άνθρωπο ρε Ανέστη; Γίνεται να του αρέσει αυτό το φαγητό;» μου λέει ο Νικήτας καθώς παίρνει το κόκκινο αυγό δίπλα από το πλαστικό μπωλ του με το αρνί.
«Άντε! Χριστός Ανέστη» μας λέει καθώς προτάσσει το χέρι του.
Ο Νίκος σηκώνει και αυτός το αυγό του για να τσουγκρίσει με τον Νικήτα.
«Αληθώς Ανέστη» λέει και τσουγκρίζει το αυγό του με τον Νικήτα.
«Με έφαγες Νίκο. Αλλά συγχωρημένος. Πρώτη χρονιά μαζί μας. Άντε, τσούγκρισε και εσύ Ανέστη να δούμε ποιος θα κερδίσει».
Ανοίγω τη σακούλα με τα πασχαλινά κουλούρια και το κόκκινο αυγό που μας έδωσε η κοπέλα μαζί με το φαγητό στην είσοδο της αίθουσας του συσσιτίου και το φέρνω στο πρόσωπο του Νίκου, που χτυπάει το αυγό του με το δικό μου.
«Με έφαγες και εμένα».
«Θα ‘ναι η χρονιά του φαίνεται» λέει ο Νικήτας.

*

Ο κύριος με τα άσπρα μαλλιά και το ξεθωριασμένο σακάκι, που μοιάζει με αυτό του θείου του Χρήστου, με κοιτάει έντονα όση ώρα τρώμε. Νιώθω στο λαιμό μου το σάλιο μου να κολλάει. Να δένεται κόκκινος φιόγκος, όπως αυτός στο σοκολατένιο αυγό της θείας Νένας. Και σπρώχνω. Σπρώχνω και δεν κατεβαίνει. Βλέπω τον κύριο με το ξεθωριασμένο σακάκι να με κοιτάει όλο και πιο έντονα. Σουφρώνει τα χείλη του και στραβώνει το στόμα του, ενώ ο Νικήτας και ο Νίκος κλωτσάνε ο ένας τον άλλο κάτω από το τραπέζι κρατώντας τα γέλια τους.

«Μια οικογένεια είμαστε. Μια οικογένεια» φωνάζω.

Αγία ελληνική οικογένεια




Τα τραγούδια

01. Ματούλα Ζαμάνη - Αρνήσου Το Αρνί Σου
02. Imam Baildi feat. Μαίρη Λίντα - Πού Γυρίζεις
03. Λεωνίδας Μπαλάφας - Μάνα
04. Ματούλα Ζαμάνη - Δονούσα
05. Γιάννης Χαρούλης - Το Σκουλαρίκι
06. Νατάσσα Μποφίλιου - Μέχρι Το Τέλος
07. Φωτεινή Βελεσιώτου - Στάχτη
08. Ορφέας Περίδης - Ο Μικρός Μου Αδερφός
09. Σωκράτης Μάλαμας - Το Χρόνο Να Λαβώσω
10. Βίκυ Μοσχολιού - Το Δίχτυ
11. Θανάσης Παπακωνσταντίνου - Διάφανος
12. Γιάννης Χαρούλης - Άγιοι
13. Θανασης Παπακωνσταντινου - Σαν Παιδί
14. Μιλτιάδης Πασχαλίδης - Ο Ακροβάτης
15. Σωκράτης Μάλαμας και Μελίνα Κανά - Άσε Τα Ψέματα
16. Μελίνα Κανά - Λένε
17. Μάρθα Φριντζήλα - Έρημα Κορμιά
18. Ορφέας Περίδης - Κυψέλη
19. Μιλτιάδης Πασχαλίδης - Παραμύθι Με Λυπημένο Τέλος
20. Σωκράτης Μάλαμας - Ευτυχείς, Λυπημένοι και Πότες
Αξιολόγηση
Βαθμολογήστε το άρθρο
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα