Ο σαιξπηρικός «Βασιλιάς Ληρ» στην Πειραιώς 260

Όταν η διαφορετική προσέγγιση έχει, τελικά, θετικά στοιχεία.
Διαβάστηκε φορες
Μια από τις σπουδαιότερες τραγωδίες του William Shakespeare ζωντανεύει φέτος στο θεατρικό σανίδι, ένα δράμα κλασσικό και εμβληματικό. Μόνο και μόνο από την σαιξπηρική υπογραφή που φέρει το έργο, γίνεται συνειρμικά και αναπόφευκτα αντιληπτό το «βάρος» και η «ευθύνη» που το συνοδεύει. Επομένως, το ανέβασμα τέτοιων θεατρικών παραστάσεων εμπερικλείει, αφενός, ένα ίχνος ρίσκου και κινδύνου για τους συντελεστές που το αναλαμβάνουν και , αφετέρου, ενθουσιασμό και περιέργεια εκ μέρους του κοινού-που σπεύδει (δικαίως) να το παρακολουθήσει.

Η παράσταση του «Βασιλιά Ληρ» έλαβε χώρα στον ιδιόρρυθμο – σε στυλ εργοστασιακής βιομηχανίας- χώρο της Πειραιώς 260 και θα συνεχιστεί για λίγες ακόμα παραστάσεις. Τα ηνία της σκηνοθεσίας κλήθηκε (από τον Γιώργο Κιμούλη) να αναλάβει ο Σλοβένος σκηνοθέτης Tomaz Pandur, ο οποίος προχώρησε σε μια διαφορετική και πολύ τολμηρή προσέγγιση του έργου με φυσικό επακόλουθο μία ανάλογη σκηνοθεσία. Οι φρέσκες ματιές, μπολιασμένες με (μετα)μοντέρνα στοιχεία, στην προσέγγιση των θεατρικών έργων είναι ένα φαινόμενο που –ειδικά τον τελευταίο καιρό- ακμάζει ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα δεν είναι πάντοτε επιτυχές, όμως, αφού ο υπερσυμβολισμός και η επιτηδευμένη υπερπροσπάθεια εντυπωσιασμού μπορεί εύκολα να λειτουργήσει ως μπούμερανγκ. Έχοντας στο μυαλό μου όλα αυτά αγωνιούσα ιδιαίτερα για το τι θα παρακολουθήσω, αλλά η ριψοκίνδυνη και μοντέρνα προσέγγιση του Pandur εντέλει μου άρεσε πολύ, με εξαίρεση μερικά στοιχεία που θα αναφέρω παρακάτω.

Αρχικά, η υπόθεση του σαιξπηρικού δράματος πραγματεύεται την τραγική ιστορία του Βασιλιά Ληρ, ο οποίος αποφασίζει να μοιράσει το βασίλειό του στις τρεις κόρες του -τη Γκόνεριλ, τη Ρέγκαν και την Κορντέλια- που πρέπει πρώτα να τον πείσουν για την αγάπη τους. Αφού η Κορντέλια αποκληρώνεται, αρχίζουν να ξετυλίγονται μπροστά μας οι πτυχές της ανθρώπινης φύσης σε μια σειρά από δολοπλοκίες και μαύρα παιχνίδια της εξουσίας, ενώ παράλληλα αναφύονται μέσα από το έργο έννοιες όπως η προδοσία, η εγκατάλειψη, η τρέλα, η αξιοπρέπεια. Παράλληλα, παρακολουθούμε μια παρόμοια οικογενειακή σχέση, αυτή του Κεντ με τους γιους του Έντγκαρ και Έντμοντ. Ο Ληρ βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου και αποτελεί την τραγικότερη μορφή του. Ένας πρώην βασιλιάς-ένας νυν επαίτης, που ζητιανεύει –πέρα από στέγη- τα αυτονόητα: τον σεβασμό, τη φροντίδα και την αγάπη των παιδιών του. Υποφέρει, θαρρεί πως τρελαίνεται, φτάνει μέχρι τον πάτο. Το παραδέχεται κι ο ίδιος προς το τέλος άλλωστε: «Έπεσα πολύ χαμηλά αλλά εγώ τουλάχιστον είχα από κάπου να πέσω.» Η αλαζονεία που λογικά θα χαρακτήριζε έναν βασιλιά, δεν υπάρχει στον δικό μας – παρά μόνο στην αρχή. Αντιθέτως, έχει κατακλύσει τις ψυχές των δύο κόρων του και τις κατατρώει δίχως να τους αφήνει μια μικρή έξοδο διαφυγής προς την αγάπη. Με το που μπαίνει μέσα τους το μικρόβιο της εξουσίας, δεν υπάρχει επιστροφή. 

Όλα τα πιο πάνω χαρακτηριστικά του Ληρ κατάφερε περίτεχνα ο Γιώργος Κιμούλης να ενσωματώσει στη μεστή και εκφραστικότατη ερμηνεία του, που είχε πολλές έντονες και σπαρακτικές στιγμές. Ο εν λόγω ηθοποιός διαθέτει μια επιβλητικότητα που πιστεύω πως ταιριάζει πολύ σε ρόλους βασιλιάδων. Από την αρχή μέχρι και το τέλος, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και μας αποτύπωσε μέσα από το λόγο και την κίνηση την πορεία του ανθρώπου προς την κάθοδο και την πλήρη πτώση. Η Κόρα Καρβούνη ως Γκόνεριλ ήταν απόλυτα αφοσιωμένη στο ρόλο της, γεμάτη πάθος και ζήλο. Στην πολύ καλή ερμηνεία της αποτυπώθηκε η δολοπλοκία και η έπαρση σε όλο της το μεγαλείο, ενώ θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε ως «η προδοσία προσωποποιημένη». Επίσης πάρα πολύ καλή ήταν και η Στεφανία Γουλιώτη που υποδήθηκε την άλλη κόρη, τη Ρέγκαν. Συνεπής στο ρόλο της, εναρμονισμένη με τα χαρακτηριστικά του και ταυτισμένη με τη δολιότητα που αυτός ενέχει. Η Πηνελόπη Τσιλίκα, ως η αποκληρωμένη κόρη Κορντέλια, δεν με εντυπωσίασε τόσο πολύ και ένιωσα πως κάτι έλειπε από την ερμηνεία της. Πολύ καλή η προσπάθεια της, μα πιστεύω πως δεν κατάφερε να κάνει το ρόλο απόλυτα δικό της.

Μεγάλη έκπληξη της βραδιάς υπήρξε ο Αργύρης Πανταζάρας στο ρόλο του Τρελού/γελωτοποιού! Γεμάτος δύναμη, πάθος, έκφραση και έχοντας μια απίστευτη ικανότητα να προσαρμόζεται με κάθε κατάσταση, μπορώ να πω πως ήταν, ομολογουμένως, το ατού της βραδιάς. Ως ο πιστός ακόλουθος του Βασιλιά, μα κυρίως ως το alter ego του, έδωσε μια καταπληκτική ερμηνεία κρατώντας στις πλάτες του όλο το ρυθμό της παράστασης. Πρόκειται για ένα ρόλο πάρα πολύ δύσκολο γιατί η συγκεκριμένη ερμηνεία θα μπορούσε να υποπέσει στην παγίδα της καρικατούρας. Ο Αργύρης, όμως, κατόρθωσε να φέρει εις πέρας όλες τις απαιτήσεις του ρόλου και να κάνει εμφανές σε όλους μας το μεγάλο του ταλέντο.  Ο Γιώργος Γάλλος, ως Κεντ, είχε μία καλή αλλά ψύχραιμη ερμηνεία από την οποία μου έλειψε λίγο η ψυχή. Το ίδιο θα μπορούσα να πω και για τον ρόλο του Έντγκαρ από τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο, που υπήρξε ήρεμος και χωρίς ιδιαίτερη ένταση. Ο Χάρης Τζωρτζάκης, που ενσάρκωσε τον Έντμοντ, υπήρξε παθιασμένος δίνοντας ένα χαρακτηριστικό στίγμα στο ρόλο του. Ύπουλος αλλά και απελπισμένος, φθονερός αλλά και ανασφαλής. Απέδωσε αυτά τα γνωρίσματα, αν και κάποιες φορές έφτανε στην υπερβολή.

Επιστρέφοντας τώρα στη σκηνοθεσία αλλά και στη γενικότερη θεωρία με την οποία προσέγγισε το έργο αυτό ο Tomaz Pandur, έχω να πω τα εξής. Πρόκειται για ένα μεγάλο έργο (ως προς τη λογοτεχνική αξία αλλά και τη διάρκειά του), επομένως μπορώ να κατανοήσω τις δυσκολίες που προκύπτουν. Ο Σλοβένος σκηνοθέτης μας παρουσίασε μία αναθεωρημένη και διασκευασμένη εκδοχή του «Βασιλιά Ληρ», αφήνοντας έξω και προσαρμόζοντας αρκετά επεισόδια του κειμένου, όπως για παράδειγμα την παρουσία και συμβολή των συζύγων των κόρων και τον βαθύ δεσμό του Κεντ με τον Ληρ, αντίστοιχα. Αυτά ίσως να οφείλονται στην οικονομία του χρόνου, οπότε καλώς έπραξε εφόσον η παράσταση διήρκεσε ήδη σχεδόν 3 ώρες. Βέβαια, κάποιος που δεν γνωρίζει το κείμενο δυσκολεύεται λίγο στην κατανόησή του γιατί η ροή της παράστασης δεν είναι καθ’ όλη τη διάρκεια ομαλή. 

Βρήκα τη μοντέρνα προσέγγιση του Pandur επιτυχημένη και εύστοχη, ενώ παράλληλα θεωρώ πως κατόρθωσε να διατηρήσει τα βασικά νοήματα και να φωτίσει την τραγική ανθρώπινη φύση. Έδωσε ένα νέο, φρέσκο αέρα σ΄ένα έργο που μετράει αιώνες και το αντιμετώπισε με πρωτοτυπία, υλοποιώντας τις ρηξικέλευθες ιδέες του και παράλληλα παραμένοντας εντός θέματος. Οι εικόνες που μας έδωσε στην παράσταση αυτή ήταν πολύ δυνατές και έντονες, οδηγώντας την σε ένα άψογο αισθητικό και εικαστικό αποτέλεσμα. Το γυμνό που υπήρξε δεν θεωρώ πως ήταν ατυχής κίνηση. Συγκεκριμένα, πιστεύω πως η σκηνή με τον γυμνό Βασιλιά Ληρ εν μέσω της άγριας θάλασσας ήταν από τις πιο καλές της παράστασης και αποτύπωνε με ακρίβεια τη συναισθηματική απογύμνωση ενός έκπτωτου ανθρώπου (εν πρώτοις) και βασιλιά (κατά δευτέροις). Υπερβολές και άστοχες προσθήκες της σκηνοθεσίας ήταν, κατά τη γνώμη μου, το τραγούδι του γελωτοποιού, η σκηνή του ίδιου με τα τακούνια και τις ζαρτιέρες καθώς και η προβολή εικόνων από σύγχρονα γεγονότα/φαινόμενα μέσω βίντεο. Θα μπορούσαν άνετα αυτά να μείνουν εκτός παράστασης, αφού υπήρχαν ήδη ενσωματωμένα πολλά καινοτόμα στοιχεία.

Τέλος, τα σκηνικά - που αξιοποίησαν όλο τον χώρο που υπήρχε- ήταν εντυπωσιακά και δημιουργούσαν επιβλητικές εικόνες, όπως και τα κοστούμια που απέπνεαν μια σκοτεινότητα. Οι λέξεις-έννοιες που εμφανίζονταν στο βάθος της σκηνής μου άρεσαν ως σκέψη και βοήθησαν στο διαχωρισμό των επεισοδίων. Οι φωτισμοί συνόδευαν κατάλληλα τις κινήσεις των χαρακτήρων και η μουσική έντυνε επακριβώς με ήχους τις πράξεις τους, αν και στα κάποια σημεία που μιλάνε οι ηθοποιοί θα την προτιμούσα σε χαμηλότερη ένταση. Μου άρεσε πολύ η έξυπνη προσθήκη των τριών μικρών κοριτσιών στο έργο, τα οποία άνοιξαν με τρόπο χαριτωμένο το έργο ενώ και στην υπόλοιπη παράσταση έμοιαζαν να ξυπνούν με την αμυδρή παρουσία τους τις μνήμες. Και λέω έξυπνη γιατί αυτό λειτούργησε –σε μένα τουλάχιστον- και ως μία αντίθεση του ευτυχές παρελθόντος με το δύστυχες παρόν. Διέκρινα, επίσης, μία συμμετρία στη σκηνοθεσία του έργου( που υπήρχε στην αρχή, στη μέση και στο τέλος της παράστασης) γεγονός που προσωπικά με εντυπωσίασε.

Συνοψίζοντας, θα έλεγα πως παρακολούθησα μία πολύ καλή παράσταση βασισμένη σε μια διαφορετική διασκευή του σαιξπηρικού έργου, που είχε τελικά πολλά θετικά στοιχεία, όμορφο εικαστικό αποτέλεσμα και αξιοπρεπείς ερμηνείες.

Πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε εδώ

Αξιολόγηση Θεατρικής Παράστασης
Βαθμός Παράστασης
6,0 / 10 (σε 1 αξιολογήσεις)
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα