Το βίντεο κλαμπ του Mix Grill #3: Barton Fink

Ανάμεσα στον Παράδεισο και την Κόλαση υπάρχει πάντα το Hollywood! Οι συντάκτες μας σχολιάζουν την ταινία των αδερφών Coen από το 1991.
Διαβάστηκε φορες
Οι συντάκτες μας σκαλίζουν τα ράφια του βίντεο κλαμπ της γειτονιάς τους ή το σκληρό τους δίσκο, ξεδιαλέγουν μια ταινία που μπορεί να προέρχεται από το μακρινό ή πρόσφατο παρελθόν, τη βλέπουν παρέα και τη συζητούν. Η στήλη προσπαθεί να συμπυκνώσει όσα νιώσαμε και σκεφτήκαμε κατά τη διάρκεια της προβολής και άλλα τόσα που πήραμε μαζί μας "φεύγοντας από την αίθουσα".

Η τρίτη ταινία που διαλέξαμε είναι το "Barton Fink" των αδερφών Coen, που συνοδεύτηκε από την πρώτη τους μεγάλη καλλιτεχνική αναγνώριση, κερδίζοντας τις τρεις κυριότερες κατηγορίες στο φεστιβάλ των Καννών του 1991: το Χρυσό Φοίνικα Καλύτερης Ταινίας, το βραβείο Σκηνοθεσίας και το βραβείο A' Ανδρικού Ρόλου για τον John Turturro. Στα Όσκαρ έλαβε τρεις υποψηφιότητες για Β' Ανδρικό Ρόλο (John Goodman), Κοστούμια και Σκηνογραφία.

Barton Fink
Έτος παραγωγής: 1991
Διάρκεια: 116'
Σκηνοθεσία και σενάριο: Joel και Ethan Coen
Πρωταγωνιστούν: John Turturro, John Goodman, Michael Lerner, Judy Davis
Βαθμολογία imdb: 7.7/10
Βαθμολογία mixgrill: 7.6/10



Οι αδερφοί Coen, Joel και Ethan, είναι κάπως μυστήριοι τύποι, εδώ που τα λέμε. Χρηματοδοτούν, γράφουν, σκηνοθετούν και κάνουν το μοντάζ οι ίδιοι στις ταινίες τους (ενίοτε δε χρησιμοποιώντας την περσόνα του Roderick Jaynes, ο οποίος, παρότι δεν υπάρχει, είχε μπει στη λίστα με τους 50 εξυπνότερους ανθρώπους του Hollywood και είχε προταθεί για Όσκαρ το 1997).

Στο "Barton Fink", που τοποθετείται χρονικά στο 1941, ένας θεατρικός συγγραφέας (John Turturro) με όραμα να κάνει τη διαφορά με τα έργα του -κάτι που για τον ίδιον ορίζει την αληθινή επιτυχία- αποφασίζει να δεχτεί την πρόταση μιας εταιρείας παραγωγής ταινιών του Holywood. Μετακομίζει, λοιπόν, από τη λαϊκή Νέα Υόρκη στο πλούσιο Λος Άντζελες και αναλαμβάνει να ετοιμάσει το σενάριο για μια ταινία μποξ. Η έμπνευση, ωστόσο, έρχεται δύσκολα. Ο συγγραφέας μας έχει κάνει όμως την κατάλληλη επιλογή ξενοδοχείου, καθώς παρότι βρίσκεται στην πόλη των Αγγέλων, επέλεξε να μείνει σε ένα ξενοδοχείο βγαλμένο από καφκικό εφιάλτη. Βέβαια κι ο Εωσφόρος ως άγγελος ξεκίνησε, οπότε και το ξενοδοχείο δεν είναι διόλου αταίριαστο κομμάτι στο παζλ της πόλης. Το Hotel Earle είναι το ιδανικό μέρος για να αποκτήσεις ερεθίσματα. Κι αν αυτά δεν έρχονται από τους ανύπαρκτους μόνιμους ενοίκους του, θα έρθουν από το διαχυτικό γείτονά του Charlie (John Goodman), τον ρεσεψιονίστ-γκρουμ Chet (Steve Buscemi), το απολιθωμένο αγόρι (τρόπος του λέγειν) του ασανσέρ, τις ταπετσαρίες που ξεκολλάνε, τους σωλήνες που τρίζουν ή… μια φωτογραφία στον τοίχο.



Κι ενώ ο παραγωγός του Jack Lipnick (Michael Lerner) αρχίζει και προβληματίζεται από τη δυστοκία του, ο Barton γνωρίζει το διάσημο σεναριογράφο W.P. Mayhew (John Mahoney) και γοητεύεται από τη γραμματέα του, Audrey Taylor (Judy Davis). Όταν οι προθεσμίες για την παράδοση της πρώτης γραφής του σεναρίου στενεύουν, προστρέχει για βοήθεια στην Audrey, η οποία αποδεικνύεται ότι είχε δημιουργήσει τα έργα και όλο το μύθο του Mayhew. Τη βραδιά που η Audrey επισκέπτεται το δωμάτιο του Barton όλα αλλάζουν. Το πρωί βρίσκεται δολοφονημένη και ο ταραγμένος και ανήξερος Barton ζητάει τη βοήθεια του Charlie για να ξεφορτωθεί το πτώμα. Η συνέχεια εμπλέκει την αστυνομία που διεξάγει έρευνα, τον Charlie που είναι λίγο πιο τρελούτσικος απ' όσο δείχνει με την πρώτη ματιά και, βέβαια, αυτή τη ρημάδα την έμπνευση.

Ακολουθεί το τρέιλερ της ταινίας και τα σχόλια των συντακτών μας:



[γράφει ο Ραφαήλ Αντωνιάδης]

Το αριστουργηματικό για πολλούς "Barton Fink" κατάφερε να μου δημιουργήσει τρομακτικά πολλά ερωτήματα. Από το "για ποιον λόγο ξεκολλούσαν άραγε οι ταπετσαρίες;" μέχρι το "τι να κρύβεται μέσα στο μυστήριο κουτί του Barton;", με καθένα να αποτελεί μια πολύ μικρή λεπτομέρεια. Όταν όμως οι λεπτομέρειες που συλλέγεις στο τέλος είναι τόσες που σε κάνουν να σκέφτεσαι για ώρες, χωρίς ωστόσο να μπορείς να δώσεις με απόλυτη σιγουριά μια απάντηση, πιθανότατα τα πράγματα είναι αρκετά σοβαρά. Για παράδειγμα, το ότι εν μέσω ενός παγκοσμίου πολέμου, ο Εβραίος ήρωάς μας γίνεται περίγελος ενός Ιταλού ντετέκτιβ (Mastrionotti) και του Γερμανού συνεργάτη του (Deutsch), ενώ στη συνέχεια το αφεντικό του σε ρόλο στρατηγού του ανακοινώνει πως θα τον "σβήσει από το χάρτη". Μας δείχνει άραγε πως παντού γύρω μας υπάρχει φασισμός σε διαφορετικές μορφές; Ή μήπως τελικά όλα αυτά ήταν ένα τέχνασμα των Coen για να μας καταστρέψουν τον εγκέφαλο; Πιθανότατα να μην πάρουμε ποτέ απάντηση σε αυτό, καθώς και σε όλα τα υπόλοιπα.

Το μόνο σίγουρο είναι πως τα μυστήρια που κρύβονται πίσω από την πλοκή αρκούν από μόνα τους για να σε κρατήσουν αφοσιωμένο για δύο (τουλάχιστον) ώρες. Πόσο μάλλον αν συνυπολογιστούν και οι πάρα πολύ καλές ερμηνείες των John Turturro, John Goodman και του "δυναμίτη" Michael Lerner στην αψεγάδιαστη σκηνοθεσία των αδερφών Coen.



[γράφει η Αντωνία Κουμαντάνη]

Το "Barton Fink" θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως μία μαύρη κωμωδία για τη ζωή του νου. Είναι ουσιαστικά μία ταινία για το φραγμό του συγγραφέα (γράφτηκε όταν οι ίδιοι οι αδερφοί Coen πάλευαν με τη συγγραφή του "Miller's Crossing"), για τον εκφασισμό απέναντι στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την καλλιτεχνική συνείδηση. Μέσα από τα σουρεαλιστικά σκηνοθετικά τους τρικ, οι αδερφοί Coen αναδεικνύουν την κόντρα ανάμεσα στον κόσμο του Hollywood με αυτόν του Broadway.

Οι καλύτερες ερμηνείες για μένα: Ξεκάθαρα την πρωτιά καταλαμβάνει ο Michael Lerner στο ρόλο του παραγωγού. Απολαυστικά κωμικός, χειμαρρώδης, άξεστος και με ύφος συνταγματάρχη, ο Lerner κλέβει την παράσταση. Ακολουθεί βεβαίως ο John Turturro, ο οποίος ως Barton Fink κατάφερε να με πείσει. Με την ερμηνεία του κατάλαβα πόσο δύσκολο ρόλο είχε να επιτελέσει, καθώς και πόσο δύσκολη μπορεί να είναι η ζωή ενός συγγραφέα –τόσο αληθινή μα και τόσο σκοτεινή. Ο John Goodman, ως ο ιδιόρρυθμος γείτονας του Barton ήταν αρκετά καλός.

Το "Barton Fink" είναι μία πολυδιάστατη ταινία, με τόσα πολλά μηνύματα, που παρά τη πληθώρα των σουρεαλιστικών της στοιχείων, επιτρέπει στο θεατή να την ερμηνεύσει με ποικίλους τρόπους. Τίποτα δεν είναι τυχαίο μέσα στη ταινία. Όλα έχουν τη σημασία τους!



[γράφει η Ελένη Ζαρκάδα]

Η  ταινία μάς εισάγει σε έναν κόσμο αρκετά ιδιόρρυθμο, τον οποίο –εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας και τους καλλιτέχνες– καλό θα ήταν να προσεγγίσουμε εξ αρχής σουρεαλιστικά. Οι συμβολισμοί είναι ποικίλοι: ο παλιός εαυτός που ξεφλουδίζει σαν την ταπετσαρία του τοίχου για να επιτρέψει στον νέο να επιβιώσει, η επανάληψη της εικόνας των κυμάτων που σκάνε στον βράχο όπως οι δυσκολίες πάνω στις οποίες πέφτει ο συγγραφέας. Η αλλαγή του φωτισμού αμέσως μετά τη δολοφονία της Audrey Taylor ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα της ταινίας, που μπορεί να επιδέχεται πολλές και διαφορετικές ερμηνείες. Εάν ψάξεις να βρεις ποιος ήταν ο δολοφόνος, θα χάσεις το νόημα. Γιατί οι αδερφοί Coen δεν επιθυμούν να μας δώσουν απλώς μια καλά μασημένη ιστορία, αλλά περισσότερο μια ιστορία–τροφή για σκέψη. Ο κόσμος των καλλιτεχνών είναι ένας κόσμος σε μεγάλο βαθμό απροσπέλαστος, του οποίου ένα μικρό μόνο κομμάτι έχουμε την ευκαιρία να αντικρίζουμε.

Με το "Barton Fink" βιώσαμε για λίγο τα άγχη, τις δυσκολίες, την κόντρα με τον εαυτό και τις αξίες και μας μεταφέρθηκε το κλίμα που επικρατεί κατά την καλλιτεχνική δημιουργία. Ξεχώρισα την ερμηνεία του John Goodman ως Charlie, ενώ στιγμές γέλιου μου χάρισε ο Michael Lerner ως παραγωγός ταινιών.



[γράφει η Ηρώ Μαούνη]

Το "Barton Fink" ήταν η πρώτη ταινία των αδελφών Coen που είδα, επομένως δεν είμαι καθόλου μυημένη στο κινηματογραφικό τους στυλ (το περίφημο coenesque). Αν και την είδα εύκολα, συνειδητοποίησα πόσο βαθιά είναι τα νοήματα και οι συμβολισμοί της, ώστε απαιτούν να τη δει κανείς παραπάνω από μία φορά για να τα καταλάβει, χωρίς να είναι βέβαιο πως θα τα αφουγκραστεί όλα. Έτσι και εγώ, με πολλές αμφιβολίες ή και απορίες, ξεχώρισα αρχικά την αξιοπρόσεκτη σκηνοθεσία. Από τα πρώτα λεπτά, γίνεται σαφές πως οι Coen δίνουν βάση στο καθετί. Όλες οι εικόνες, οι ήχοι και οι διάλογοι είναι πολυσήμαντοι. Ξεχώρισα τις εικόνες με τη θάλασσα και διέκρινα την αντίθεσή της με τη φωτιά στο ξενοδοχείο. Ο πρωταγωνιστής, Barton Fink, είναι ένας άνθρωπος του θεάτρου, κυνικός και με στόχο να ποιήσει θέατρο για τον απλό κοσμάκη και έρχεται σε αντιδιαστολή με το λιγότερο ποιοτικό Hollywood, το οποίο όμως θα κληθεί να υπηρετήσει. Ο γείτονάς του, Charlie, συμβολίζει τον απλό άνθρωπο, τον οποίο ο Barton θαυμάζει για την αυθεντικότητά του, μιας και πιστεύει πως σε αυτόν βρίσκεται η αλήθεια. Άλλωστε "μπορείς να βοηθήσεις αν μείνεις ο εαυτός σου", θα του πει. Η βαλίτσα που θα δώσει στον Barton, αν και δεν αποκαλύπτεται ποτέ το περιεχόμενό της (κάτι παρόμοιο με το "Pulp Fiction") λογικά περιέχει το κεφάλι της Audrey, ενώ δεν θεωρώ απίθανο ο σίριαλ killer Charlie να σκότωσε και την οικογένεια του Barton. Στον αέρα παραμένει και κάποια πιθανότητα ομοφυλοφιλικής σχέση των δύο γειτόνων. Ακόμη, τέθηκαν ζητήματα για τη μοναξιά και τις ανθρώπινες σχέσεις, καθώς και τους πνευματικούς ανθρώπους και τον πόνο και την ασημαντότητα που νιώθουν χωρίς έμπνευση. "Ὀλοι οι ασυμβίβαστοι καταλήγουν στην άνυδρη αυτή γη...".

Για κάποιο λόγο, ο υπέροχος στο ρόλο του John Turturro μού θύμισε το Δημήτρη Χορν, στα μάτια και το βλέμμα του... Ίσως άτοπο, αλλά το αισθάνθηκα κάποιες στιγμές.



[γράφει η Παναγιώτα Κλεάνθους]

Μια σουρεαλιστική ταινία που κινείται ανάμεσα στα όρια του πραγματικού και του φανταστικού, με γεγονότα και καταστάσεις που πασχίζεις να εξηγήσεις αλλά συνειδητοποιείς ότι δεν μπορείς. Σε αυτήν ακριβώς τη συνειδητοποίηση έγκειται η ομορφιά της, που κάνει τα περίεργα και αναπάντητα ερωτήματα να στροβιλίζονται στο μυαλό σου κατά τη διάρκεια της ταινίας αλλά και μετά το τέλος της. Η ταινία δε θα έλεγες ότι είναι μπερδεμένη, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράξενο. Ίσα ίσα που έχει αρχή, μέση και τέλος. Έχει μια ροή διανθισμένη με ευφάνταστα στοιχεία, που κάνουν το μυαλό άλλοτε να σταματάει κι άλλοτε να τρέχει με ταχύτητα φωτός: όπως ακριβώς, δηλαδή, συμβαίνει και με το μυαλό του πρωταγωνιστή. Οι αδελφοί Coen σε παίρνουν ανυποψίαστα απ’ το χέρι και σε βάζουν μέσα στο κεφάλι του Barton Fink, που απεγνωσμένα κυνηγά σαν τρελός (σαν;;!) μια χαραμάδα έμπνευσης.

Το κουτί, ο φόνος, η ταπετσαρία, η ζέστη και το κάδρο με την κοπέλα στον τοίχο. Πραγματικότητα ή περίεργα παιχνίδια του νου; Μα κυρίως ο γείτονας: υπάρχουν όντως δύο χαρακτήρες ή πρόκειται για το ίδιο άτομο και το alter ego του; Βέβαια, όσο κι αν το θέμα της ταινίας τείνει να επισκιαστεί από τα αινιγματικά στοιχεία, δεν μπορούμε να μη σταθούμε σε βασικά νοήματα του σεναρίου, μιας και οι αδελφοί Coen δεν αφήνουν να υπερισχύσει το ένα έναντι του άλλου –αντιθέτως κρατούν μια ισορροπία. Η προσωπικότητα που θυσιάζεται στο βωμό της μεγάλης βιομηχανίας του Hollywood, το πνευματικό αδιέξοδο του δημιουργού, η διασημότητα και η ίδια η έμπνευση ως μια έννοια άπιαστη που χάνεται, γεννιέται, αλλάζει μορφές και πολλές φορές γίνεται –σε επικίνδυνο σημείο– ένα με τον ίδιο τον άνθρωπο.



Οι σκοτεινές εικόνες του ξενοδοχείου δημιουργούν ένα περιβάλλον μυστηριώδες και σχεδόν αποπνικτικό που ταιριάζει απόλυτα στο παγιδευμένο μυαλό του πρωταγωνιστή. Όλο αυτό έρχεται σε αντίθεση με την τελευταία σκηνή της ταινίας όπου το φως και η θάλασσα φέρνουν –μαζί με το ζωντάνεμα, φυσικά, της φωτογραφίας του κάδρου– τον απεγκλωβισμό, την ελευθερία, την κάθαρση, αλλά και τον μεγαλύτερο ίσως προβληματισμό της ταινίας.

Οι αδελφοί Coen έδωσαν στην ταινία τους μια κωμική χροιά, μέσα από τον φτασμένο, μα αλκοολικό, συγγραφέα W. P. Mayhew, καθώς και τον διευθυντή παραγωγής Jack Lipnick, χαρακτήρες που γίνονται συμπαθέστατοι και προσφέρουν στιγμές γέλιου. Την έντυσαν, όμως, και με δυνατές σκηνές, όπως είναι εκείνη του φλεγόμενου ξενοδοχείου με τον γείτονα να προβάλλει μέσα απ’ τις φωτιές. Τέλος, πολύ καλές υπήρξαν οι ερμηνείες των John Turturro  και John Goodman, αλλά και της Judy Davis που έδωσε τη γυναικεία νότα.

Πάντως, μία δεύτερη θέαση τη χρειάζεται η συγκεκριμένη ταινία.



[γράφει ο Ορέστης Καζασίδης]

Είχα πάντοτε στο μυαλό μου τη συγκεκριμένη ταινία ως το ιδανικό φαβορί για να αναδειχθεί η αγαπημένη των φαν των αδερφών Coen. Όταν την είχα πρωτοδεί –σε τρυφερή ηλικία– δεν πολυκατάλαβα τι γινόταν, εντυπωσιάστηκα ωστόσο από τους γρίφους που στήνει χωρίς να σου παρέχει τα εργαλεία και πολύ περισσότερο το κίνητρο για να τους επιλύσεις. Μια δεκαετία και βάλε μετά, την παρακολούθησα με προσήλωση και θαυμασμό και κατέληξα λίγο-πολύ στα ίδια συμπεράσματα. Η υπόθεση είναι προσχηματική και η εξέλιξή της πιο γραμμική απ’ ό,τι φαίνεται με την πρώτη ματιά.

Η ταινία βρίθει συμβόλων που αναζητούν συμβολισμούς. Για παράδειγμα, αυτή η φωτογραφία της κοπέλας μπροστά στη θάλασσα μπορεί να είναι το μεγαλύτερο τρικ των Coen, αλλά τελικά γίνεται η αφορμή και η αιτία συνάμα για την ύπαρξη της ταινίας. Ο Barton ξεδιπλώνει στο έργο του την εσωτερική του διαμάχη, ακριβώς όπως του ζητήθηκε, ως μια ταινία πάλης, μποξ. Η ιδιοφυΐα του και οι ανασφάλειές του για τη συγγραφική του ανεπάρκεια, ο καταπιεσμένος ψυχισμός του από την οικογένειά του και την προβληματική σχέση του με τις γυναίκες, η προδιάθεσή του στον αλκοολισμό και το έγκλημα, η ροπή του προς το φασισμό παρά τις αριστερές καταβολές του. Όλες οι εκφάνσεις της προσωπικότητάς του καθρεφτίζονται με μεταβαλλόμενη ένταση στους χαρακτήρες που τον πλαισιώνουν, οι οποίοι –διόλου τυχαία– διαφοροποιούν τη συμπεριφορά τους ανάλογα με τις περιστάσεις. Για παράδειγμα, η γραμματέας και ερωμένη του ινδάλματός του πέφτει πολύ εύκολα στο κρεβάτι του, παρά την αρχική της κατηγορηματική άρνηση στο φλερτ του. Ή ο γείτονάς του, ο μοναδικός ένοικος του ξενοδοχείου που θα γνωρίσουμε, αυτός ο απίθανος τύπος ο Charlie, πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο του Barton άλλοτε με υπερβολική άνεση, άλλοτε με διστακτικότητα. Όλοι δείχνουν να επιτελούν ιδανικά το ρόλο τους και να κινούνται προσεκτικά, αλλά όχι πάντοτε “λογικά”, ως δημιουργήματα της καλπάζουσας φαντασίας του Barton.



Όπως στις περισσότερες ταινίες των Coen, αναδεικνύεται επίσης η διακριτική γοητεία των δεύτερων χαρακτήρων. Ο Steve Buscemi ως Chet σε υποψιάζει και σου κεντρίζει το ενδιαφέρον, περισσότερο γιατί γνωρίζεις πώς εξελίχθηκε η συνεργασία του με τους σκηνοθέτες.Ο Michael Lerner απογειώνει το ρόλο του παραγωγού με πάθος, αποφασιστικότητα και την απαιτούμενη πυγμή. Ή μάλλον περίπου, μιας και στη κορυφαία του στιγμή, εκεί που περιμένεις ότι θα διαολοστείλει τον Barton που εμφανίζεται μπροστά του για να του πουλήσει τα παραμύθια του, αυτός τού φιλάει τα παπούτσια ως ένδειξη απόλυτης εμπιστοσύνης και σεβασμού στον καλλιτέχνη. Μια σκηνή που σίγουρα θα παίζει στα όνειρα πολλών καλλιτεχνών! Ακόμη, οι ντετέκτιβ Mastrionotti και Deutsch παίρνουν τη θέση τους στο πάνθεον των χαρακτήρων αστυνομικών που έχουν δημιουργήσει οι Coen, δίνοντάς τους συχνά πρωταγωνιστικό ρόλο (π.χ. "Blood Simple", "Fargo", "No Country for Old Men").

Στην προσωπικά αγαπημένη σκηνή της ταινίας, ο John Goodman εφορμά πάνω στους αστυνομικούς σε ένα φλεγόμενο διάδρομο. Από τις κορυφαίες σκηνοθετικές στιγμές των Coen! Γιατί τελικά ο καλύτερος τρόπος για να αποφορτιστεί μια σκηνή έντασης είναι το χιούμορ.

Και αν μαζί με το πουλί που στην τελευταία σκηνή κάνει τη βουτιά του στη θάλασσα μένουν πολλά ερωτήματα αναπάντητα, δεκάδες σύμβολα μετέωρα και αντικείμενα-φετίχ μυστηριώδη, αυτή είναι η γοητεία τους. Και ο κυριότερος λόγος για να ξαναδείς την ταινία!



[γράφει η Ελένη Σουλιώτη]

Πέρα από προφανή ζητήματα, όπως η διαδικασία συγγραφής ενός έργου και η κουλτούρα του χώρου παραγωγής ταινιών, πιστεύω πως αρκετοί συμβολισμοί του έργου αναφέρονται στην άνοδο του Ναζισμού εκείνη την εποχή. Ένας αναποτελεσματικός διανοούμενος της αριστερής πτέρυγας που πουλιέται για τα χρήματα και τη δόξα, πείθοντας στον εαυτό του πως κάνει το σωστό, που νομίζει πως καταλαβαίνει τον μέσο άνθρωπο, αλλά στην πραγματικότητα δεν τον καταλαβαίνει. Έτσι ακριβώς και για το μέσο άνθρωπο της εποχής ο Ναζισμός είχε σαγηνευτικό πρόσωπο. Ο γείτονάς του, ένας κανονικός άνθρωπος που πουλάει ασφάλειες –ή όπως λέει "peace of mind"–, το στήριγμά του σ' ένα ξένο περιβάλλον, είναι απλά ένα ανθρωπόμορφο τέρας. Μέχρι ν' αποκαλυφθεί φυσικά και να έρθει το Ολοκαύτωμα –η φωτιά στο ξενοδοχείο.



Ανάμεσα σε πάρα πολλές συμβολικές σκηνές και φράσεις ξεχώρισα:

-Το ξενοδοχείο Hotel Earle είναι η Κόλαση (Hotel Hell): Ο ρεσεψιονίστ στην αρχή είναι σα να πετάγεται από υπόγειο και στο ασανσέρ ακούγεται ο αριθμός 6 τρεις φορές.
-Το ξενοδοχείο είναι γεμάτο μόνιμους κατοίκους (κρίνοντας από τα παπούτσια στις πόρτες), αλλά δε βλέπουμε κανέναν. Επίσης, η υπηρεσία γυαλίσματος παπουτσιών παρέχεται μόνο για τους μόνιμους κατοίκους. Μα γιατί γυάλισμα παπουτσιών και όχι κάτι άλλο;
-Ο Charlie έχει μόλυνση στο αυτί. Την πρώτη φορά βλέπουμε πως υποφέρει το δεξί του αυτί, αλλά στο τέλος τρέχει υγρό από το αριστερό, ενώ την ίδια στιγμή μαλώνει το Barton πως δε τον ακούει. Προφανώς είτε δεξιός, είτε αριστερός, δεν έχει διαφορά. Τελικά ποιος δεν ακούει και ποιος δε μπορεί ν' ακούσει (λόγω μόλυνσης);
-Στο φλεγόμενο ξενοδοχείο, ο Charlie σκοτώνει τους αστυνομικούς φωνάζοντας "Κοίταξέ με και θα σου δείξω τη ζωή του μυαλού". Στη συνέχεια, τους χαιρετάει με το "Heil Hitler".
-Πολύ ενδιαφέρουσα η τελευταία σκηνή. Η κοπέλα της φωτογραφίας, το μοναδικό όμορφο πράγμα στο παρακμιακό δωμάτιο του ξενοδοχείου, η έμπνευση του Barton να γράψει κάτι όμορφο, κάτι που εμπνέει τον ίδιο, είναι εκεί μπροστά του με σάρκα και οστά.
Barton:  You're very beautiful. Are you in pictures?
Beauty: Don't be silly.



Αξιολόγηση
Βαθμολογήστε το άρθρο
10,0 / 10 (σε 2 αξιολογήσεις)
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα