Όταν ένας φοιτητής του τμήματος φυσικής παρακολουθεί την παράσταση "Heisenberg"

Μια παράσταση που παρουσιάζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της φυσικής επιστήμης και την ανάγκη για ζωή τον μεσήλικων ανθρώπων στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Διαβάστηκε φορες
Το Θέατρο του Νέου Κόσμου έχει μετατραπεί τα τελευταία χρόνια σε πόλο έλξης καλλιτεχνών που αναζητούν κάτι διαφορετικό από τη θεατρική σκηνή της Αθήνας, παρουσιάζοντας έργα με ολιγομελείς θιάσους, αφαιρετικό στήσιμο και νατουραλιστική σκηνοθεσία. Βασική αιτία που όλα αυτά τα χαρακτηριστικά χωράνε στις τρεις σκηνές του συγκεκριμένου χώρου, αποτελεί σίγουρα η επιλογή σύγχρονων έργων, κειμένων της εποχής μας, δίνοντας αέρα οικειότητας, κατανόησης και συμμετοχής των θεατών στην εκάστοτε παράσταση.


Ένα ακόμη έργο που διαθέτει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά και αυτή τη χρονική περίοδο χαίρει ιδιαίτερης συμπάθειας από το αθηναϊκό κοινό, παράγοντας που μεταφράζεται σε δυσκολία εύρεσης θέσης ακόμη και μία εβδομάδα πριν, αποτελεί το νέο σκηνοθετικό δημιούργημα του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, "Heisenberg". Το κείμενο του  βρετανού συγγραφέα Σάιμον Στήβενς, το οποίο παρουσιάζεται ταυτόχρονα και στο West End του Λονδίνου, μεταφρασμένο από το Μενέλαο Καραντζά, ζωντανεύει μέσα από τις ερμηνείες δύο αν μη τι άλλο γνωστών και αξιοπρόσεκτων ηθοποιών στο καλλιτεχνικό στερέωμα, της Κόρας Καρβούνη και του Περικλή Μουστάκη.

Σε μια σκηνή γεμάτη ξύλινες παλέτες κάθε μήκους και πλάτους, η Τζόρτζι, μια αθυρόστομη, κομψή σαραντάρα που περνάει κρίση ηλικίας, γνωρίζει τον Άλεξ, ένα εβδομηνταπεντάρη χασάπη, άγαμο, άτεκνο, μελαγχολικό και απόλυτα κατατονικό άντρα. Δύο άκρως αντιδιαμετρικοί χαρακτήρες με μόνο κοινό χαρακτηριστικό την εσωτερική τους ανάγκη να ζήσουν λίγο ακόμη τη ζωή τους, θα επιβιβαστούν στην ξύλινη αυτή κατασκευή, θα την αξιοποιήσουν ως κάθισμα, ως σπίτι, ως λόφο, ως παγκάκι, ως κρεβάτι. Πάνω της θα πρωτομιλήσουν, θα κοιταχτούν, θα πειραχτούν, θα συζητήσουν περί ανέμων και υδάτων, θα ερωτευθούν, θα μαλώσουν και τελικά θα ζήσουν για πάντα εκεί. Σ’ αυτή τη φαινομενικά ευτελή κατασκευή, η οποία περισσότερο μοιάζει με σπίτι νομάδων που συνεχώς θέλουν να περιπλανώνται στον κόσμο ή ανθρώπων που συνειδητά επιλέγουν να μην έχουν σκεπή πάνω απ’ τα κεφάλια τους γιατί θέλουν, σαν παιδιά, να παρατηρήσουν για λίγο ακόμη το νυχτερινό ουρανό, ένα ζευγάρι με τριαντατρία χρόνια διαφορά συμπεριφέρεται σαν εφηβικό ζευγαράκι, γεμάτο όνειρα, σκέψεις και προσδοκίες. Τέλος, με αρκετές δόσεις φαντασίας, μπορεί κανείς να κοιτάξει τις παλέτες με τα διάφορα ύψη, τα ενδιάμεσα κενά τους και τα ποικίλα σχήματά τους και τελικά να δει μια ολόκληρη πόλη, ένα σύνολο πολυκατοικιών που δεσπόζουν μπροστά στα μάτια των δύο πρωταγωνιστών.



Η ιστορία αρχίζει σε ένα παγκάκι σιδηροδρομικού σταθμού, όπου η Τζόρτζι (Κόρα Καρβούνη) δίνει ένα φευγαλέο φιλί στο σβέρκο του Άλεξ (Περικλή Μουστάκη) και από εκείνη τη στιγμή ξεκινάει ο χρόνος να μετράει υπέρ τους. Με μια τεράστια ηλικιακή διαφορά ανάμεσά τους, οι δύο άνθρωποι συζητούν γνωρίζονται και τελικά χωρίζουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Η Τζόρτζι, όμως, αναζητεί τον Άλεξ και το μικρό χασάπικο για το οποίο της είχε μιλήσει, τον βρίσκει ξανά και η συζήτηση συνεχίζεται από εκεί που την είχαν αφήσει. Τελικά, το αντισυμβατικό αυτό ντουέτο καταλήγει στο κρεβάτι του άντρα να κάνει έρωτα, να μιλά για τη ζωή τους, τα παιδικά τους χρόνια, τις παλιές τους σχέσεις και τα μελλοντικά τους σχέδια. Όπως κάθε σχέση, έτσι και η δική τους σύντομα φτάνει στο χρονικό εκείνο σημείο των πρώτων καβγάδων, αλλά τελικά τα εμπόδια υπερπηδούνται και οι δυο τους, σαν μικροί εξερευνητές του ενήλικου κόσμου, ξεκινούν ένα ταξίδι με σκοπό την αναζήτηση του χαμένου γιού της Τζόρτζι.

Βάσει της ιστορίας των δύο αυτών ανθρώπων, σε γενικό πλαίσιο, δύσκολα κανείς μπορεί να φανταστεί πως η συγκεριμένη παράσταση δεν ήταν καθόλα πετυχημένη. Όμως, δυστυχώς, το πρωταρχικό και μεγάλο, για εμένα, ψεγάδι του έργου πηγάζει στο ίδιο το κείμενό του και εν πολλοίς οφείλεται στην απλοϊκότητα της πλοκής. Η Κόρα Καρβούνη σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ερμηνεία, εμφάνισε με μεγάλη επιτυχία μια γυναίκα που περνάει κρίση ηλικίας και επιζητά διεξόδους απ’ τη ρουτίνα της καθημερινότητας, μέσω του τρόπου με τον οποίο μιλούσε, της περίεργης προφοράς της σε κάποια σημεία, της απόλυτα κομψής και ευθυτενούς φιγούρας της και σίγουρα του περπατήματός της επί σκηνής. Αντιθέτως, ο Περικλής Μουστάκης, αν και έπαιζε το ρόλο του ηλικιωμένου άντρα που περιμένει καρτερικά το θάνατό του, παρουσιάστηκε την ημέρα της παράστασης, αρκετά υποτονικός, ίσως περισσότερο απ’ όσο ο ρόλος χρειαζόταν. Με μια ερμηνεία μονότονη, κουρασμένη και δίχως ιδιαίτερες συναισθηματικές διακυμάνσεις από μεριάς του, η ερμηνευτική τραμπάλα έγερνε εμφανώς προς το μέρος της Κ. Καρβούνη.



Αξιοσημείωτοι ήταν οι ατμοσφαιρικότατοι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, με το σχεδιασμό τους να εμφανίσθηκε γεωμετρικά άρτιος και λεπτομερειακά ακριβής. Απ’ την άλλη πλευρά, η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, για την οποία είχα ακούσει πολλά θετικά σχόλια, μου πέρασε αδιάφορη, πόσο μάλλον όταν η χρήση της κυρίως γινόταν στις αλλαγές σκηνής. Ως προς τη σκηνοθεσία, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος δε θεωρώ πως έχει ευθύνη ως προς την έλλειψη δράσης, τον αργόσυρτο ρυθμό, τις, επί πολλά λεπτά, συζητήσεις των πρωταγωνιστών γύρω από το ίδιο θέμα και την κατατονία που, φαντάζομαι, έτυχε να υποβαθμίσει την απόδοση του Π. Μουστάκη. Βέβαια, για την επιλογή του κειμένου, σίγουρα ο σκηνοθέτης έχει μερίδιο ευθύνης.

Εν κατακλείδι, η παράσταση "Heisenberg", συνολικής διάρκειας περίπου 80 λεπτών, δεν απεικόνισε τα πολυεπίπεδα κοινωνικά νοήματα που δύναται να αφορμηθούν απ’ την αρχή της απροσδιοριστίας του γερμανού φυσικού που την κατανόησε και την κατέγραψε πρώτος. Η εξιστόρηση της ζωής της Τζόρτζι και του Άλεξ προσέγγιζε περισσότερο οικογενειακή συζήτηση στο κυριακάτικο τραπέζι, παρά θεατρική παράσταση του 2017. Πιθανώς, η διαφοροποίηση της συναισθηματικής κατανόησης μιας τέτοιας ιστορίας από το ελληνικό και από το βρετανικό κοινό, να οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο κάθε λαός, με τη δική του, προσωπική κουλτούρα, βιώνει και φαντάζεται τον έρωτα, όπως το ίδιο συμβαίνει και με το χιούμορ. Επομένως, η επιτυχία του έργου στο West End σίγουρα δεν αποτελεί διαπιστευτήριο αποδοχής της από κάθε άλλο κοινό ανά τον κόσμο. Πάντως, η τιμή γενικής εισόδου της παράστασης, σίγουρα θυμίζει κάτι από Αγγλία...

Συντελεστές Παράστασης

Μετάφραση: Μενέλαος Καραντζάς
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Σκηνικά-Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Eπιμέλεια κίνησης: Σεσίλ Μικρούτσικου
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος 
Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης
Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Τσαπάρα
Φωτογραφία: Έφη Γούση
Φωτογραφίες παράστασης: Δομνίκη Μητροπούλου  

Παίζουν οι ηθοποιοί: Κόρα Καρβούνη, Περικλής Μουστάκης 

Κεντρική Σκηνή / Από 03.11.2017 μέχρι 01.04.2018
ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Παραστάσεις : Τετάρτη 21:15, Πέμπτη 21:15,
Σάββατο 21:15, Κυριακή 19:00

Τιμές Εισιτηρίων:
Τετάρτη-Πέμπτη
Κανονικό 14€
Φοιτητικό 12€
Ανέργων 10€

Σάββατο-Κυριακή
Κανονικό 17€
Φοιτητικό / Ανέργων 15€

ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: 85 λεπτά

Διαβάστε ακόμα