Τέρεζ Ρακέν ή Τι θα έκανες για να ξυπνήσεις το θηρίο μέσα σου;

Μία τραγική ιστορία πάθους ξεδιπλώνεται στη σκηνή του θεάτρου Ροές σε σκηνοθεσία Λιλύς Μελεμέ με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Κίτσου.
Διαβάστηκε φορες
Ας αρχίσουμε με ένα δεδομένο: κάθε συνεργασία μεταξύ Λιλλύς Μελεμέ και Μαρίας Κίτσου αποδεικνύεται πως αποτελεί ένα τόσο καλλιτεχνικό όσο και κοσμικό γεγονός στο αθηναϊκό θέατρο. Και σίγουρα όχι άδικα. Μετά την αξέχαστη «Δεσποινίς Τζούλια» πριν τέσσερα χρόνια στο θέατρο Βασιλάκου, η «Τέρεζ Ρακέν» έρχεται να συνεχίσει στα χνάρια του έργου του Στρίμπεργκ, με το ίδιο να κάνει και η πρωταγωνίστριά τους. Στο θέατρο Ροές, λοιπόν, εδώ και περίπου δύο μήνες, πέντε μέρες της εβδομάδας παίζεται το διασκευασμένο αριστούργημα του γάλλου συγγραφέα Εμίλ Ζολά, που όπως και στην εποχή του προκάλεσε ηχηρές αντιδράσεις, έτσι και σήμερα πυροδοτεί πλήθος σχολίων. Βέβαια, σήμερα, εν έτει 2019, ο παράνομος πόθος μίας παντρεμένης γυναίκας και ενός φίλου του συζύγου της, με τον τελευταίο να καταλήγει νεκρός για να ικανοποιηθούν οι δύο εραστές, φαντάζει περισσότερο βγαλμένο από κάποιο αστυνομικό δελτίο ειδήσεων. Πάντως, ένα καθ όλα σύγχρονο έργο, αν και κάπως πολυφορεμένο ως πυρήνας ιστορίας, το οποίο αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της Τέχνης τόσο εξαιτίας της νατουραλιστικής τεχνοτροπίας του όσο και των ψυχολογικών πορτρέτων που εμφανίζουν οι τέσσερις χαρακτήρες, προσελκύει αδιαλείπτως πλήθος κόσμου να το παρακολουθήσει.


Η Τέρεζ Ρακέν (Μαρία Κίτσου) ανήκει στην κατηγορία των γυναικών που υποχρεώνονται να υπάρξουν σ’ ένα περιβάλλον μουντό, υποτονικό και ακραία προστατευτικό. Παντρεμένη με τον ξάδελφό της Καμίλ (Κώστας Βασαρδάνης) και συζώντας μαζί με εκείνον και τη μητέρα του, κυρία Ρακέν (Σοφία Σεϊρλή) βυθίζεται αργά και βασανιστικά σε μιαν άβυσσο μονοτονίας και επανάληψης συνηθειών πληκτικών, με ολική απουσία έρωτα απ’ την καθημερινότητά της. Όλη αυτή την κατάσταση έρχεται να ανατρέψει ο γοητευτικός, παιδικός φίλος του άντρα της, Λοράν (Θανάσης Πατριαρχέας), στου οποίου τα μάτια βλέπει έναν ονειρεμένο πόθο, αλλά κι ένα πρωτόγνωρο ρίσκο. Με τις καταπιεσμένες της ανάγκες να ρέουν στο αίμα της, η Τερέζ αποδέχεται τη μοιραία διαφυγή που της εμφανίζεται φτάνοντας στα άκρα με το Λοράν, δολοφονώντας για να ξεφύγει απ’ το αδιέξοδο και τελικά δίνοντας στη ζωής της ένα σαιξπηρικό τέλος.

Η Λίλλυ Μελεμέ φώτισε μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά με τη βοήθεια της Μελίνας Μάσχα, την αναπαραστατική διάθεση του Ζολά, με τις κατάλληλες, βέβαια, συμβάσεις για να επιτευχθεί αυτό σκηνικά. Ένας και μόνο προβολέας ή μια μικρή μετακίνηση σκηνικών σε μετέφερε απ’ το σπίτι του ζευγαριού, στο γραφείο του συζύγου, σε μια άμαξα, σε μια λίμνη, σε μια βάρκα, στο σπίτι του εραστή και σε διάφορους άλλους τόπους του έργου. Το ψυχολογικό θρίλερ που σχεδιάσθηκε επί σκηνής δεν έχει τίποτα να ζηλέψει ακόμη και από ταινίες του αντίστοιχου είδους. Οι προσωπικότητες των τεσσάρων χαρακτήρων παρουσιάσθηκαν καθαρά τόσο απ’ αυτά που έλεγαν όσο κι απ’ όσα έπρατταν. Το παράλληλο αφηγηματικό κείμενο σε τρίτο πρόσωπο που υπεισερχόταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα, προσέφερε επιπλέον στοιχεία για τη σκιαγράφηση του εσωτερικού κόσμου των ηρώων. Η διασκευή του μυθιστορήματος ήταν τουλάχιστον αριστοτεχνική και απολύτως πιστή στον άξονα του Ζολά.


Ταυτόχρονα, ο σκηνικός χώρος, διαμορφωμένος απ’ τον Κωνσταντίνο Ζαμάνη, πρόσφερε πολλές ευρηματικές λύσεις στους ηθοποιούς, οι οποίοι τον αξιοποίησαν σεμιναριακά. Σχεδόν τίποτα πάνω στη σκηνή δεν έμεινε αχρησιμοποίητο, με τα λίγα πράγματα που δεν αγγίχτηκαν, να ενέχουν σαφέστατο συμβολικό περιεχόμενο. Ο κατάλληλος φωτισμός σε διάφορα σημεία του χώρου δημιουργούσε πότε αισθήματα εγκλεισμού, στασιμότητας και απάθειας, ενώ άλλες στιγμές πάθους, ερωτισμού και φυσικά θανάτου. Η στιγμή της συνειδητοποίησης της παράλυτης, πλέον, κυρίας Ρακέν για το τι συνέβη πραγματικά στο γιό της, έτσι όπως απεικονίστηκε σκηνικά, ήταν τουλάχιστον ένα έργο τέχνης από κάθε άποψη. Η πρωτότυπη μουσική του Μίνου Μάτσα, τέλος, έδενε και συμπύκνωνε όλα τα καλλιτεχνικά κομμάτια σ’ ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον, ακόμη κι αν εμείς βλέπαμε τρεις ανθρώπους να διασκεδάζουν στην εξοχή.

Υπήρξε τουλάχιστον εντυπωσιακός ο σκηνοθετικός φωτισμός του χρόνου που χρειάστηκαν οι δύο παράνομοι εραστές να δώσουν το πρώτο, και τελικά τελευταίο, τους φιλί. Εντυπωσιακός ήταν και ο βραβευμένος με Χορν, Κώστας Βασαρδάνης, ο οποίος απεικόνισε έναν Καμίλ ανάλαφρο, σχεδόν κωμικό, στοιχείο που χαλάρωνε την βαρύτατη ατμόσφαιρα του έργου. Απολαυστικός να τον βλέπεις και αξιομνημόνευτος να τον παρατηρείς όταν έφτασε η ώρα, μετά το θάνατό του, να επιστρέψει, κάπως μεταφυσικά, για να στοιχειώσει τα τη ζωή των δολοφόνων του. Η Μαρία Κίτσου, ενσαρκώνοντας μιαν ηρωίδα σε τέλμα, απέδειξε για ακόμη μια φορά, πόσο πολύ «της πάνε» τέτοιου είδους δραματικά κοστούμια. Η ανατροπή του χαρακτήρα της Τερέζ ήρθε σαν εκπληρωμένος οιωνός να ταράξει τους τρεις παρατηρητές της, αφού το δουλικό κοριτσάκι στρατηγικά σχεδίαζε την επανάστασή της, χωρίς ούτε η ίδια να ξέρει από πριν μέχρι που μπορεί να φτάσει για να αναδιαμορφώσει της ζωή της.


- Σε μισούσα πριν με αγγίξεις.
- Και τώρα με μισείς;
- Ναι. Γιατί μπορεί να σε χάσω


Προσωπικά, αυτή η μικρή στιχομυθία αποτελεί το απόσταγμα της σχέσης των δύο εραστών, αλλά και της πυρηνικής ανάγκης της ηρωίδας να βιώσει κάτι έξω απ’ τη ρουτίνα της. Ακόμη και μ’ έναν άντρα αν μη τι άλλο γοητευτικό, αλλά πιο επιβήτορα για τα γούστα της, ο διακαής της πόθος να ζήσει μιαν άξια συγγραφής, ζωή, ώθησε την Τερέζ στα άκρα, τυφλώνοντάς της με υποσχέσεις και προσδοκίες. Όμως, όταν οι μάσκες έπεσαν με τη δολοφονία του Καμίλ, η τραγική γυναίκα αντίκρισε στα μάτια την αιματοβαμμένη πόρτα που άνοιξαν τα ρίσκα της. Το ζευγάρι εραστών Μαρία Κίτσου - Θανάσης Πατριαρχέας δεν αισθάνθηκα να συνδέθηκαν όσο το έργο επιτάσσει, αλλά οι διάλογοι και οι δράσεις του ήταν τόσο δυνατές που αυτή η υποκειμενική προβληματική καλύφθηκε κάτω απ’ το χαλί.

Εν κατακλείδι, η «Τέρεζ Ρακέν» στο θέατρο Ροές, δεν ξέρω κατά πόσο έχει να πει κάτι σήμερα, σε μια κοινωνία πολύ πιο κυνική και σεξουαλικά απελευθερωμένη από εκείνη της Γαλλίας του 20ου αιώνα. Πάντως, η συνέπεια και η ακρίβεια της παράστασης είναι τουλάχιστον απολαυστικές, ενώ ο νους ταξιδεύει σε τοπία χωρίς καν να χρειαστούν φλύαρες σκηνικές αλλαγές. Οι τέσσερις ηθοποιοί προσεγγίζουν τους ήρωές τους με περίσσεια ευαισθησία, αναδεικνύοντας πλευρές όχι απαραίτητα εμφανείς. Ένα πλήρες καλλιτεχνικό προϊόν θα χαρακτήριζα τη συγκεκριμένη παράσταση και σίγουρα αξίζει προσοχής η αισθητική που προτείνει η Λίλλυ Μελεμέ.




Συντελεστές Παράστασης

Σκηνοθεσία - Διασκευή: Λίλλυ Μελεμέ
Σκηνικό - Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Μουσική σύνθεση: Μίνως Μάτσας
Κίνηση: Μόνικα Κολοκοτρώνη
Σχεδιασμός φωτισμών: Μελίνα Μάσχα
Βοηθοί σκηνοθέτη: Χριστίνα Ματθαίου, Δημήτριος Ψύλλος
Βοηθός σκηνογράφου και ενδυματολόγου: Μαρία Παπαδοπούλου
Ηχογράφηση μουσικής: Δήμητρα Αγραφιώτη
Photos: Ελίνα Γιουνανλή
Graphic design: Δημήτρης Παναγιωτακόπουλος
Video: Ελένη Κατρακαλίδη
Επικοινωνία: Όλγα Παυλάτου

Παίζουν οι:
Τερέζ: Μαρία Κίτσου
Καμίλ: Κώστας Βασαρδάνης
Λοράν: Θανάσης Πατριαρχέας
Κυρία Ρακέν: Σοφία Σεϊρλή

Διαβάστε ακόμα