Τρεις αλλιώτικες αδελφές αποβιβάστηκαν στη Στέγη

Ο Δημήτρης Ξανθόπουλος προσεγγίζει μ' έναν πρωτόγνωρο τρόπο το μνημειώδες και πολυπαιγμένο έργο του Αντόν Τσέχωφ "Οι τρεις αδελφές" στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
Διαβάστηκε φορες
Ο πάντα καυστικός Μαρκ Τουαίην με τα δεκάδες σαρκαστικά προς την κοινωνία αποφθέγματα του, κάποτε είχε πει πως «Κλασσικό θεωρείται το βιβλίο που όλοι μιλούν γι’ αυτό, αλλά κανείς δεν το έχει διαβάσει.». Ο Άντον Τσέχωφ παρουσιάζει το 1900 στο κοινό της Ρωσίας το περίφημο τετράπρακτο θεατρικό του δράμα «Οι τρεις αδελφές» και ένα χρόνο αργότερα, ο Κονσταντίν Στανισλάφκι ανεβάζει στο θέατρο Τέχνης της Μόσχας το συγκεκριμένο έργο με τη σύζυγό του, Όλγα Κνίπερ στο ρόλο της μίας απ’ τις τρεις αδελφές. Στο πέρασμα των χρόνων, οι Όλγα, Μάσα και Ιρίνα θα μετατραπούν σε σύμβολα όλων εκείνων των ανθρώπων που προσμένουν και αδημονούν για την αλλαγή, αλλά, τελικά, ο χρόνος, βίαιος και αμείλικτος όπως είναι, μόνο στασιμότητα τους προσφέρει, εξαφανίζοντας κάθε ελπίδα για την πολυπόθητη Εδέμ. Σε μία πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα προσέγγιση του μνημειώδους και βαθύτατα υπαρξιακού αυτού έργου, ο Δημήτρης Ξανθόπουλος, ο οποίος συνυπογράφει και τη μετάφραση του έργου, μαζί με τον Αλέξη Καλοφωλιά, δημιούργησε ένα καλλιτεχνικό που δεν πρόσφερε σε καμία περίπτωση την επιλογή «μέτριο» ως πιθανή αξιολόγηση απ’ το κοινό του. Η πόλωση των θεατών σίγουρα αποτελεί επιτυχία για ποικίλους λόγους, στοιχείο απόλυτα εναρμονισμένο στο χαρακτήρα που κρατάει η Στέγη γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος τα τελευταία χρόνια.



Η πλοκή ξεκινάει λίγο καιρό μετά το θάνατο του πατέρα των τριών πρωταγωνιστριών, Όλγας, Μάσας και Ιρίνας, καθώς και του μεγάλου τους αδελφού Αντρέι. Τα τέσσερα παιδιά έχουν εγκλωβιστεί σε μια επαρχιακή πόλη της Ρωσίας και όνειρο των τριών κοριτσιών είναι να μετακομίσουν και πάλι στη Μόσχα, απ’ όπου κι έφυγαν λόγω των στρατιωτικών καθηκόντων του πατέρα τους. Βέβαια, με τα παιδιά πλέον να έχουν μεγαλώσει, να έχουν βρει δουλειές και να έχουν παντρευτεί ή αρραβωνιαστεί, η αλλαγή που επιζητούν και οι τρεις φαντάζει άπιαστο όνειρο. Η απουσία διασκεδάσεων, η νωθρή ζωή στη επαρχία και η έλλειψη ευκαιριών για νέες ασχολίες κατατρώει τις τρεις αδελφές, ελπίζοντας η κάθε μία ξεχωριστά, αλλά και οι τρεις μαζί ταυτόχρονα, πως κάποιος θα εμφανιστεί, έστω ένας δυνάμει γαμπρός, να τις οδηγήσει στον ονειρικό τους προορισμό.

Τα κουστούμια όπως και το σκηνικό της παράστασης που επιμελήθηκε η Ελένη Μανωλοπούλου, παρέπεμπαν στην εποχή που διαδραματίζεται το έργο, αν και ταυτόχρονα παρουσίαζαν μία χωρική προοπτική που θύμιζε ένα ατελείωτο τούνελ διακοσμημένο με φώτα καμπαρέ. Οι οκτώ αψίδες που είχαν τοποθετηθεί κατά ελλαττούμενο μέγεθος, οριοθετούσαν τη σκηνή υποδηλώνοντας το εσωτερικό απ’ το εξωτερικό, αφήνοντας ταυτόχρονα την αίσθηση πως η «φυλακή» των τριών αδελφών δεν ήταν το σπίτι τους, απ’ το οποίο ποτέ δεν έβγαιναν, αλλά το ίδιο τους το μυαλό που δεν τους επέτρεπε την ελευθερία. Όταν οι αψίδες βγήκαν απ’ τη σκηνή στο τελευταίο μισάωρο του έργου, τα μάτια μας είχαν συνηθίσει τόσο πολύ την οριοθέτηση που ξαφνικά η σκηνή έμοιαζε γιγάντια. Τα μουσικά μοτίβα του Αλέξη Κουφωλαλιά ενέτειναν την ένταση της αποπνικτικής ατμόσφαιρας του έργου, σαν να παρακολουθούμε κάποια ταινία μυστηρίου. Τέλος, ο φωτισμός του Τάσου Παλαιορούτσα υπήρξε πολύ σημαντικό κομμάτι της παράστασης καθώς ενώ ξεκίνησαν όλα υπέρμετρα φωτεινά, μέχρι το τέλος, τα φώτα έσβηναν σταδιακά, με την τελευταία σκηνή να παίζεται σχεδόν στο ημίφως και τις σκιές του ηθοποιών να κατακλύζουν το χώρο.



Ως προς τη σκηνοθεσία, ο Δημήτρης Ξανθόπουλος επέλεξε να εστιάσει το φακό του στο ίδιο το κείμενο και τα ακόμη και φιλοσοφικά ζητήματα που πραγματεύεται για την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου. Επιλέγοντας μία φόρμα με αρκετά έντονο το στοιχείο της αποστασιοποίησης, ο θεατής δύσκολα μπορούσε να συναισθανθεί τους ρόλους, ενώ ταυτόχρονα η κριτική πάνω στις σκέψεις των χαρακτήρων εντάθηκε. Ο «τέταρτος τοίχος» έσπασε σχεδόν  απ’ την αρχή του έργου, με τον σκηνοθέτη να πετάει το μπαλάκι στο κοινό ή για την ακρίβεια, το κουτί μιας τούρτας. Πολλές στιγμές οι ηθοποιοί φαίνονταν περισσότερο σαν κάποιου είδους μηχανές κι όχι σαν άνθρωποι. Αυτό σίγουρα ξένισε το κοινό που μπορεί να περίμενε να ζήσει το δράμα των τριών αδερφών, αλλά ως τρόπος προσέγγισης εμφανίσθηκε εξαιρετικά ρηξικέλευθος και αρμόζον για το συγκεκριμένο κείμενο. Ούτως ή άλλως, ο ίδιος ο Τσέχωφ, μέσω του ρόλου του Αλεξάντερ Βερσίνιν. που υποδύθηκε ο, για μία ακόμη φορά, εξαιρετικός Αντώνης Μυριαγκός, θέτει ερωτήματα για ένα ευρύ φάσμα της ανθρώπινης ύπαρξης. 

«Ό,τι σήμερα μοιάζει σημαντικό, αύριο θα ξεχαστεί. Και το τραγικό είναι πως ούτε εμείς οι ίδιοι δεν ξέρουμε τι είναι σημαντικό.» ακούστηκε κάποια στιγμή, ίσως σαν ένας εσωτερικός αστεϊσμός του Τσέχωφ, αφού ο ίδιος θεωρούσε πως τα κείμενά του θα άντεχαν γύρω στο μισό αιώνα στο χρόνο, ούτε στιγμή παραπάνω. Ταυτόχρονα, η έννοια της «σημαντικότητας» στις τρεις αδελφές αποτελεί ένα απ’ τα βασικότερα θέματα του κειμένου, καθώς με την Όλγα να ανεβαίνει συνεχώς στην ιεραρχία της κοινότητας που ζουν και την Μάσα να είναι παντρεμένη, άραγε πόσο σημαντικό, τελικά, είναι για τις δύο τους να φύγουν; Βέβαια, η δυστυχία που βιώνει το εκάστοτε άτομο, πολλές φορές δε διακρίνεται άμεσα, παρά μόνο μέσω των σχέσεων που δημιουργεί με τους γύρω του με τον Βερσίνιν ν’ αναρωτιέται «Γιατί, εφόσον είμαστε ικανοί να καταπιαστούμε με το σπουδαίο, στην προσωπική μας ζωή θέτουμε τον πήχη τόσο χαμηλά;». 



Τέλος, θα ήθελα να δώσω ιδιαίτερη έμφαση στην τουλάχιστον αρχιτεκτονικού επιπέδου γεωμετρία που συνέθεσε ο Ξανθόπουλος επί σκηνής μεταξύ των χαρακτήρων του. Ουκ ολίγες φορές, οι τρεις αδελφές αποτέλεσαν τις κορυφές ισοσκελών τριγώνων με εξαιρετική ακρίβεια. Οι χαρακτήρες που διέσχιζαν τη σκηνή εκτελούσαν τέλεια ευθυγραμμισμένες κινήσεις. Οι αποστάσεις των ηθοποιών σχεδόν έμοιαζαν μετρημένες με χάρακα και διαβήτη, με τη συνέπειά τους να παρουσιάζεται άξια συγχαρητηρίων, επιτελώντας στο μέγιστο τα χωρικά μοτίβα του σκηνοθέτη. Σαν κινούμενος πίνακας, σκηνικό και ρόλοι άλλαζαν θέσεις διατηρώντας πάντα απόλυτα αρμονικά πορτραίτα της ίδιας ταινίας. 

Συνοψίζοντας, «Οι τρεις αδελφές» του Δημήτρη Ξανθόπουλου στην κεντρική σκηνή της Στέγης υπήρξαν πρωτότυπες, αισθητικά άρτιες και λεπτομερώς σχεδιασμένες. Η επιλογή της αποστασιοποίησης ως φόρμας στο λόγο του κειμένου ήταν σίγουρα τολμηρή επιλογή που προσωπικά μου κέντρισε ιδιαιτέρως το ενδιαφέρον. Σε καμία περίπτωση το συγκεκριμένο ανέβασμα δεν θύμιζε τις αναρίθμητες κλασσικές εκδοχές που έχουν παρουσιαστεί, κρατώντας ένα αρκετά σύγχρονο στυλ. 




Συντελεστές Παράστασης

Μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς, Δημήτρης Ξανθόπουλος
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Ξανθόπουλος
Σκηνικά & Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Αλέξης Καλοφωλιάς
Επιμέλεια Κίνησης: Βάσω Γιαννακοπούλου
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Βοηθός Σκηνοθέτη: Δήμητρα Μητροπούλου
Οργάνωση Παραγωγής: Ρένα Ανδρεαδάκη

Διανομή:
Αντρέι: Άρης Αρμαγανίδης
Νατάσα: Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου
Όλγα: Μαντώ Γιαννίκου
Μάσα: Αγγελική Παπαθεμελή
Ιρίνα: Καλλιόπη Κανελλοπούλου-Στάμου
Κουλίγκιν: Βασίλης Καραμπούλας
Βερσίνιν: Αντώνης Μυριαγκός
Τούζεμπαχ: Γιώργος Φριντζήλας
Σαλιόνι: Άρης Μπαλής
Τσεμπουτίκιν: Γιώργος Βαλαής
Φεντότικ: Γιώργος Στάμος
Φεραπόντ: Θοδωρής Σκυφτούλης
Ανφίσα: Νικολίτσα Ντρίζη

Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση

Διαβάστε ακόμα