CineGrill: Γονείς της Συμφοράς και Όρμος

Μετά το πρώτο Meet the Parents, μια συμπαθητική κωμωδία με θέμα, χοντρικά, τα πεθερικά, δέκα χρόνια αργότερα, με μια στάση το 2004 όταν ανέβηκαν οι Dustin Hoffman και Barbra Streisand...
Διαβάστηκε φορες



Γονείς της Συμφοράς / Meet the Parents: Little Fockers

    Μετά το πρώτο Meet the Parents, μια συμπαθητική κωμωδία με θέμα, χοντρικά, τα πεθερικά, δέκα χρόνια αργότερα, με μια στάση το 2004 όταν ανέβηκαν οι Dustin Hoffman και Barbra Streisand, το Χόλιγουντ μας σερβίρει το ίδιο πιάτο ξαναζεσταμένο με γελάκια προφανούς σεναριακής μηχανικής. Η απλότητα της πρώτης ταινίας επανακυκλοφορεί αυτή την εβδομάδα ως προχειρογραμμένη, στριμωγμένη κωμωδία με σταχυολογημένα αστειάκια αμερικανικής καλωδιακής.

    Τι φταίει;

    Λιγότερο απ’ όλους ευθύνονται οι ηθοποιοί. Ο Robert de Niro πάλι τα ίδια κάνει, ο Stiller τρώγεται για Focker, η Alba δικαιολογεί κάθε ίντσα της πάνω στο πανί, η Streisand θέλει δεν θέλει δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη ενώ ο Kietel εμφανίζεται ενθαρρυντικά μεν στην αρχή της ταινίας, αλλά σ’ ένα πέρασμα μιάμισης σκηνής ενδεικτικό της αιμορραγίας του φιλμ: πέρασαν τα παιδιά μια βόλτα να βοηθήσουν. Είναι φανερό ότι οι μόνιμοι του πλατό ήταν οι δυο πρωταγωνιστές και οι υπόλοιποι πέρασαν να γυρίσουν εν μέσω άλλων υποχρεώσεων μισές σκηνές στο ίδιο – εύκολο, εδώ που τα λέμε –  μοτίβο των προηγούμενων δύο ταινιών. Την ίδια στιγμή πίσω από τις κάμερες – ή καλύτερα, πολύ νωρίτερα από την πρώτη μέρα των γυρισμάτων – το υπόλοιπο δημιουργικό τμήμα βαρούσε διάλυση: το σενάριο αδέξιο, απλουστευμένο δεδομένης της ευκολίας των ετοιμοπαράδοτων χαρακτήρων από τα προηγούμενα δύο επεισόδια και, κυρίως, ανεπιτυχές ακόμα και ως προς τον τίτλο του (τα παιδιά-εγγόνια δεν εμπλέκονται ποτέ στην ιστορία), σα να λέμε ότι τέσσερα τζιμάνια έβαλαν στη σέντρα τις πένες τους και τα καλύτερα αστεία που βγήκαν ήταν αγγλοσαξονικώς λεκτικά σαν αμήχανο stand-up προ τριακονταετίας ή κάτι ξερατά μωρού στη μούρη του Stiller σε σκηνοθεσία (Paul Weitz – βοηθός American Pie, κάπτεν στο About a Boy) παντελώς αδιάφορη. Πράγματι, δεν περιμένεις πολλά από τον σκηνοθέτη σε μια τέτοια ταινία.

    Γενικά, κανείς δεν ζητά πολλά από τέτοιες ταινίες. Η Οικογένεια Γαμησάκη ποτέ δεν θα αποτελούσε μνημείο του σινεμά. Είναι κρίμα, όμως, που ένα κλασικό σεναριακό μοτίβο (βλ. πεθερικά) με εξαιρετικές προοπτικές εν μέσω ανομβρίας ανάλαφρων φιλμ που ξεπερνούν τις διαχωριστικές χιουμοριστικές δυσαναλογίες διαφορετικών ως προς τα γούστα γενεών, δέκα χρόνια αργότερα απλώς πιάνει βάση στις εξετάσεις και μια θέση στα κυριακάτικα μεσημέρια των τηλεοπτικών σταθμών ως μια ταινία που θυμίζει μια άλλη που της μοιάζει: την πρώτη της τριλογίας.

    Συνοψίζοντας, ένα από τα χαρακτηριστικά αστεία του φιλμ είναι ταυτόχρονα ο κεντρικός κινητήριος άξονας του σεναρίου και ο κόμπος του: Μπορεί ο Γκρεγκ να γίνει αρχηγός της οικογένειας; (μιας και ο παππούς Τζακ έχει προβληματάκια με την καρδιά του και ζυγίζει αν μπορεί να εμπιστευτεί τα ηνία της φαμίλιας στον γαμπρό). Ρωτάει λοιπόν ο Τζακ (Bob de Niro): - Can you be the GodFocker? Το μισό γέλιο, εδώ, ειρωνικό, πηγάζει από το λεκτικό μπαστάρδεμα ή την ανάμνηση του de Niro στο Νονό; Θα δούμε. Στο Meet the Fockers 4.



Ο Όρμος / The Cove

   
Ο περσινός νικητής των Όσκαρ στην κατηγορία του ντοκιμαντέρ, επισκέπτεται τις ελληνικές αίθουσες έτοιμος να προβληματίσει και να ευαισθητοποιήσει. Ένας απλός επισκέπτης του χωριού Ταϊτζί της Ιαπωνίας θα διέκρινε εύκολα την αγάπη των ντόπιων για τα δελφίνια. Θαλάσσια πάρκα, σκάφη στο σχήμα του θηλαστικού και χαρούμενα παιδάκια αγκαλιά με λούτρινα δελφίνια. Ο ελληνικής καταγωγής Λούις Ψυχογιός δημιουργώντας μια ομάδα που μοιάζει λίγο με ροκ μπάντα, λίγο με πεζοναύτες και λίγο με κινηματογραφικό συνεργείο φτάνει στην Ταϊτζι με το βλέμμα του καρφωμένο σ' ένα μικρό όρμο, δίπλα στο δρόμο, όπου κάθε χρόνο χιλιάδες δελφίνια σφαγιάζονται. Στο ταξίδι  αυτό έχει συνοδοιπόρο τον Ρικ Ο' Μπέρι, εκπαιδευτή του πασίγνωστου Φλίπερ. Ο Μπέρι αφού βοήθησε την βιομηχανία του θηλαστικού να ανθίσει άλλαξε ρότα και έγινε ένα ακούραστος ακτιβιστής αφοσιωμένος στην απελευθέρωση και στη διάσωση των δελφινιών. Το καθάριο του βλέμμα εξιστορεί μπροστά στο φακό την τραγωδία πίσω από το θέαμα, την εκμετάλλευση ενός νοήμοντος όντος, την κατάθλιψη, τα ψυχοφάρμακα, τον βιασμό της φύσης.

    Στο ψαροχώρι της Ταϊτζι οι ψαράδες εγκλωβίζουν μεγάλα κοπάδια δελφινιών και αφού πουλήσουν όσες ''μαζορέτες'' μπορούν στα θαλάσσια πάρκα, συγκεντρώνουν τα απομεινάρια στον όρμο όπου το νερά είναι κατακόκκινα και οι ψυχές πάλλονται σε μια προσπάθεια να αποφύγουν το μοιραίο. Η σάρκα του δελφινιού αν και τοξική πωλείται και καταναλώνεται (ακόμα και σε σχολεία) ενώ η ιαπωνική κυβέρνηση, που μετρά 23.000 νεκρά δελφίνια το χρόνο, εξαγοράζει την υποστήριξη μικρών κρατιδίων για να  δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Ο Ψυχογιός θέλει αυτή η κατάσταση να αλλάξει. Φτιάχνει ένα ντοκιμαντέρ που είναι μοιρασμένο μεταξύ ακτιβισμού και έρευνας. Κρύβει κάμερες σε βράχια, μικρόφωνα σε δέντρα και μας επιτρέπει να κοιτάξουμε από την κλειδαρότρυπα. Τα πολλαπλά επίπεδα γεμίζουν τη οθόνη πότε με συνεντεύξεις, πότε με δράση, ενώ μεσότιτλοι συμπληρώνουν το παζλ με στοιχεία. Ένα καταπληκτικό ντοκιμαντέρ που ταράζει την ηρεμία και τη γαλήνη των Χριστουγέννων. Πρέπει οπωσδήποτε να το δείτε.



Από την προηγούμενη εβδομάδα συνεχίζονται:

Ο Λόγος του Βασιλιά (2010)

     Οι ταινίες με βασιλιάδες και πριγκίπισσες συχνά προκαλούν αναγούλα και εκνευρισμό. Μάλλον φταίνε τα πολλά παραμύθια που ακούγαμε μεγαλώνοντας και το σινεμά έχει φροντίσει να μας προσφέρει πολλά τέτοια. Στην προκειμένη βλέπουμε ένα μελλοντικό Βασιλιά που αντιμετωπίζει προβλήματα λόγου. Η γυναίκα του (Helena Bonham Carter) θα κανονίσει ραντεβού με τον ανατρεπτικό λογοθεραπευτή Λάιονελ Λόγκ (Geoffrey Rush). Ο Λόγκ θα γίνει ψυχολόγος, υποστηρικτής, φίλος. Στον μεσοπόλεμο στέφεται Βασιλιάς, ένας βασιλιάς χωρίς λόγο που δεν μπορεί επηρεάσει υπηκόους και εξελίξεις. Σε πρώτο επίπεδο η ταινία μοιάζει να βαδίζει στα πρότυπα ενός γαλαζοαίματου χολιγουντιανού παραμυθιού. Παρ’ όλ’ αυτά ο Tom Hopper κάνει την υπέρβαση αρχικά χρησιμοποιώντας το εξαιρετικό του cast (oscar calling;)  με φουνταριστό τον Colin Firth και δεκάρι τον Geoffry Rush αλλά και με τις παρατηρήσεις-κριτικές του απέναντι στην βαθύτατα υποκριτική σχέση της βασιλικής οικογένειας με την πραγματικότητα. Το ραδιόφωνο, ο λόγος του Χίτλερ (μερικά παραδείγματα) και γενικότερα η ικανότητα που ορίζεται μόνο από το φαίνεσθαι και όχι από το είναι, πνίγουν όποιες αμφιβολίες περί μετριότητας του νοήματος της ταινίας. Μπορεί ο Λόγκ να πείστηκε αλλά εμείς δεν μασάμε. Ο Hopper κριτικάρει την βασιλική οικογένεια ενώ παράλληλα εξυψώνει τον ήρωα και υποστηρίζει τον μύθο. Σίγουρα θα μας απασχολήσει στο μέλλον καθώς η δουλειά του είναι αψεγάδιαστη και ολοκληρωμένη.


Μεγαλοφυής (2010)

    Ο Μεγαλοφυής είναι ο πλέον αποτυχημένος διαβολικός υπέρ-κακός με παιδικό αμπαλάζ, ένας αυτοδίδακτος εγκληματίας, ένας εξωγήινος ορφανός από γονείς. Όταν επιτέλους σκοτώνει τον μπερτοφορεμένο υπέρ-ήρωα Μέτρο Μαν –έστω και κατά λάθος– συνειδητοποιεί πως τώρα πια δεν έχει κανένα σκοπό στη ζωή του, ότι το κακό πλέον δεν έχει αντίπαλο και αφού πρώτα οι σεναριογράφοι πετάξουν 2-3 φορές το γιν-γιανγκ ως τελικό μήνυμα του 3D γεννιέται ο Τάιταν, δημιούργημα του Κακού για να ’χει να παίζει κόντρα στο Καλό. Ο Τάιταν – προς έκπληξη των απανταχού χολιγουντιανόφιλων – αποδεικνύεται περισσότερο άτιμος απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς από τον “καλό” μιας ταινίας. Και ξεκινούν οι τούμπες.

    Μια μέτρια παιδική ταινία από την Dreamworks, χωρίς ιδιαίτερη σεναριακή έμπνευση, εστιασμένη στα εφέ και περισσότερο παιδική απ’ ό,τι μας έχει συνηθίσει η Pixar ή το πρόσφατο Εγώ, ο Απαισιότατος. Συνολικά, το σενάριο πιθανότατα βγήκε από κάποιο συρτάρι όπου περίμενε ξεχασμένο Σώζεται, σχηματικά, από μια αντισυμβατική γελοιοποίηση των σχετικών εννοιών Καλό-Κακό. Ενθαρρυντικό δείγμα μιας γενιάς που έρχεται με φόρα και ίσως στο μέλλον να μασήσει σίδερα. Ενδιαφέρον έχει το πώς οι μικρότερες ηλικίες θα δεξιωθούν τη λειψή ανδρικότητα του κεντρικού χαρακτήρα που ενώ δεν είναι παιδί, παιδιαρίζει, ή εμφανίζει έντονα στοιχεία θηλυπρέπειας. Ίδωμεν. Η Dreamworks, πάντως, δεν έχει φτάσει ακόμη την Pixar.


Tron: Legacy (2010)

Από τα πρώτα κιόλας λεπτά η ταινία καταθέτει ξερά τις προθέσεις της: Αδρεναλίνη γκαζιάρα, πλακώνουν τα τεχνοφουτουριστικά λεντάκια, ξανά μανά καβάλα στην ψηφιακή ροδα, παντιλίκια, ανακάτεμα και κατούρημα γιατί είναι δίωρο και χωρίς νεράκι να ξεχνιέσαι δεν βγαίνει και ψάχνεις τι εννοούν 3d γιατί φοράω γυαλιά καλά τα τεχνολιγούρια θα πεθάνουν στα γέλια με το πασάλειμμα, η μουσική Daft Punk καλή σε ύφος τέκνο αλλά το παρτάκι φορέστε κιτσάτες φορμίτσες φιξαρισμένοι και κάντε εμφάνιση οι αφρισμένοι μπαμπουίνοι μπανίζουν από κάτω μασουλώντας αλατισμένα ποπκορν και βιδωμένοι κοιτιούνται – τι μαλακία ειν’ αυτή ρε; – κάτσε τώρα αφού ήρθαμε. Ο Bridges αξύριστος ξεφτιλίζεται μεταξύ Neo και Μορφέα παίρνει τα ντόλαρς και μην τον είδατε. Μια πονεμένη ιστορία λεπτομέρειες της οποίας θα δημοσιοποιήσουμε μιαν άλλη μέρα.

Επιμέλεια

Ίων Παπασπύρου / Ζήσης Κοκκινίδης

Διαβάστε ακόμα