η απειλή

«Απειλή» ή ο φασισμός κρύβεται στα γαριδάκια

Μια παράσταση που είχε πολλά να πει, μα νικήθηκε από τις αδυναμίες της.
Διαβάστηκε φορες
Τα φώτα ξάφνου ανάβουν. Ένα ζευγάρι μικροαστών εμφανίζεται στο κέντρο της σκηνής του Από Μηχανής Θεάτρου. Τι το εξαιρετικό εμφανίζουν αυτοί οι άνθρωποι; Μάλλον τίποτα. Είναι ένα άκρως συνηθισμένο ζευγάρι, το οποίο ζει απομονωμένο από τον κοινωνικό του περίγυρο, ξοδεύοντας ατελείωτες ώρες στον καναπέ μπρος σε μια αδιάφορη οθόνη τηλεόρασης, παρακολουθώντας με ζήλο επαναλήψεις και σαχλές ειδήσεις, δίχως να αναπτύσσει μια ουσιώδη ή έστω στοιχειώδη μεταξύ του επικοινωνία.

Τη νηνεμία της ημερήσιας ρουτίνας του έρχονται να διαταράξουν οι ένοικοι του διπλανού διαμερίσματος, οι οποίοι, όπως αποκαλύπτεται στην πορεία, είναι άκρως επικίνδυνοι. Ποια απειλή κρύβουν, όμως, οι νέοι γείτονες για τους πρωταγωνιστές μας; Πρωταρχικά, το βρέφος τους αποδεικνύεται ιδιαίτερα φασαριόζικο, ξεσπώντας σε κλάματα τις πιο ακατάλληλες στιγμές της ημέρας, γεγονός ικανό για να εξοργίσει τους ήρωες μας. Η σημαντικότερη απειλή, ωστόσο, που χαρακτηρίζεται και ζωτικής σημασίας είναι πως οι γείτονες είναι αλλοεθνείς. Μπορεί να γνωρίσει κανείς μεγαλύτερη απειλή από το να συνυπάρχει με έναν ξένο;

«Η απειλή», το κείμενο της οποίας έγραψε η Άρτεμης Μουστακλίδου και τιμήθηκε το 2013 από το Υπουργείο Πολιτισμού με το Α' βραβείο Θεατρικού έργου για νέους συγγραφείς, προσπαθεί  να καταδείξει το φαινόμενο της ξενοφοβίας και τις προεκτάσεις αυτής στην ελληνική κοινωνία. Η παράσταση τοποθετεί στο επίκεντρο της δράσης ένα ζεύγος γύρω στα τριάντα πέντε που η εικόνα του θαρρείς πως σου είναι οικεία. Η όψη του σου φέρνει στο μυαλό εικόνες από την καθημερινότητα σου. Στα πρόσωπα του ίσως να αναγνωρίζεις τον εαυτό σου, ίσως πάλι να βλέπεις πως καθρεπτίζεται ένα μέρος της  κοινωνίας που και εσύ αποτελείς λειτουργικό της μέλος.

η απειλή

Βασικός σκοπός του κειμένου, όπως εγώ τον αντιλήφθηκα, ήταν με φόντο το σαλόνι μιας σύγχρονης μεσοαστικής οικογένειας να μιλήσει για το φαινόμενο της ξενοφοβίας, που ήδη από την δεκαετία του '90 πρωτοεμφανίζεται στην ελληνική κοινωνία μαζί με την άφιξη μεταναστευτικών ρευμάτων από τις χώρες του πρώην ανατολικού κομμουνιστικού μπλοκ, για να λάβει από το 2010 και έπειτα μεγαλύτερης έντασης και έκτασης διαστάσεις με την ροή μεταναστών και προσφύγων από χώρες όπως το Πακιστάν, το Ιράκ, το Αφγανιστάν και η Συρία. Αν και επιδιώχθηκε να αναδειχθεί η ηλιθιότητα που υπάρχει πίσω από κάθε ξενοφοβική ρητορική ή πρακτική, τούτο το εγχείρημα δεν υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχημένο. 

Αν αντί των φωνασκιών και της έντονης κινησιολογίας, που σε αρκετές στιγμές έμοιαζε ως μη φυσική, είχε επιλεχθεί να εκτεθούν πιότερο οι ήρωες του έργου, αναλύοντας μας τις ξενοφοβικές τους αντιλήψεις, οι οποίες ήδη από την στιγμή που θα αρθρώνονταν θα κατέρρεαν, καθώς μονάχα ως μωρίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, ίσως το κείμενο να κατάφερνε να εξετάσει σε μεγαλύτερο και πιο επιτυχημένο βαθμό την ξενοφοβία. Μου δόθηκε η εντύπωση πως ενώ η σύλληψη της ιδέας του κειμένου ήταν όμορφη, το περιεχόμενο του έπασχε, προσεγγίζοντας επιδερμικά το ζήτημα. Γεγονός που δεν άφησε τους ηθοποιούς να αναπτύξουν τους χαρακτήρες τους. Ίσως πάλι σκοπός του κειμένου ήταν να  μην πει πολλά δηλώνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο πως δεν χρειάζεται πολλή ιδεολογία (ή σκέψη) για να αναπτύξει κανείς ξενοφοβικές/ρατσιστικές ιδέες παρά μόνο μια τηλεόραση και ένα μπολ γαριδάκια, συστατικά ικανά να συμβάλουν στην αποχαύνωση του ατόμου, που μοιραία μειώνει την ενσυναίσθηση.

Στα θετικά της παράστασης θα εντάξω τη σκηνοθεσία του Γιάννη Λεοντάρη, ο οποίος με λίγα σκηνικά (έναν καναπέ και μια τηλεόραση) μας έβαλε εντός του σύγχρονου ελληνικού σπιτιού. Εξαιρετική ήταν, επίσης, η επιλογή να χτίσει το σπίτι με εκατόν ογδόντα σωσίβια. Είναι εκείνα τα σωσίβια που έφεραν μαζί τους πρόσφυγες από τη Συρία, οι οποίοι πέρασαν τη θάλασσα για να σωθούν, και τα οποία παραχώρησε ο Δήμος Μυτιλήνης για τις ανάγκες της παράστασης. Τα σωσίβια αυτά, ένα τεκμήριο της οδύνης του εξόριστου σώματος του «ξένου», μετατρέπονται σε τοίχους του διαμερίσματος του ζευγαριού. 

Σε γενικές γραμμές η «Απειλή» μπορεί να χαρακτηριστεί μια καλή παράσταση που κρύβει ένα σπουδαίο μήνυμα στο κείμενο της, το οποίο όμως υπερσκιάστηκε από τους έντονους διαπληκτισμούς εντός σκηνής, οι οποίοι προσωπικά με κούρασαν. Παρόλα αυτά, εσείς μπορείτε να κλείσετε μια θέση στην Κάτω Σκηνή του Από Μηχανής Θεάτρου για να σχηματίσετε την δική σας άποψη για την παράσταση!

Συντελεστές Παράστασης
Σκηνοθεσία – ηχητικός σχεδιασμός: Γιάννης Λεοντάρης
Σκηνικά-κοστούμια: Άση Δημητρουλοπούλου
Φωτισμοί: Άγγελος Γουναράς
Βοηθός φωτιστή: Κατερίνα Σακκουλά
Φωτογραφίες/Trailer: Σάκης Αναστασόπουλος
Παίζουν: Αιμιλία Βάλβη, Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Πληροφορίες Παράστασης
Από Μηχανής Θέατρο-Κάτω Σκηνή, Ακαδήμου 13, Μεταξουργείο
Διάρκεια: 75 λεπτά
Ημέρες & Ώρες Παραστάσεων: Κάθε Δευτέρα & Τρίτη στις 18:30
Εισιτήρια: 13€ Κανονικό, 10€ Άνω των 65-Φοιτητικό-Ανέργων-Αμεα, 5€
Aτέλεια

Διαβάστε ακόμα