Radio Free Europe - Γιάννης Νένες

Παλαιότερα υπήρχε ένας μεγαλύτερος σεβασμός στο Ραδιόφωνο και στη Μουσική. Έπρεπε να ξέρεις τι παίζεις, να έχεις κάτι να πεις γι’αυτό. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Διαβάστηκε φορες
Ο Γιάννης Νένες ξεχωρίζει για το ξεχωριστό, εύστοχο ύφος σχολιασμού των μουσικών επιλογών του αλλά και της επικαιρότητας. Η ραδιοφωνική του πορεία ξεκίνησε από τον TOP FM ως δίδυμο με την Μανίνα Ζουμπουλάκη κάποια στιγμή το 1986, για να ακολουθήσει επί σειρά ετών ο ΚΛΙΚ FM και το βραδινό δίωρο 8-10, τότε που ο συγκεκριμένος σταθμός γνώριζε ημέρες δόξας.

Ακολούθησαν ως σταθμοί της ραδιοφωνικής του πορείας ο ΕΝ ΛΕΥΚΩ, ο Capital, ο City, ενώ πρόσφατα ξεκίνησε μία ξεχωριστή σειρά podcasts από το site της Athens voice, στην οποία είναι και αρχισυντάκτης. Το podcast του Πανικοβάλ ανεβαίνει κάθε Παρασκευή στο www.athensvoice.gr και από Κυριακή βάδυ είναι διαθέσιμο για δωρεάν (εννοείται) κατέβασμα στο itunes. Ο Γιάννης δέχτηκε με μεγάλη προθυμία να δώσει απολαυστικές και χορταστικές απαντήσει στις ερωτήσεις του Radio Free Europe.


- Πότε ξεκίνησε η σχέση σου με το ραδιόφωνο σαν ακροατής; Τι άκουγες πριν ξεκινήσεις τις δικές σου εκπομπές;

Ξεκίνησε όπως όλων φαντάζομαι. Πρώτα άκουγα ό,τι άκουγαν οι γονείς. Ιδιαίτερα στα μεγάλα ταξίδια με το αυτοκίνητο. Για όλα τα τραγούδια υπήρχε ένα σχόλιο ή μία πληροφορία που αντάλλαζαν οι γονείς μου αναμεταξύ τους, οπότε άρχισα να το κολλάω κι εγώ. Αργότερα άρχισα να ψάχνω τη δισκοθήκη τους. Στα 10-11 περίπου ο πατέρας μου, μου χάρισε ένα τρανζιστοράκι. Τα κλασικά: τις νύχτες έμπαινε κάτω από το μαξιλάρι και αποκοιμιόμουν με μουσικές ή ραδιοφωνικά θεατρικά έργα στο αυτί μου. Την άλλη μέρα άλλαζα μπαταρίες… Αργότερα μου πήρανε και στερεοφωνικό. Άκουγα FM, με μανία Τρίτο Πρόγραμμα (Τα Τραγούδια της Γης της Ρηνιώς Παπανικόλα – η εκπομπή έπαιζε χαράματα… Τα Καθημερινά του Δαβαράκη & της Μαρίκας Τζιραλίδου, τη Λιλιπούπολη, το Τρίτο Στεφάνι, τον Λούσια, τα πάντα).

Μου άρεσαν οι ωραίες νυχτερινές μουσικές εκπομπές του Δεύτερου Προγράμματος (Σκάλα για τα Αστέρια της Μαριτίνας Πάσαρη, Παπαστεφάνου φυσικά, εννοείται Ο Θείος Νώντας του Πουλικάκου και οι εκπομπές του Μανίκα). Και βέβαια, με ιερή προσήλωση, με σημειώσεις, με ηχογραφήσεις (κασετοφωνάκι δίπλα στο ηχείο) τον Μεγάλο Πετρίδη από τον οποίο έμαθα πολλά. Πειρατές δεν άκουγα πολύ. Τους άκουγα κυρίως για χαβαλέ. Μου άρεσαν μόνο όταν, κάποιοι από αυτούς, έπαιζαν ολόκληρο το δίσκο, κάθε πλευρά μέχρι τέρμα, κι έτσι άκουγα τα πάντα. Μερικές φορές άκουγα και Αμερικάνο, νόμιζα ότι κάνω κάτι πολύ σπουδαίο, τις περισσότερες φορές όμως έπαιζε μπούρδες: λες και άκουγα το Country Top του Billboard. Κάπου ενδιάμεσα σε όλα αυτά, για οικογενειακούς λόγους, έκανα αρκετά ταξίδια στην Αγγλία κι εκεί βέβαια νόμιζα ότι ήταν ο παράδεισος του ραδιοφώνου. Μέχρι και Radio Luxembourg είχα καταφέρει να ακούσω κάποιες φορές – όταν έμαθα για το cult status που είχε, κι έτσι το έψαξα. Η πρώτη φορά που κάθισα μπροστά σε μικρόφωνο πάντως, ήταν το 1986, στον Top FM του συγκροτήματος Λαμπράκη. 


- Τι διαφορές υπάρχουν στο ραδιόφωνο σήμερα, σε σχέση με το ξεκίνημα της πορείας σου πριν από 25 χρόνια;

Το ξεκίνημά μου έγινε με την αρχή της «ραδιοφωνικής άνοιξης», όταν απελευθερώθηκαν τα ερτζιανά και άνοιξαν ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί. Όλοι τότε θεωρούσαν την κρατική ραδιοφωνία αρτηριοσκληρωτική και βαρετή. Εν μέρει είχαν δίκιο βέβαια, αλλά μόνο στον τομέα της ενημέρωσης θα έλεγα. Στον μουσικό και πολιτιστικό τομέα το κρατικό ραδιόφωνο ήταν εξαιρετικό και μέχρι ένα βαθμό παρέμεινε. Επομένως, η απόλυτη ελευθερία της ιδιωτικής ραδιοφωνίας τους έστρεψε όλους σε ένα τρομερό μπλα-μπλα, εκατοντάδες εκπομπές λόγου, μπίρι-μπίρι-μπίρι, και όχι όλες καλές φυσικά. Βέβαια, οι επιλογές των ανθρώπων στους οποίους δόθηκε μικρόφωνο ήταν αξιόλογες.

Τότε, ακόμα, ήταν υπεύθυνη θέση η παραγωγή & παρουσίαση μίας εκπομπής. Ακόμα κι έτσι όμως, η φλυαρία και η «επικοινωνία με ακροατές» άρχισε να γίνεται κουραστική σε σύντομο διάστημα. Ήδη, μέσα σε 2-3 χρόνια το κοινό (που τότε παρακολουθούσε φανατικά ραδιόφωνο, όλες τις ώρες) κουράστηκε. Γι’ αυτό και όταν εμφανίστηκε ο Κλικ-FM, το 1989, έκανε πάταγο. Γιατί ήταν ένα ραδιόφωνο με μοντέρνα μουσική, σύντομο και έξυπνο λόγο και ενιαίο ύφος. Οι μουσικές εκπομπές του «ελεύθερου ραδιοφώνου» ήταν στην πλειοψηφία τους γενικού ενδιαφέροντος, με όλες τις νέες κυκλοφορίες και τα γνωστά. Ακόμα τότε, υπήρχε μία κόκκινη γραμμή που χώριζε το ελληνικό με το ξένο ρεπερτόριο. Τα ελληνικά κυρίως παίζονταν στις πρωινές, ενημερωτικές εκπομπές και σε μία μεγάλη απογευματινή ζώνη. Τα «ξένα» ήταν υλικό για νυχτερινές εκπομπές, με τη λογική ίσως ότι εκείνη την ώρα «η νεολαία» ακούει περισσότερο.

Υπήρχαν και οι εξειδικευμένες εκπομπές για διάφορα μουσικά είδη που τις παρουσίαζαν άνθρωποι με γνώσεις και παρελθόν στο κάθε είδος. Ήταν πραγματικά καλές, ενημερωτικές και συνεπέστατες εκπομπές. Υπήρχαν εκπομπές για το heavy metal, για την country, την soul και το r’n’b και βέβαια ας μη ξεχνάμε τον Jazz FM ή ακόμα και τις σοβαρές προσπάθειες που γίνονταν για εκπομπές κλασικής μουσικής. Γενικά, υπήρχε ένας μεγαλύτερος σεβασμός στο είδος Ραδιόφωνο και στη Μουσική. Έπρεπε να ξέρεις τι παίζεις, να έχεις κάτι να πεις γι’αυτό. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Όλα άλλαξαν μόλις τα εκατοντάδες ραδιόφωνα άρχισαν να δίνουν τυχαίες εκπομπές σε τυχαίους ανθρώπους – τις περισσότερες φορές με ελάχιστη ή καθόλου αμοιβή. Όπως έγινε και με τα περιοδικά, έτσι και τα ραδιόφωνα δεν νοιάζονταν τόσο πολύ για το ποιος και τι παίζει, αρκεί να γέμιζε ο αέρας «με κάτι» και να τσιμπούν διαφήμιση.

Παράλληλα η μπουρδολογία και το χοντρό καλαμπούρι άρχιζε να γίνεται βασικό είδος ραδιοφωνικής εκπομπής-μέχρι που εισέβαλε η τηλεόραση ΚΑΙ στα ερτζιανά και τους άλλαξε τα φώτα: στην αρχή σαν βασική θεματολογία των εκπομπών (σκεφθείτε: πόσοι, ακόμα και σε ενημερωτικές «σοβαρές» εκπομπές, δεν σχολιάζουν απλώς αυτά που είδαν το προηγούμενο βράδυ στην τηλεόραση)… και αργότερα, τώρα, σαν βασικό καστ των σταθμών. Σήμερα, οι περισσότεροι άνθρωποι που κάνουν ραδιόφωνο εξαργυρώνουν την δημόσια εικόνα που έχουν από την τηλεόραση. Παλιά αποφεύγαμε να δείχνουμε το πρόσωπό μας, οι άνθρωποι του ραδιοφώνου. Πιστεύαμε ότι πρέπει να υπάρχει μία «μυστική εικόνα» για τον καθένα που θα είχαν σχηματίσει στην φαντασία τους οι ακροατές.


Γιάννης Νένες- Ποια η γνώμη σου για το playlist που κυριαρχεί στους περισσότερους ραδιοφωνικούς σταθμούς στα FM;

Είναι μία θλιβερή κατάσταση που φανερώνει πόσο πολύ ΔΕΝ νοιάζονται για τη μουσική, έστω και στο ελάχιστο, οι διευθυντές και οι υπεύθυνοι. Ακόμα κι έτσι, με playlist, θα μπορούσαν να μην υποτιμούν τη νοημοσύνη του ακροατή, αν ανανέωναν τις λίστες συχνά, ή τις έκαναν πιο ευέλικτες σε επιλογές, φαντασία και θέματα, ώστε να μπορούν έστω να συμβαδίσουν λίγο με την καθημερινή ζωή. Το ραδιόφωνο αν δεν ακολουθεί «τη μέρα» δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης, είναι απλώς μία κακογραμμένη κασέτα. Τα τυχαία επιλεγμένα κομμάτια από, γενικά, «νέες κυκλοφορίες και greatest hits» που παίζουν οι περισσότεροι σταθμοί με playlist είναι μία καταδικασμένη πρακτική. Το κοινό ήδη στρέφεται σε podcasts, webradios και άλλου είδους μουσικές «επικοινωνίες» που έχουν περισσότερη προσωπικότητα, ταυτότητα και κάτι να πουν. Κρίμα γιατί ακόμα και οι τεχνικοί των ραδιοσταθμών αν ήταν πιο έξυπνοι και αγαπούσαν τη δουλειά τους, θα μπορούσαν να κάνουν οι ίδιοι τις playlist, για το κέφι τους, και να έχουν περισσότερη φαντασία από ένα ρομπότ.

- Πιστεύεις πώς υπάρχει ελπίδα να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο στην μπάντα των FM και να δημιουργηθούν μελλοντικά ραδιοφωνικοί σταθμοί με πραγματικό ενδιαφέρον για εμάς τους μουσικόφιλους που θα κατορθώσουν να επιβιώσουν;

Όχι, δεν το νομίζω. Είμαι εντελώς απαισιόδοξος σε αυτό το θέμα. Δεν ενδιαφέρεται κανένας για το ραδιόφωνο. Η μοναδική ελπίδα είναι να υπάρχουν σκόρπιες, μεμονωμένες προσπάθειες – εκπομπές που και αυτές θα επιβιώνουν με την μόνιμη απειλή των ακροαματικοτήτων πάνω από το κεφάλι τους.

- Υπάρχει ανάλογο feedback στα podcasts μ’ αυτό που είχες στις ραδιοφωνικές εκπομπές που έκανες παλαιότερα;

Τα podcasts είναι μία «μοναχική» διαδικασία. Η σχέση με τους ακροατές προεξοφλείται από την αρχή ότι δεν θα είναι ζωντανή. Βέβαια, υπάρχει μία μονιμότερη επικοινωνία και οι ακροατές έχουν τη δυνατότητα να σε ακούσουν και να σε κρίνουν με περισσότερη προσοχή – αλλά τη ζωντάνια και την ευελιξία του πραγματικού ραδιοφώνου δεν πρόκειται να την φτάσει κανένα podcast. Έχει μεγάλη σημασία να ξέρει ο παραγωγός ότι αυτό που νοιώθει και μεταδίδει εκείνη τη στιγμή, το παραλαμβάνουν κάτω από τις ίδιες συνθήκες ώρας / διάθεσης / καθημερινότητας και οι ακροατές. Πάντως με τα podcasts με έχει ακούσει ένα κοινό (τουλάχιστον αυτοί που μου έστειλαν ένα κάποιο feedback με τη γνώμη τους), που πριν δεν με ήξερε καν. Είτε ήταν μικρότεροι σε ηλικία, είτε δεν άκουγαν την ραδιοφωνική μου εκπομπή. Τολμώ να πω ότι ήταν θετική η αντίδρασή τους.

- Ποιες ραδιοφωνικές εκπομπές και φωνές ξεχωρίζεις και σου αρέσει να ακούς;

Δυστυχώς δεν ακούω πια ραδιόφωνο.

- Πώς βλέπεις την αλλαγή που πραγματοποιείται τα τελευταία χρόνια στον χώρο της ενημέρωσης με την δημιουργία των blogs και των web radios; Τι εξέλιξη μπορεί να υπάρξει;

Είναι τεράστιο θέμα συζήτησης αυτό και, να σου πω την αλήθεια, δεν νοιώθω να μπορώ να κάνω προβλέψεις.

- Ποια είναι τα αγαπημένα σου τραγούδια και albums αυτήν την εποχή;

Anna Calvi. Μου άρεσε όλο το άλμπουμ. Είναι νέο όνομα και κάνει αυτή τη σκοτεινή, μοιραία pop που με γοητεύει. Ένα κοκτέηλ που θα λάτρευε ο David Lynch. Μου αρέσει το καινούργιο του Iron & Wine, αγαπώ το είδος αυτό της urban folk που δεν είναι κλαψιάρικο και βλάχικο αλλά φρέσκο, έξυπνο και χωρίς κόμπλεξ. Μου αρέσει το νέο άλμπουμ του Φοίβου, ψάχνεται συνέχεια ο Φοίβος, είναι σπουδαίος μουσικός και εξαίρετος στιχουργός – είναι ένα είδος "κολλεγιακής Λίνας Νικολακοπούλου". Και τον αγαπώ γιατί ξεπέρασε τον κίνδυνο να γίνει από εκείνους τους τύπους με την «κιθαρούλα και την παρεούλα με τα φιλαράκια». Τέλος, τον τελευταίο καιρό, επειδή μεταφράζω την αυτοβιογραφία του Keith Richards για να κυκλοφορήσει στα ελληνικά, έχω αρχίσει και τον ακολουθώ βήμα-βήμα στις μουσικές που άκουγε ο ίδιος μεγαλώνοντας, κι έτσι ακούω πάλι αρκετά blues, τα ιερά τέρατα – Muddy Waters, Screaming Jay Hawkins, Bo Diddley και βέβαια την εγγλέζικη σκηνή των rock / blues της δεκαετίας του ’60, Yardbirds, Clapton, και βέβαια τα άπαντα Rolling Stones. Νοιώθω σαν να είμαι πάλι 15 χρονών.