ΓΡ. ΑΖΑΡΙΑΔΗΣ

Γρηγόρης Αζαριάδης: «Κάποιοι συγγραφείς γράφουν επειδή απλά το απολαμβάνουν!»

Μια κουβέντα με τον συγγραφέα Γρηγόρη Αζαριάδη με «Φραπέ Τρύπη» και «Παραπλάνηση».
Διαβάστηκε φορες
Ο Γρηγόρης Αζαριάδης γεννήθηκε στην Αθήνα το Φλεβάρη του 1951. Το πρώτο του μυθιστόρημα «Παλιοί Λογαριασμοί» εκδόθηκε το 2012. Ακολούθησαν «Η Τελευταία Παράσταση Της Μαρίνας Φιλίππου» και «Το Μοτίβο Του Δολοφόνου», που κυκλοφόρησαν το 2013 και το 2015 αντίστοιχα. Το 2018 εκδόθηκε ο «Σκοτεινός Λαβύρινθος». Κριτικές του για αστυνομικά μυθιστορήματα και θεωρητικά άρθρα του για την αστυνομική λογοτεχνία δημοσιεύονται σε εφημερίδες (Τα Νέα και Ελεύθερος Τύπος) και διάφορα sites.

Λατρεύει τη γαλλική σχολή και ιδιαίτερα το polar και το κλασικό noir. Αγαπημένοι του συγγραφείς είναι ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο Ζαν Πατρίκ Μανσέτ και το ζεύγος των Σουηδών Σγιεβάλ-Βαλέε και οι ποιοτικοί Σκανδιναβοί επίγονοί τους.

Βρεθήκαμε σε καφέ γνωστού βιβλιοπωλείου (πού αλλού άλλωστε). Σχεδόν ταυτόχρονα παραγγείλαμε «Φραπέ Τρύπη» κάτι που δημιούργησε αμηχανία στο σερβιτόρο και γέλιο μεταξύ μας. Δεν το κρύβω, από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε κουβαλούσα μαζί μου την προβοκατόρικη διάθεση που μου δημιούργησε η ανάγνωση του τελευταίου του βιβλίου με τίτλο «Παραπλάνηση» που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Μ' αυτή τη διάθεση κάναμε και την κουβέντα μας:

Mix Grill: Από το 1977 που γράφτηκε το πρώτο σας βιβλίο «Παλιοί Λογαριασμοί» μέχρι το 2012 που επιτέλους εκδόθηκε και μας πρωτοσυστηθήκατε συγγραφικά, τι μεσολάβησε;

Γρηγόρης Αζαριάδης: Όντως οι «Παλιοί Λογαριασμοί» γράφτηκαν στην διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας στο «Πεντάγωνο» από το 1977 μέχρι το 1979, σε μια φορητή γραφομηχανή Brother. Έκτοτε, παρέμειναν κλεισμένοι ερμητικά στο τελευταίο συρτάρι του γραφείου μου. Όταν πέρασα στο ζοφερό κόσμο των ανέργων, θύμα κι εγώ της οικονομικής κρίσης, αποφάσισα να δείξω το κείμενο στον παλιό φίλο Σάμη Γαβριηλίδη πριν αρχίσω να σκέφτομαι αμετάκλητα μαύρες επιλογές. Ο αείμνηστος εκδότης, αφού διάβασε τις δύο πρώτες παραγράφους, αποφάσισε ότι το πόνημα «είναι προς έκδοση».  

MG: Κι έτσι ξεκινάει ο δρόμος της συγγραφής. Διαβάζοντας το νέο σας βιβλίο «Παραπλάνηση» διέκρινα μια πολύ έντονη «παιχνιδιάρικη διάθεση» από μέρους σας. Και εξηγώ: ο βασικός χαρακτήρας είναι συγγραφέας σε «συγγραφική κρίση», υπάρχουν κάποια κλισέ που τα διακωμωδείτε, τα ονόματα κάποιων ηρώων, pulp αναφορές, αναφορές σε προηγούμενα βιβλία, «προσωπικές εμμονές». Τα έχετε βάλει σ' ένα μπλέντερ όλα και το αποτέλεσμα είναι αρκούντως καθηλωτικό.

ΓΑ: (Γελάει...) Πρέπει να ομολογήσω ότι η ανάγνωσή σας εισχώρησε σε μεγάλο βάθος. Όλα αυτά τα ωραία που αναφέρατε, ισχύουν σε μεγάλο βαθμό. Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία, η έντονη και αμετανόητη διάθεση αυτοσαρκασμού, οι προσωπικές, μικρές εμμονές, οι pulp και όχι μόνο αναφορές, τα περίεργα, ιδιαίτερα ονόματα των κομπάρσων και άλλα πολλά στοιχεία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του προσωπικού συγγραφικού μικρόκοσμου, εκεί όπου η διαστροφική φαντασία και η αντίστοιχη αίσθηση χιούμορ διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Γρηγόρης Αζαριάδης Παραπλάνηση
                
MG: Ο ήρωάς μας κάπου λέει αυτοσαρκαστικά: «Οι συγγραφείς είναι μόνιμοι κάτοικοι μιας περιοχής στα σύνορα της χώρας της φαντασίας και της χώρας της πραγματικότητας, όπου ζουν υπό καθεστώς παράξενης ισορροπίας».

ΓΑ: Το κλισέ του διαταραγμένου συγγραφέα Ιωάννη Πατρίκιου, ήρωα της «Παραπλάνησης», ανταποκρίνεται πλήρως στις θεωρίες του έτερου διαταραγμένου συγγραφέα Γρηγόρη Αζαριάδη. (Γελάει...) Πραγματικά, ο συγγραφέας είναι τελικά μια άκρως ιδιόμορφη προσωπικότητα, που έχει διαβατήριο για ελεύθερη πρόσβαση ανάμεσα στις συνορεύουσες χώρες, αυτή της πραγματικότητας και την άλλη της φαντασίας. Από ένα σημείο μάλιστα κι έπειτα, ο συγγραφέας χάνει την αίσθηση σε ποια από τις δύο χώρες βρίσκεται και τα αποτελέσματα μπορεί να είναι δραματικά! Άλλωστε, μην ξεχνάμε και το αθάνατο κλισέ των αστυνομικών συγγραφέων: «και για ποιο λόγο να αφήσουμε την αλήθεια να μας χαλάσει μια ωραία ιστορία»;

MG: Έχετε πει «ως εραστής του ρεαλιστικού, επιδιώκω να γράφω για ιστορίες που έχουν μεγάλη συγγένεια με την πραγματική ζωή».

ΓΑ: Ο «εραστής του ρεαλιστικού» είναι μια φράση που χαρακτηρίζει τα πρώτα μου έργα. Αυτά που είχαν αρκετές σαφείς αναφορές και σχετικά σχόλια στο κοινωνικό περιβάλλον της χώρας μας. Από το «Σκοτεινό Λαβύρινθο» και μετά, αρχίζω σταδιακά μια προσπάθεια απεξάρτησης από το στοιχείο του ρεαλισμού. Διατηρώ τη ρεαλιστική βάση της υπόθεσης σε μεγάλο βαθμό, αλλά επάνω σε αυτή τη βάση χρησιμοποιώ τη μυθοπλασία για να ενσωματώσω περισσότερα στοιχεία από το χώρο της φαντασίας. Στοιχεία που θα δώσουν στους αναγνώστες την ανήσυχη αίσθηση ότι ξαφνικά βρίσκονται να περιπλανώνται σε άγνωστο έδαφος... Σε μια απειλητική, κινούμενη άμμο.   

MG: Το κλισέ «η πραγματικότητα ξεπερνάει τη φαντασία» ισχύει;

ΓΑ: Ο αγώνας είναι αμφίρροπος! Δεν υπάρχει ξεκάθαρο φαβορί. Όπως προανέφερα η χώρα της πραγματικότητας κι η χώρα της φαντασίας συνορεύουν, πράγμα που σημαίνει κοινά χαρακτηριστικά, επιμιξίες κλπ κλπ... Η εμπειρία μου πάντως από την έρευνα και οι επαφές μου με αστυνομικούς για τη ρεαλιστικότητα της πλοκής των μυθιστορημάτων μου, με οδηγούν στην πεποίθηση πως τα «πραγματικά» εγκλήματα δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τα εγκλήματα που περιγράφονται στα αστυνομικά μυθιστορήματα, με την υποσημείωση ότι στη χώρα μας αυτά που χαρακτηρίζουμε ως ειδεχθή ή αποτρόπαια εγκλήματα είναι αρκετά σπάνια... Και ευτυχώς, να λέμε.

MG: Υπάρχει τελικά «αστυνομική λογοτεχνία»;

ΓΑ: (Γελάει...) Αφήνω την ιδιοκτησία και την χρήση του όρου σε άλλους πολύπειρους αστυνομικούς συγγραφείς. Εμένα μου φαίνεται πολύ βαρύγδουπος και λυγίζει επικίνδυνα τους ασθενικούς μου συγγραφικούς ώμους. Προτιμώ να λέω ότι απλά γράφω αστυνομικά μυθιστορήματα, με το απαραίτητο κοινωνικό σχόλιο... Αυτά που αποκαλώ με μια λέξη αστυνομικοινωνικά ή κοινωνικοαστυνομικά μυθιστορήματα (ανάλογα της βαρύτητας του κοινωνικού σχολίου). Τελικά, πιστεύω ότι ο όρος «λογοτεχνία» προστίθεται στο επίθετο αστυνομική μόνο και μόνο από τη χρήση «λογοτεχνικού» λόγου. Είναι θέμα αισθητικής. Κι αν ρωτήσεις δέκα αστυνομικούς συγγραφείς περί του θέματος, μπορεί να καταλήξεις με έντεκα διαφορετικές τοποθετήσεις.
  ΓΡ. ΑΖΑΡΙΑΔΗΣ- Κ. ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ

MG: Ο αγαπημένος σας συγγραφέας Ζαν-Πατρίκ Μανσέττ έλεγε πως το αστυνομικό «είναι μυθιστόρημα βίαιης κοινωνικής παρέμβασης».

ΓΑ: Το έλεγε ο έρημος ο Ιωάννης Πατρίκιος. Και το εννοούσε! Πιστεύω μάλιστα ότι αυτός ήταν και ο λόγος που σταμάτησε να γράφει, όταν αποδέχτηκε μέσα του ότι η γενιά του δεν κατάφερε να κάνει πραγματικότητα αυτή τη «βίαιη παρέμβαση». Άφησε όμως πίσω του ένα εκπληκτικό, μοναδικό έργο να μας θυμίζει την κληρονομιά του. Η «Πρηνής Θέση Του Σκοπευτή» έχει μια θέση στα κορυφαία κοινωνικοαστυνομικά μυθιστορήματα όλων των εποχών. Ο Τεριέ είναι ένας ήρωας που έχουν ζηλέψει (και προσπαθήσει να αντιγράψουν) πολλοί συγγραφείς. Κι η αντεστραμμένη προοπτική της κοινωνίας, που ευαγγελιζόταν ο Μανσέττ, ο Ντεμπόρ και τα άλλα παιδιά του Γαλλικού Μάη αντικατοπτρίζεται ανάγλυφη στις γραμμές των μυθιστορημάτων του.

MG: Τελικά, ο φόβος του συγγραφέα είναι να μην βρεθεί στο «νεκροταφείο των ασήμαντων λογοτεχνών»;

ΓΑ: Αν μιλάμε για τον «επαγγελματία» συγγραφέα, ναι. Αν μιλάμε για τον εγωκεντρικό, αλαζόνα συγγραφέα, επίσης ναι. Αν μιλάμε για τον συγγραφέα που ζει και αναπνέει μόνο για την αποδοχή του ευρύτερου κοινού, και πάλι ναι. Πράγμα που ισχύει βέβαια και τους συγγραφείς «σταρ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης». Υπάρχουν όμως και κάποιοι συγγραφείς που γράφουν επειδή απλά απολαμβάνουν αυτό που κάνουν, τους αρέσει, κοινώς το γουστάρουν. Αυτοί που δεν βλέπουν τη συγγραφή σαν επαγγελματικό μέσο βιοπορισμού, αλλά βγάζουν τα εσώψυχά τους στο χαρτί και γράφουν αυτό που τους καίει και τους στοιχειώνει, χωρίς καμιά διάθεση αναγνώρισης κι εντυπωσιασμού. Αυτοί είναι που δεν έχουν το φόβο να βρεθούν στο «νεκροταφείο των ασήμαντων αογοτεχνών». Ίσως τελικά να μην έχουν πάρει σοβαρά το ρόλο του «λογοτέχνη».

MG: Ποιο είναι το μεγαλύτερο λάθος στη ζωή και στην καριέρα σας;

ΓΑ: Να μιλήσουμε καλύτερα για μια σειρά λαθών κι όχι για ένα. Έστω το μεγαλύτερο... Χωρίς να έχω κάνει ψυχανάλυση, θα πω ότι ένα από τα πιο σημαντικά μου λάθη είναι ότι ήμουνα πολύ χαλαρός και δεν απαίτησα πολύ περισσότερα πράγματα από τον εαυτό μου. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να πω ότι το έχω μετανιώσει, αλλά κάποια σκοτεινά, μελαγχολικά βράδια του χειμώνα αυτή η σκέψη με κρατάει ξάγρυπνο.

MG: Μια ερώτηση που θα θέλατε να απαντήσετε και που ποτέ δεν έγινε;

ΓΑ: Αυτή είναι μια καλή ερώτηση... «Πώς νιώθεις που κατάφερες να  αναγνωριστείς ως μεγάλος συγγραφέας;» Αυτή είναι μια ερώτηση που θα ήθελα να απαντήσω και δεν μου έγινε ποτέ! Και μεταξύ μας, νομίζω ότι σωστά δεν μου έγινε. Αν σοβαρευτώ λίγο τώρα και διευρύνω την ερώτηση σε γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο, θα ήθελα μια ερώτηση του τύπου «σε ποια κοινωνία θα ήθελες να ζήσεις και τι έκανες για να συμβάλλεις σε αυτό τον στόχο;».

MG: Ωραία λοιπόν, σε ποια κοινωνία θα θέλατε να ζήσετε και τι κάνατε για να συμβάλλετε σε αυτό τον στόχο;

ΓΑ: Αυτή είναι μεγάλη κουβέντα. Η χαμένη γενιά των εραστών της αδύνατης επανάστασης των ονείρων ευαγγελίζεται μια κοινωνία με κοινωνική δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ίσες ευκαιρίες για όλους. Με δυο λόγια μια αντιεξουσιαστική κοινωνία, όπου όλοι οι άνθρωποι είναι απόλυτα ίσοι και κανείς δεν είναι «λίγο πιο ίσος από τον άλλο»... Μια κοινωνία όπου δεν θα υπάρχει καμιάς μορφής εκμετάλλευση ενός ανθρώπου από κάποιον άλλο. Ναι, αυτές οι μορφές κοινωνίας λειτούργησαν σε ένα βαθμό στον Ισπανικό Εμφύλιο και οργανώθηκαν στο Γαλλικό Μάη, αλλά η διάρκειά τους ήταν περιορισμένη χρονικά. Και πολύ φοβάμαι ότι η προσπάθεια για να οικοδομηθεί μια τέτοια κοινωνία δεν μπορεί να περάσει μέσα από κοινοβουλευτικές διαδικασίες, αλλά θα χρειαστεί μια «βίαιη παρέμβαση», σαν κι αυτή που είχαν στο μυαλό τους όσοι πήραν μέρος στη εξέγερση του Γαλλικού Μάη (σ.σ. και αναφέρει στο σκεπτικό του ο Μανσέττ).
Εμείς, η «τιμημένη» γενιά του Πολυτεχνείου έχοντας πτωχεύσει ιδεολογικά και συναισθανόμενοι το βάρος μιας αποτυχημένης γενιάς, δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα. Ίσως μόνο, λόγω της εμπειρίας στον τομέα των χαμένων ονείρων να βοηθήσουμε στην οργάνωση αυτόνομων, εξωκομματικών μικρών κοινωνικών ομάδων με στόχο την προετοιμασία μιας νεότερης γενιάς, που επιτέλους θα φανεί ικανή γι' αυτή τη «βίαιη κοινωνική παρέμβαση».        

MG: Και κάτι τελευταίο. Τι θα λέγατε στον αναγνώστη πριν ξεκινήσει να διαβάσει την «Παραπλάνηση»;

ΓΑ: Η «Παραπλάνηση» είναι ένα παιχνίδι μυαλού, ένα διαστροφικό mind game, που απευθύνεται σε ευφυείς και απαιτητικούς αναγνώστες, επιζητώντας την ενεργητική συμμετοχή τους και την προσωπική οπτική και ερμηνεία της υπόθεσης από την αρχή μέχρι το τέλος. Ο Ιωάννης Πατρίκιος παραπλανά την Άρτεμις Βάλενταλ κι αυτή παραπλανά εκείνον με τη σειρά της. Ο Ιωάννης Πατρίκιος παραπλανά την αστυνόμο Τρύπη κλπ. Και ο Γρηγόρης Αζαριάδης παραπλανά τον αναγνώστη. Μια ατέρμονη σειρά παραπλάνησης τελικά, που πρέπει να διαβαστεί με υψηλή ένταση και προσοχή... Α, και να μην ξεχάσω μια τελευταία προειδοποίηση...  Η διάκριση που λέγαμε περί πραγματικού και φανταστικού. Το βιβλίο το γράφει ο Πατρίκιος και ο Αζαριάδης. Θέλει ιδιαίτερη προσοχή να εντοπίσει ο αναγνώστης πού τελειώνει ο ένας (ο ήρωας του μυθιστορήματος) και πού αρχίζει ο άλλος (ο πραγματικός συγγραφέας).

Διαβάστε ακόμα