Βάκχες: Μια παιδική χαρά αλλιώτικη απ' τις άλλες

Οι Βάκχες του Χρήστου Σουγάρη στο Ηρώδειο, σε μια αλλιώτικη και ιδιαίτερη προσέγγιση της αρχαίας τραγωδίας του Ευριπίδη.
Διαβάστηκε φορες
Θα ήθελα ν' αφιερώσω την πρώτη παράγραφο του άρθρου μου γύρω απ’ την παράσταση «Βάκχες» του Ευριπίδη, εξ ολοκλήρου στις οργανωτικές αρχές, στους υπαλλήλους, στους καθαριστές, στους ταξιθέτες και στους φύλακες του Ωδείου Ηρώδου Αττικού συγχαίροντας κι ευγνωμονώντας τους για την αξιοθαύμαστη κατάσταση που αντίκρισα την ημέρα της παράστασης. Με τρομερή ευγένεια, εξαιρετική οργάνωση, υπομονή και ανοχή απέναντι στις ιδιοτροπίες του κοινού, το Ηρώδειο - με πλήρη επίγνωση των λέξεών μου - μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο πιο ασφαλής χώρος συνάθροισης στην περίοδο του κορονοϊού. Το επίπεδο ασφάλειας στα αεροπλάνα, στα πλοία και στα κάθε λογής ΜΜΜ δε μπορεί καν να συγκριθεί με την κατάσταση που επικρατούσε στον συγκεκριμένο χώρο. Απόλυτη τήρηση αποστάσεων κατά την είσοδο, την έξοδο και κατά τη διάρκεια της παράστασης. Συνεχής επαγρύπνηση απ’ όλο το προσωπικό της ταξιθεσίας για τη διατήρηση των μασκών στα πρόσωπα των θεατών. Μέτρα αποφυγής του συνωστισμού κατά την έξοδο των θεατών. O συνωστισμός για τα «παραδοσιακά» συγχαρητήρια των θεατών προς τους ηθοποιούς αποτέλεσε το μοναδικό ψεγάδι αυτής της “Covid-free” βραδιάς στο ομορφότερο, υπαίθριο θέατρο της Αθήνας.


Μια «παρηκμασμένη παιδική χαρά», όπως τον χαρακτηρίζει ο Χρήστος Σουγάρης στο εισαγωγικό του σημείωμα, επελέγη ως σκηνικός χώρος στον οποίο διαδραματίστηκαν τα συγκλονιστικά γεγονότα της τραγωδίας του Ευριπίδη. Η επιλογή αυτή παρουσιάζει, αν μη τι άλλο, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ερμηνευτικό πλαίσιο του μύθου, αλλά και μια ποιητική προσέγγιση των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα. Ο Κάδμος, ιδρυτής και πρώτος βασιλιάς της χώρας των Θηβών, καθώς κι ο εγγονός του, Πενθέας, γιος της κόρης του, Αγαύης, γίνονται μάρτυρες της έλευσης του Διόνυσου στη χώρα τους. Μεταμφιεσμένος σε άνθρωπο, ο γιος του Δία και της έτερης κόρης του Κάδμου, Σεμέλης, φέρνει στη χώρα των Λαβδακιδών μία νέα θρησκεία, τη λατρεία προς τον ίδιο. Το συγκεκριμένο έργο παρουσιάζει πολύ έντονα το στοιχείο του θρησκευτικού προσηλυτισμού, της μαγείας και της χειραγώγησης, επιτρέποντας την αναπαράσταση των γεγονότων με πιο «ποιητικό» τρόπο. Στην «παρηκμασμένη παιδική χαρά» μπορεί κανείς ν' αναγνωρίσει τόσο την κατάσταση της Θήβας από ιστορικής πλευράς, όσο και τη συνύπαρξη της αθωότητας, της αγνότητας και του μαγικού στοιχείου με τη βιαιότητα και την ασυνειδησία ενός παιδιού.

Η προσέγγιση του Χρήστου Σουγάρη στις Βάκχες του Ευριπίδη ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς καθώς τόσο ο σκηνικός χώρος όσο και ο Στέφανος Κορκολής, που βγήκε για «ζέσταμα» κι εξέπληξε τα πλήθη μέσα σε ελάχιστα λεπτά, προμήνυαν μία, αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσα βραδιά. Βέβαια, έκπληξη προκάλεσε η επιλογή του μακιγιάζ τύπου κλόουν για όλους τους ηθοποιούς της παράστασης εκτός από μία γιαγιά που έπλεκε σ’ ένα παγκάκι, έναν παππού που φιλοσοφούσε κι ένα μικρό κοριτσάκι ντυμένο με μια σχολικού τύπου στολή. Τα προβλήματα ξεκίνησαν όταν έκανε την εμφάνισή του ο Γιώργος Κοψιδάς ως Διόνυσος, γυμνός, καλλίγραμμος, εξαιρετικά γυμνασμένος, θεόρατος, σαν αρχαιοελληνικό άγαλμα. Για μία ακόμη φορά, λοιπόν, ο συγκεκριμένος Θεός παρουσιάστηκε ως το απόλυτο sex symbol, θυμίζοντας λίγο και τον αντίστοιχο Διόνυσο του Σάκη Ρουβά στην ίδια σκηνή πριν μερικά χρόνια. Έπειτα, την εμφάνισή τους έκαναν ο Νίκος Καρδώνης ως Τειρεσίας κι ο Δημήτρης Ήμελλος ως Κάδμος. Το πρόβλημα μ' αυτούς τους δύο χαρακτήρες ήταν πως δε θύμιζαν με τίποτα πως επρόκειτο για το μεγαλύτερο μάντη του αρχαίου κόσμου και για τον ιδρυτή και πρώτο βασιλιά της Θήβας. Αντιθέτως, με τον Τειρεσία να εμφανίζεται μέσα από έναν σκουπιδοτενεκέ και τον Κάδμο μέσα σ’ ένα καρότσι οικοδομής, οι δύο αυτοί άντρες φάνταζαν σαν κάτι ρέμπελοι, μπεκρούλιακες που απ’ το πολύ μεθύσι, έπαιζαν σε κάποιο αρχαιοελληνικό επεισόδιο του “The Hangover”. Πάντως, οι δύο ηθοποιοί υπηρέτησαν εξαιρετικά τη σκηνοθετική κατεύθυνση που τους είχε επιβληθεί, αν και το όλο σκηνικό θύμιζε περισσότερο μπεκετικά, κωμικοτραγικά περιβάλλοντα παρά ευριπίδεια.


Το σημαντικότερο πρόβλημα της παράστασης, όμως, ήταν μακράν ο Χορός των Βακχών. Οι έξι γυναίκες που τον απάρτιζαν, δεν κατάφεραν ποτέ να συγχρονιστούν, να συμπλεύσουν στην ίδια αφήγηση, συνεχώς ακούγονταν παραφωνίες σαν να παρακολουθούσες πρόβα τζενεράλε, οι χορευτικές ικανότητές τους είχαν τρομερές διαβαθμίσεις και γενικότερα, ο συγκεκριμένος Χορός απορούσες γιατί υπήρχε στο έργο. Ταυτόχρονα, οι γυναίκες αυτές και ο ρόλος τους στο έργο που φέρει και τ' όνομά τους, απεικονίστηκαν τρομερά συντηρητικά, έρμαια των σεξουαλικών τους ενστίκτων, υποχείρια του άντρα Διόνυσου, υστερικές, με τη φροϋδική έννοια, ανά στιγμές και άκρως αντιθεατρικές. Ενίοτε, παρακολουθούσαμε κάποιες ωραίες εικόνες με τις γεωμετρίες που δημιουργούσαν, αλλά μέχρι να φτάσουν στις εικόνες αυτές, η σκηνική τους διαδρομή ήταν… δραματική! Επιπλέον, η σκηνοθετική επιλογή της υπερπροβολής του ερωτικού στοιχείου, της σαρκικής έκστασης και τους ανυπόφορου πόθου των γυναικών αυτών δε συνομιλούσε σε καμία περίπτωση με τις ενδυμασίες τους. Ντυμένες με ολόλευκες, στρατιωτικές στολές, οι οποίες διατηρήθηκαν ατσαλάκωτες καθ όλη τη διάρκεια του έργου, και με δύο κόκκινα μπαλόνια για στήθη, οι Βάκχες του Χρήστου Σουγάρη, τελικά, ήταν χλιαρές, ανιαρές ανά στιγμές και εξαιρετικά συντηρητικές ως προς την προσέγγισή τους. Όλην εκείνην τη δύναμη που προσέφερε απλόχερα ο Ευριπίδης σ' αυτήν την ομάδα γυναικών, ο σκηνοθέτης δεν ασχολήθηκε ποτέ να την αναδείξει. Όσο για τη μουσική του Στέφανου Κορκολή, που συνόδευε συχνά τους βακχικούς χορούς, αν κανείς την ακούσει εξατομικευμένα, τότε πρόκειται για έναν εξαίρετο καλλιτεχνικό προϊόν. Στη συγκεκριμένη παράσταση, το μόνο που προσέφερε η μουσική ήταν ένα στοιχείο μιούζικαλ που δεν είχε θέση σε αρχαία τραγωδία.

Ξεχωριστή μνεία θα ήθελα να κάνω σε δύο ηθοποιούς της παράστασης. Ο Στάθης Κόικας ως Πενθέας, υπηρέτησε εξαιρετικά τις σκηνοθετικές επιλογές. Συνεχώς σε μια κατάσταση παραφροσύνης, νεανικά αυθάδης απέναντι στους πάντες και με εξαιρετική κινησιολογία, αλώνιζε την τεράστια σκηνή του Ηρώδειου, αρθρώνοντας το λόγο του μεταφραστή Θεόδωρου Στεφανόπουλου με αξιομνημόνευτο πάθος. Δυστυχώς, ο Πενθέας του επελέγη να παρουσιαστεί ως ένας αθυρόστομος νεανίσκος χωρίς καμία συναίσθηση του τι συμβαίνει γύρω του, αυθαδιάζοντας μπροστά στο μεταμφιεσμένο Διόνυσο. Με λίγα λόγια, εκείνο το κλισέ αγοράκι που συναντάς στις παιδικές χαράς και προσπαθείς να το κάνεις να καταλάβει πως ο χώρος δεν του ανήκει κι ότι πρέπει ν’ αφήνει και τα υπόλοιπα παιδάκια να παίζουν. Ο μόνος που κατάφερε να «ξεφύγει» του συντηρητισμού της σκηνοθετικής προσέγγισης ήταν ο Μανώλης Μαυροματάκης, ο οποίος, στο ρόλο του β' Αγγελιοφόρου, με τα κόκκινα μπαλόνια του στο χέρι, ήταν συγκινητικός. Χειρίστηκε τον πιο εφιαλτικό μονόλογο της αρχαίας τραγωδίας με τον πιο άψογο κι αψεγάδιαστο τρόπο, φτάνοντας μέχρι και συγκινητικός να γίνει. Δυστυχώς και γι' αυτόν τον ηθοποιό, ο σκηνοθέτης επέλεξε να αφεθούν ελεύθερα τα, γεμάτα ήλιον, μπαλόνια στα μισά του μονολόγου του με αποτέλεσμα το σύνολο του κοινού να μην παρακολουθεί πια το λόγο του Αγγελιοφόρου, αλλά τα μπαλόνια να χάνονται στον σκοτεινό ουρανό της Αθήνας.


Εν κατακλείδι, η συγκεκριμένη παράσταση θα μπορούσε ν’ αναδειχθεί, στην κυριολεξία, σε δραματουργικό κομψοτέχνημα. Η παιδική χαρά ως χώρος συνύπαρξης της αγνότητας και της βίας, οι γυναίκες που προσπαθούν να βρουν τη θέση τους σ' έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, το κοριτσάκι που μαθαίνει από πρώτο χέρι τι πάει να πει σεξισμός, η κριτική πάνω στην ξενοφοβία που απορρέει απ’ το συγκεκριμένο κείμενο είναι μόνο μερικά απ' τα στοιχεία που θα μπορούσαν να έχουν φωτιστεί μέσω των συνθηκών που έστησε ο σκηνοθέτης. Παρ' όλα αυτά, χρησιμοποιώντας κιόλας μία μετάφραση του έργου στην οποία ο μεταφραστής μάλλον προσπαθούσε να εφεύρει το όργιο και την ερωτική έκσταση στο αρχαίο κείμενο, οι Βάκχες του Χρήστου Σουγάρη ήταν συντηρητικές, ασυγχρόνιστες, γεμάτες ενδιαφέρουσες ιδέες που δε μετουσιώθηκαν σε πράξεις στη σκηνή του Ηρώδειου. Η τελευταία (προγραμματισμένη) παράσταση της περιοδείας των Βακχών, θα δοθεί στις 12 Σεπτεμβρίου στο Βεάκειο Θέατρο του Πειραιά.


Ταυτότητα Παράστασης

Μετάφραση: Θεόδωρος Στεφανόπουλος
Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης
Μουσική: Στέφανος Κορκολής
Σκηνικά – Κουστούμια: Αριστοτέλης Καρανάνος – Αλεξάνδρα Σιάφκου
Κίνηση: Στέφανι Τσάκωνα
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Νικόλας Ιωακειμίδης

ΔΙΑΝΟΜΗ
Διόνυσος: Γιώργος Κοψιδάς
Τειρεσίας: Νίκος Καρδώνης
Κάδμος: Δημήτρης Ήμελλος
Πενθέας: Στάθης Κόικας
Θεράπων: Κρις Ραντάνοφ
Α΄ Άγγελος: Χριστόδουλος Στυλιανού
Β΄ Άγγελος: Μανώλης Μαυροματάκης
Αγαύη: Νίκη Σερέτη
Βάκχες: Μυρτώ Αλικάκη, Μαρίζα Τσάρη, Γωγώ Καρτσάνα, Ηλέκτρα Σαρρή, Ξένια Ντάνια, Δέσποινα Μαρία Μαρτσέκη
Γυναίκα: Ρούλα Πατεράκη
Άνδρας: Κώστας Λάσκος
Τυμπανιστής: Άρης Καλλέργης

Συμπαραγωγή: PEOPLE ENTERTAINMENT GROUP – ΔΗΠΕΘΕ ΚΟΖΑΝΗΣ

Αξιολόγηση Θεατρικής Παράστασης
Βαθμός Παράστασης
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα