steliosMpikakis_Figi_2001

Αγαπημένοι ελληνικοί στίχοι από το 2000 και μετά #32: Στέλιος Μπικάκης - Γενέθλια (2001)

Σκέφτηκα δυο φορές για να παρουσιάσω αυτές τις δύσκολες μέρες το συγκεκριμένο τραγούδι. Κατέληξα όμως πως το σκοτάδι στην τέχνη έχει γίνει για να το ανιχνεύουμε στη ζωή.
Διαβάστηκε φορες
Ο Πρόδρομος Doe τραγουδάει και γράφει στίχους στο συγκρότημα Jane Doe, έχει εκδώσει μερικά βιβλία, σχεδιάζει επιτραπέζια παιχνίδια, παίζει μπάσκετ και διάφορα άλλα. Μια ακόμα ασχολία του είναι η παρουσίαση στο Mix Grill της στήλης «100 αγαπημένοι ελληνικοί στίχοι από το 2000 και μετά».


Στέλιος Μπικάκης - Γενέθλια
Στέλιος Μπικάκης - Η Φυγή [2001]
Στιχουργός: Στέλιος Μπικάκης

Δες καμιά φορά τι γίνεται κι ένα άσχετο πράγμα, η σύλληψη ενός καλού τραγουδιστή αλλά μέτριου (στην καλύτερη) ανθρώπου, οδηγεί σε ένα άλλο άσχετο πράγμα, σχετικό όμως με τη στήλη μου. Το μπουζούριασμα, λοιπόν, του διασκεδαστή Νότη Σφακιανάκη, μου θύμισε ένα αριστουργηματικό κομμάτι που είχε συμπεριλάβει σε έναν παλιότερο δίσκο του και το οποίο ανήκει σε έναν συμπαθητικό κρητικό δημιουργό που ασχολείται με το λαϊκό τραγούδι.

Ο λόγος για το «Γενέθλια» και τον δημιουργό του, Στέλιο Μπικάκη.

Στον στίχο τον λαϊκών τραγουδιών πάντα έψαχνα ένα πράγμα: να βγαίνουν από την καρδιά και να μιλάνε στην καρδιά. Το νιώθω στον Διονυσίου (τον Στράτο), δεν το νιώθω στον Καρρά. Το νιώθω στον Μαργαρίτη, δεν το νιώθω στον Σφακιανάκη. Και πάει λέγοντας. Και αυτό, κυρίως στο επίπεδο ερμηνευτών. Τραγουδιστών δηλαδή, που κλήθηκαν να υπερασπιστούν λέξεις και μουσικές άλλων, να τις κάνουν δικές τους και να τις κοινωνήσουν στο κοινό τους.

Κι εδώ έρχεται το σπάνιο είδος τους Στέλιου Μπικάκη. Λαϊκός τραγουδοποιός που ερμηνεύει τα κομμάτια του.

Στα μονοπάτια του καημού στη γέφυρα του στεναγμού
μ' έκαν' η μάνα μου
Μια φθινοπωρινή βραδιά, ζωή την κρύα σου καρδιά
είδαν τα μάτια μου

Με κουδουνίστρες πλαστικές όμορφες και χρωματιστές
με νανουρίζανε
Και τα ματάκια τα μικρά είδαν του κόσμου τ' αγαθά
και συμφωνήσανε

Ήταν το γάλα μου πικρό και το νεράκι μου γλυφό
που με μεγάλωνε
Κι απέναντι στη κούνια μου, η μοίρα η κακούργα μου
και με καμάρωνε

Ήταν το κλάμα μου μουντό σαν κάτι να `θελα να πω,
μα δε με νιώσανε
Μια λυπημένη αναπνοή για την πουτάνα τη ζωή
που μου χρεώσανε

Ο στιχουργός ξεκίνησε να γράφει το κομμάτι όταν πέθανε ο γιος του από μία πολύ σπάνια ασθένεια και το ολοκλήρωσε με τον θάνατο του πατέρα του. Και δεν γίνεται να μην ανατριχιάσεις ακούγοντας το τραγούδι κι έχοντας αυτήν τη γνώση. Γιατί ναι, αν βγάλεις τους στίχους έξω από το πλαίσιο του πώς δημιουργήθηκαν, έχεις ένα μεγαλόστομο τραγούδι, με βαριές εκφράσεις στα όρια του γραφικού. Αλλά βγαίνουν; Δεν βγαίνουν. Η έκφραση του κοσμικού πόνου της ζωής και του θανάτου, της ματαιότητας, της παραίτησης όταν έχεις χάσει εκείνα που αγαπάς, όλα βρίσκουν στασίδι σε αυτό το άσμα γιατί ο δημιουργός του τα ξερίζωσε από μέσα του για να μην το δηλητηριάζουν άλλο. Και τα έκανε μουσική και λόγια.

Έτσι ξεκίνησα λοιπόν, έτσι ξεκίνησα,
δε με ρωτήσανε ζωή, μα σε συνήθισα
Σαν πληγωμένο αετόπουλο στο χώμα,
ψάχνω τη δύναμη να κρατηθώ ακόμα

Έτσι ξεκίνησα λοιπόν, έτσι ξεκίνησα,
άλλα μου δείξανε και άλλα εγώ αντίκρισα
Θεέ μου κι ας ήξερα ποια μέρα θα πεθάνω
και του θανάτου μου γενέθλια να κάνω

Σκέφτηκα δυο φορές για να παρουσιάσω αυτές τις δύσκολες μέρες το συγκεκριμένο τραγούδι. Κατέληξα όμως πως το σκοτάδι στην τέχνη έχει γίνει για να το ανιχνεύουμε στη ζωή. Να του δίνουμε σχήμα, να το ξορκίζουμε. Και το «Γενέθλια» το κάνει. Σε βυθίζει στο έρεβός του για να σε σηκώσει στα πόδια και να το χορέψεις αυτό το έρεβος, να ξεχάσεις για λίγο τη θνητότητά μας. Να την κάνεις ζεϊμπέκικο και να τη κλωτσήσεις στα αχαμνά έστω για μία νύχτα. Αρκεί. Για εκείνη τη νύχτα είσαι αθάνατος.

Πάνω σε λάσπες και καρφιά στ' άδικου κόσμου τη φωτιά 
πρωτοπερπάτησα
Ισορροπία σταθερή για να προλάβω τη ζωή,
όμως την πάτησα

Μονό το άλφα και το χι στη σχολική μου εποχή
πρωτοσυλλάβισα
Γι' αυτό το «αχ» και το «γιατί» όπου βρεθώ μ' ακολουθεί
κι ας τριαντάρισα

Έτσι περνούσε ο καιρός και 'γω στο δρόμο μου σκυφτός
έκανα όνειρα
Έτυχε να 'μαι απ' αυτούς που κολυμπάνε στους αφρούς
και στα λασπόνερα

Στάζει το αίμα της ψυχής, σαν τις σταγόνες της βροχής
όμως ποιος νοιάζεται
Και την αόρατη πληγή που μέσα μου αιμορραγεί
ποιος τη μοιράζεται



Διαβάστε ακόμα