jannoseolou_gimme10

Γιάννος Αιόλου: «Η πολιτική στην Ελλάδα έχει πάψει να παράγει ιδέες και να εμπνέει»

Ο διεθνώς καταξιωμένος συνθέτης μιλάει στο MixGrill, με αφορμή το νέο του άλμπουμ, αλλά όχι μόνο γι' αυτό.

Διαβάστηκε φορες

Γεννημένος στη Λάρισα το 1969, ο Γιάννος Αιόλου σπούδασε Μηχανολογία και Μουσική. Εργάστηκε κατά καιρούς σε διάφορους τομείς (ενορχηστρωτής, παραγωγός, συγγραφέας, σκηνοθέτης κ.ά.), όμως είναι ο ρόλος του συνθέτη που τον έχει κάνει ευρύτερα γνωστό.

Έχει γράψει τραγούδια και ορχηστρικά έργα, και έχει συνθέσει για τον κινηματογράφο, το θέατρο, την τηλεόραση, τον μοντέρνο χορό. Υπέγραψε τα soundtrack των ταινιών "Solino" του Fatih Akin, "The Diary Of A Times Square Thief" και "One Fine Day" του Klaas Bense, και "Το Τανγκό Των Χριστουγέννων" του Νίκου Κουτελιδάκη, μεταξύ άλλων.

Η πιο πρόσφατη εργασία του κυκλοφόρησε φέτος, και αφορά σε 18 ορχηστρικά τάνγκο, έχει δε τον τίτλο "Tangos Of The Magic Reality"/"Τάνγκος Του Μαγικού Ρεαλισμού". Πρόκειται για ένα άλμπουμ με 18 συνθέσεις, και μελωδικό και αρμονικό πλούτο, το οποίο ακούγεται αναπάντεχα σύγχρονο και κλασικό συνάμα. Δεν θέλαμε να χάσουμε την ευκαιρία για έναν διάλογο μαζί του. Διαβάζοντας παρακάτω, θα διαπιστώσετε ότι ο λόγος του έχει ουσιαστικό περιεχόμενο και διέπεται από κατασταλαγμένη σοφία.

Η νέα σας δουλειά χρειάστηκε 10 χρόνια για να ολοκληρωθεί. Πώς προέκυψε η ιδέα, και από ποια στάδια πέρασε μέσα σε αυτό το μακρύ χρονικό διάστημα, ώσπου να αποκτήσει τη μορφή που ξέρουμε;

Η ενασχόλησή μου με τα τάνγκος σε επίπεδο σπουδής και σύνθεσης προέκυψε φυσικά από το «Τανγκό Των Χριστουγέννων». Όταν αναγκάστηκα να βρω μια «γλώσσα» για να ταιριάξω το τάνγκο με την ελληνική πραγματικότητα του Έβρου στη δεκαετία του 1970. Από εκεί και μετά ξεκίνησε μια πορεία που είχε να κάνει με την αναζήτηση της δικής μου μουσικής γλώσσας μέσα από το τάνγκο, χωρίς τις παραμέτρους της ταινίας, διότι αισθάνθηκα ότι ανακάλυπτα μια γλώσσα που ήδη μιλούσα. Λέω συχνά σε μαθητές μου ότι η μουσική δεν μαθαίνεται σε μία ζωή. Χρειάζεσαι πολλές για να την προσεγγίσεις. Αν δεν έρχεσαι ήδη από μια ζωή που την «έφερες», δύσκολα ξεκινάς σε αυτή - ή αν ξεκινήσεις δύσκολα θα πας πολύ μακριά... Κι αυτό γιατί είναι τόση η συμπαντική μουσική γνώση που φέρει η ανθρωπότητα σήμερα που απλά δεν είναι εφικτό να διδαχθεί σε ανθρώπους που δεν την «ξέρουν» ήδη. Με αυτό ως δεδομένο, και χωρίς φυσικά να μπορώ να ξέρω γιατί ένοιωσα ότι αυτή η γλώσσα έλεγε πράγματα στην ψυχή και το μυαλό μου που καταλάβαινα, ήθελα να την εξερευνήσω. Όμως, ακριβώς επειδή είναι μια παγκόσμια μουσική διάλεκτος και ο καθένας την ομιλεί με τον τρόπο του, πρέπει να είσαι σίγουρος ότι ο τρόπος σου δεν αντιγράφει κάποιον. Πρέπει να ψάξεις πιο βαθιά μέσα σου για να ανακαλύψεις τις αναφορές και να εστιάσεις κυρίως στα δικά σου στοιχεία, που αποτελούν τη γλώσσα σου. Αυτό πήρε 10 χρόνια: όχι τόσο τα μουσικά θέματα, όσο η γλώσσα, ο τρόπος. Είναι δύσκολο να εξηγήσω πιο πολλά, μιλώ για την προσωπική γραφή μου.

Πώς συνδέεται ο τίτλος του καθενός από τα 18 κομμάτια με το περιεχόμενό του;

Είναι για μένα μια υπενθύμιση της συνθήκης κάτω από την οποία «ξεκίνησα» να γράφω το κάθε θέμα. Γιατί δουλεύοντας τα θέματα δημιουργούνται και νέες εικόνες, αλλά όλα αυτά είναι μόνο μια αρχική εικόνα που ίσως βοηθά τον ακροατή να καταλάβει την αφετηρία μου.

Το έργο συνδέεται με το κίνημα του μαγικού ρεαλισμού. Με ποιον τρόπο αποτυπώνεται αυτή η σχέση στις συνθέσεις σας;

Για μένα το «ρεαλιστικό» είναι η χώρα της τονικότητας. Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τη μουσική δομή, εξηγούμε: η μουσική είναι φτιαγμένη από 12 φθόγγους. Όλη η μουσική γλώσσα, απαρτίζεται από δώδεκα φθόγγους, σαν μια γλώσσα με δώδεκα γράμματα. Από αυτές τις 12 νότες, κάθε μία τονικότητα χρησιμοποιεί μόνο τις 7 νότες. Οι άλλες 5 (σε κάθε σύστημα, όποιας τονικότητας) δεν χρησιμοποιούνται, διότι παράγουν ήχους που δεν ανήκουν σε αυτό το «μουσικό σύμπαν», και ακούγονται αμέσως ως «λάθος», ως ξένες... Αν αλλάξουμε τονικότητα, τότε ένα άλλο μοναδικό σύνολο 7 νοτών θα χρησιμοποιηθούν κ.ο.κ. Η αλλαγή από τη μία τονικότητα σε κάποια άλλη συνήθως δημιουργεί ένα αίσθημα «παράξενο», και χρησιμοποιείται σπάνια. Στα «Τάνγκος Του Μαγικού Ρεαλισμού» χρησιμοποιώ την «πολυτονικότητα», την αλλαγή από μία τονικότητα σε μια άλλη, για να αλλάξω τη «μουσική πραγματικότητα» του κάθε μέρους του έργου. Φυσικά δεν είναι κάτι που εφηύρα εγώ, είναι τεχνική που χρησιμοποιήθηκε ήδη από τον 19ο αιώνα, και αργότερα, στον 20ό, η ατονικότητα ήρθε να καταργήσει κάθε έννοια τονικότητας. Όμως ο τρόπος που ο κάθε συνθέτης χρησιμοποιεί την πολυτονικότητα - αν την χρησιμοποιεί - κάνει το έργο του και τη γραφή του ξεχωριστή και προσωπική. Στη δική μου περίπτωση αποτελούσε ίσως ένα ταμπού - το θεωρούσα, λανθασμένα, ως μια μορφή ευκολίας - και η διαδικασία είναι εν τέλει αποτέλεσμα πολλής σκέψης και πειραματισμού σε πολλά επίπεδα: τεχνικό, φιλοσοφικό, αισθητικό, συναισθηματικό... Προσπαθώ να κρατήσω τον εστιασμό ίδιο, είτε είναι η μελωδική γραμμή είτε το αρμονικό περίβλημα, και να αλλάξω κάποια στοιχεία με τρόπο ώστε να μην γίνεται σχεδόν αντιληπτό ή με το ελάχιστο δυνατό «ξένισμα», ακόμη και στους μυημένους. Με τον τρόπο αυτόν εισάγω νέα, «μη ρεαλιστικά» στοιχεία στην «τονική πραγματικότητά» του, με τρόπο ώστε η νέα τονικότητα να αποτελεί τη νέα πραγματικότητα, έχοντας μεταφέρει τον ακροατή σε έναν νέο «τόπο».


Ποιους δημιουργούς του εν λόγω κινήματος, Έλληνες και ξένους, αγαπάτε;

Με γοητεύει η γραφή πολλών συγγραφέων του μαγικού ρεαλισμού, από τον Μαρκές και τον Μουρακάμι, έως τον Ορχάν Παμούκ ή τη Ζυράνα Ζατέλη και τον Γιάννη Ξανθούλη. Αλλά αν θα έπρεπε να μιλήσω για τη σημαντικότερη επίδραση ενός, αυτός θα ήταν ο Μπόρχες. Είμαι χρόνια γοητευμένος σπουδαστής του.

Υπάρχουν στιγμιότυπα στο κανάλι σας στο YouTube από την πρώτη ζωντανή παρουσίαση του άλμπουμ, στην πατρίδα σας τη Λάρισα, όπου μαζί με την ορχήστρα βλέπουμε επί σκηνής και ένα ζευγάρι χορευτών. Καθώς συνθέτατε το υλικό, είχατε στον νου σας το πώς αυτό θα χορεύεται; Ποια είναι, αλήθεια, η σχέση σας με τον χορό;

Συνθέτω για τον χορό, έχω ξεκινήσει, αν θέλετε, την καριέρα μου σε απόλυτα δικά μου έργα (όχι παραγγελίες άλλων, εννοώ), συνθέτοντας το έργο «Ο Χορός Των Νεκρών Ρόδων», το 1999, ένα λυρικό πολυθέαμα που βασίστηκε στον σύγχρονο χορό, χορογραφημένο από τον Claudio Bernardo, έναν εξαιρετικό Βραζιλιάνο χορογράφο, χορευτή του Maurice Bejaurt, που ζει μόνιμα στις Βρυξέλλες. Ήταν μια παράσταση που είχε συμφωνική μουσική, κείμενα του Ανδρέα Στάικου, κινηματογραφημένες λήψεις, και ζωντανό χορό. Από τότε, έχω γράψει κατά καιρούς μουσική για παραστάσεις χορού, αλλά αν με ρωτάτε αν ο ίδιος χορεύω, τότε η απάντηση είναι «λίγο», και «ως ερασιτέχνης». Το τάνγκο είναι για μένα πρωτίστως μουσική. Και χορός, αλλά από τους άλλους... Αισθάνομαι τυχερός, γιατί, όπως μαθαίνω από πολλούς χορευτές και καθηγητές χορού, το «Τανγκό Των Χριστουγέννων» έχει «παντρέψει» πολλούς ανθρώπους, και είμαι πανευτυχής γι’ αυτό. Είναι μια συνηθισμένη επιλογή από νεόνυμφους, που το μαθαίνουν να το χορέψουν στο γλέντι μετά την τελετή του γάμου τους. Φυσικά συμβάλλουν και οι στίχοι, το «μια στιγμή για πάντα», της Ελένης Ζιώγα, και η ερμηνεία του Γιώργου Νταλάρα. Ο χορός είναι η σωματικοποίηση της μουσικής. Είναι μαγεία από μόνος του. Απλά εγώ είμαι συνθέτης...

Το τάνγκο είναι μια «ξένη» μουσική παράδοση, με την οποία πάντως καταπιάνεστε ιδιαίτερα πειστικά. Στα μέρη μας, παρ’ όλα αυτά, ακούμε συχνά φράσεις όπως «δεν υπάρχει ελληνικό ροκ» ή «δεν γίνεται ένας Βρετανός να ασχοληθεί με το ρεμπέτικο» κλπ. Πώς σχολιάζετε τέτοιου είδους «καθαρολογικές» απόψεις;

Όλα αυτά ισχύουν ή δεν ισχύουν, κατά περίπτωση, και ποτέ ως γενικός κανόνας. Όταν προσπαθήσεις να κάνεις «φολκλόρ» μουσική, δεν είναι η εθνικότητα που έχει σημασία, αλλά η «κατάσταση», η κοινωνικοπολιτική, μορφωτική, συνολική του κάθε ατόμου. Σήμερα, δεν μπορεί να κάνει κανείς ρεμπέτικο σαν τους παλιούς ρεμπέτες - ούτε οι Έλληνες. Όχι γιατί είμαστε χειρότεροι, αλλά γιατί είμαστε διαφορετικοί. Κάνουμε ρεμπέτικα σύγχρονα. Είναι σαν να λέμε ότι waltz δεν μπορεί να κάνει κανείς άλλος παρά οι Αυστριακοί ή ότι blues μπορούν να κάνουν μόνο οι Αφροαμερικανοί. Και φυσικά δεν θα κάνει κάποιος waltz όπως ο Στράους, αλλά σύγχρονα όπως ο Nino Rota ή ο Piovani, όπως κι εγώ έκανα ξεκινώντας για την ταινία του Fatih Akin “Solino” και κατόπιν μου πήρε χρόνια να απεξαρτηθώ διότι μου ζητούσαν διαρκώς waltz, όπως για παράδειγμα στην ταινία “Ένας Ήρωας Στη Ρώμη” ή στη “Χειμωνιάτικη Νοσταλγία”. Όταν ο Piazolla έκανε τάνγκο με τον δικό του τρόπο, θεωρήθηκε ιεροσυλία από πολλούς, κι ας ήταν Αργεντίνος. Άλλωστε, μέχρι πριν 20-30 χρόνια, ούτε η ίδια η Αργεντινή νοιαζόταν ιδιαίτερα για το τάνγκο, γιατί το θεωρούσε περιθωριακή μουσική, όπως κι εμείς τα ρεμπέτικα. Όταν το αποθέωσε η Αμερική και το διεθνοποίησε, κατάλαβαν ότι μπορεί να είναι πηγή πλούτου και κυρίως τουρισμού, και τότε το οικειοποιήθηκαν ως τουριστική ατραξιόν και δήθεν μέρος της ταυτότητάς τους. Η αλήθεια είναι ότι το τάνγκο δημιουργήθηκε κυρίως από ευρωπαίους μουσικούς στη Λατινική Αμερική αλλά και στην Ευρώπη, και ότι πέρασε από σαράντα κύματα, χλεύης, λήθης, ακόμη και μουσικής κακοποίησης, ταυτίζοντάς το πολλές φορές με γλυκερά, άνοστα, ενοχλητικά ρετρό ακούσματα. Εγώ δεν κάνω «φολκλόρ» μουσική και δεν με ενδιαφέρει φυσικά να πολιτογραφηθώ ως συνθέτης καμίας μουσικής εθνογεωγραφίας. Η σύγχρονη μουσική και κουλτούρα είναι πολύ πέρα από αυτά. Είμαστε όλοι πολίτες του κόσμου πια, αφού όλοι μας έχουμε πρόσβαση στην ίδια δεξαμενή μουσικής τέχνης. Τα “Τάνγκος Του Μαγικού Ρεαλισμού” είναι μουσική που βασίζεται στη φόρμα του τάνγκο, που όμως συνδυάζει τη συμφωνική σκέψη, την κινηματογραφική μουσική, και τη δική μου προσωπική γραφή και ενορχήστρωση.

Είχατε ηχογραφήσει με την Bulgarian Symphony Orchestra στο παρελθόν, στην παρούσα ηχογράφηση συμμετέχει η Sofia Soloists Chamber Orchestra. Ποια τα πλεονεκτήματα τέτοιων συνόλων σε σχέση με τα εγχώρια, που σας οδηγούν στο να τα προτιμήσετε;

Ηχογραφώ με ορχήστρες της Σόφιας από το 1996. Έχω συνεργαστεί με όλες σχεδόν τις σημαντικές ορχήστρες εκεί και γνωρίζω καλά τους σολίστες και τα σύνολα. Είναι εξαιρετικής μουσικής παιδείας. Είναι εξαιρετικοί επαγγελματίες, έχουν πολύ καλά studios και εκεί ηχογραφεί όλη η Ευρώπη τα soundtracks. Πιο πριν ήταν η Τσεχία και η Ουγγαρία, κατόπιν η Βουλγαρία, σήμερα και στα Σκόπια ηχογραφούνται πάρα πολλά soundtracks, 5-10 ανά εβδομάδα. Κι εδώ έχουμε πολύ καλά μουσικά σύνολα. Δεν έχουμε ακόμη τόσο καλά και πολλά μεγάλα στούντιο, για τόσο μεγάλες ορχήστρες, και ίσως αυτός ήταν και είναι ο σημαντικότερος λόγος που δεν έρχονται εδώ οι διεθνείς παραγωγές για να ηχογραφήσουν.

Οι σολίστες πώς επιλέχθηκαν; Είχατε συνεργαστεί ξανά μαζί τους στο παρελθόν;

Με τον Δημήτρη Αραμπατζή, τον ακορντεονίστα, συνεργαζόμαστε 6-7 χρόνια τώρα. Είναι εξαιρετικός, ακούραστος, αλάνθαστος, πολύ παρών στα live αλλά και στις ηχογραφήσεις. Με τη Margarita Ilieva στο πιάνο είναι η πρώτη φορά που συνεργάζομαι. Η Σόφια έχει πολλούς και εξαιρετικούς πιανίστες. Έχω συνεργαστεί μέσα στα χρόνια με πάρα πολλούς. Άλλωστε είναι ένα όργανο πολύ δημοφιλές - και φυσικά εξαιρετικά δύσκολο.

Σε συνέντευξή σας στη Σπυριδωνία Κρανιώτη, για το zougla.gr, έχετε πει ότι «δεν υπάρχει καμία πράξη που να μην είναι πολιτική, ούτε έργο». Ποια είναι, λοιπόν, η πολιτική πλευρά του νέου σας δίσκου; Και τι έχετε να σχολιάσετε για την πολιτική/εκλογική επικαιρότητα των ημερών;

Είναι επιλογή μου να μη μιλώ πολιτικά δημοσίως μονάχα διότι η εποχή μας είναι «μετά-πολιτική». Η πολιτική στην Ελλάδα, αλλά ίσως και παγκοσμίως, έχει πάψει να παράγει ιδέες και να εμπνέει. Μονάχα διχάζει και δεν θέλω να είμαι μέρος αυτής της διχαστικής δημόσιας συνομιλίας. Έχω απόψεις φυσικά και τις κρατώ για τον εαυτό μου. Όμως, αφού με ρωτάτε, θα σας πω ότι κατά τη γνώμη μου η πιο μεγάλη, σύγχρονη και ουσιαστική πολιτική πράξη είναι να κάνει ο καθένας αυτό που κάνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κι αν σήμερα μπορούμε ως το 10, αύριο να προσπαθήσουμε ως το 11, το 10,5 ή το 10,1. Αν το κάνουμε αυτό δεν θα γίνουμε απλά καλύτεροι μάστορες, σεφ, καθηγητές, γιατροί, μουσικοί. Θα ανοίξουμε έναν εσωτερικό διάλογο με τον εαυτό μας, που τόσο έχει ανάγκη ο άνθρωπος να μάθει πώς να τον κάνει. Θα μας μιλήσει ο εαυτός μας, θα του απαντήσουμε, θα αποδεχτούμε αυτό που είμαστε και θα προσπαθήσουμε να γίνουμε έστω και λιγάκι καλύτεροι, θα αποκτήσουμε αγάπη για τον διπλανό που μοχθεί, ανοχή που δεν τα καταφέρνει πάντα όπως κι εμείς, θα γίνουμε η αλλαγή που θέλουμε να δούμε να συμβαίνει. Φανταστείτε να μπορούσε να γίνει από όλους. Κι όταν γίνεις καλός σε κάτι, συνειδητοποιείς σε πόσα άλλα δεν είσαι καλός, και δεν έχεις φόβο να το ομολογήσεις, και σταματάς να κάνεις τον σοφό σε όλα. Θα μου πείτε: σιγά μην γίνει αυτό. Πιστέψτε με, δεν είναι ουτοπικό. Είναι πιο ρεαλιστικό από όλες τις πολιτικές προτάσεις που έχω ακούσει τα τελευταία 30 χρόνια μαζί.


Ως δημιουργός, δηλώνετε πάντα την πίστη και την αφοσίωσή σας στον άνθρωπο, στη ζωή, στα συναισθήματα. Τελευταία όλα αυτά μοιάζουν σε κίνδυνο - ή έτσι θεωρούν κάποιοι - εξαιτίας της ολοένα και μεγαλύτερης χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης, στην τέχνη και αλλού. Πώς νιώθετε - και τι σκέφτεστε - απέναντι σε αυτή την εξέλιξη;

Δεν νομίζω ότι υπάρχει κίνδυνος να αντικατασταθούν οι καλλιτέχνες από μηχανές τεχνητής νοημοσύνης. Η τεχνητή νοημοσύνη είναι εξαιρετική στο να κάνει γρήγορα πράγματα που την έχουμε προγραμματίσει να κάνει, και να συνδυάζει πράγματα από ήδη υπάρχοντα. Ακόμη και αν δεν έχει σχετικό υλικό και συνδυάζει άσχετα μεταξύ τους πράγματα, είναι γιατί εμείς την έχουμε προγραμματίσει έτσι, δηλαδή λάθος. Από αυτό, έως το να «δημιουργήσει» τα επόμενα έργα τέχνης, είναι μια απόσταση που δεν έχω πειστεί ότι μπορεί να διανυθεί. Ενδεχομένως μουσικά «προϊόντα» -α κούσματα σαν αυτό ή το άλλο - μπορεί να δούμε να δημιουργούνται... Είναι όμως αυτά τέχνη; Αν μας ενδιαφέρει η μουσική ως τρόπος «συνοδείας» διαφόρων στιγμών, π.χ. τη στιγμή που ψωνίζουμε σε ένα πολυκατάστημα, ή ως προϊόντα που σκοπό έχουν την κατανάλωση αλκοόλ στα κλαμπ, τότε δεν έχει και τόση σημασία ίσως. Αν μιλάμε για τέχνη ως κάτι υψηλό, ως αυτό που θα έπρεπε να είναι πάντα, δεν νομίζω ότι έχουμε να φοβηθούμε από την τεχνητή ή τη φυσική νοημοσύνη. Τη φυσική και τεχνητή ανοησία να φοβάστε.

Η ορχηστρική μουσική έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να ταξιδέψει ελεύθερη σε όλη την υφήλιο, χωρίς τα εμπόδια που αντιμετωπίζει το τραγούδι, λόγω της εκάστοτε χρησιμοποιούμενης γλώσσας. Από την άλλη, δεν φαίνεται να αποτελεί προτίμηση του μεγάλου κοινού. Τι λέει η δική σας εμπειρία από την πρόσληψη του μέχρι σήμερα έργου σας;

Γιατί πρέπει να μας ενδιαφέρει αυτό; Δεν κάνω στατιστικές αναλύσεις. Και μόνο το γεγονός που μου ανακοινώνουν οι μουσικές πλατφόρμες ότι η μουσική μου ακούγεται σε 90+ χώρες, μου είναι στο όριο του απίστευτου. Τώρα πόσοι μπορεί να είναι σε απόλυτο αριθμό, ή ποιο ποσοστό, έχει καμία σημασία; Υπάρχουν πράγματα που έγιναν γνωστά σε μία μέρα λόγω συγκυριών, και άλλα που ξεχάστηκαν επίσης σε μια μέρα. Η αξία δεν μετριέται ποτέ από τους αριθμούς. Η πραγματική ουσία μιας μουσικής εμπειρίας, ενός μουσικού κειμένου, είναι τόσο πολυδιάστατη που δεν υπάρχει μέτρο για να τη μετρήσουμε. Έχω σπουδάσει διάφορα πράγματα, κυρίως θετικές επιστήμες, κάμποσα μαθηματικά, και θα σας έλεγα ότι όσα πιο πολλά μάθαινα, τόσο κατέληγα στο συμπέρασμα ότι η πιο δύσκολη μετάβαση στα μαθηματικά είναι από τον αριθμό 1 στον αριθμό 2. Η μουσική δημιουργεί μια πολύ προσωπική σχέση μεταξύ του συνθέτη και του ακροατή. Το να σου επιτρέπει κάποιος να μπεις στο μυαλό και την ψυχή του είναι ανεκτίμητο, και σίγουρα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μαζικά, ακόμη κι αν μια μουσική έχει καθολική αποδοχή. Κάθε στιγμή, κάθε ακροατής, κάθε σχέση ψυχής είναι μοναδική. Οι μεγάλοι αριθμοί δεν αποδίδουν τίποτα προσωπικό. Όλα αρχίζουν και σταματούν μεταξύ των αριθμών 1 και 2.

Ποια τα καλλιτεχνικά σας σχέδια για τη συνέχεια;

Γράφω διαρκώς. Εργάζομαι πάντα σχεδόν σε περισσότερα από 3-4 έργα. Με μονοπωλούν με διαφορετικό τρόπο, και μπορεί κάποιο να ωριμάσει πιο νωρίς από τα άλλα, οπότε να ασχοληθώ μόνο με αυτό για μερικούς μήνες και μετά να επιστρέψω στα άλλα.

Και πώς σκοπεύετε να περάσετε το καλοκαίρι σας;

Το καλοκαίρι για μένα δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο σημαντικό από τις άλλες εποχές. Δεν κάνω διακοπές γιατί δεν μπορώ να «διακόψω» από αυτό που κάνω. Κάνω ταξίδια όποτε μπορώ, ανεξαρτήτως εποχής. Τις καλοκαιρινές νύχτες, όμως, στο μαγευτικό σημείο που ζούμε, όπως σχεδόν σε όλη τη Μεσόγειο, αισθάνεσαι λιγάκι πιο αθάνατος, άτρωτος... Αυτή είναι μια αίσθηση που πάντα νοσταλγώ τον χειμώνα, και που πάντα δίνω υπόσχεση στον εαυτό μου να «αξιοποιήσω» πιο πολύ το επόμενο καλοκαίρι... Τις πιο πολλές φορές, όμως, χάνω τις στιγμές όπως όλοι μας, και ζω με τις ενοχές και τα όνειρά μου ξανά...


Διαβάστε ακόμα