Square 2x2

Robbie Robertson, Sixto Rodriguez, in memoriam

Ψάχνοντας τον Sugar Man στην απόλυτη Μπάντα.

Διαβάστηκε φορες

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η μουσική που γέννησε ο Robbie Robertson με τους The Band, στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, και στις επόμενες σόλο προσπάθειές του έθεσε τα θεμέλια για το είδος που σήμερα αποκαλούμε Americana. Ο καναδικής καταγωγής μουσικός, ο οποίος πέθανε την περασμένη Τετάρτη στα 80 του μετά από μάχη με τον καρκίνο, συνδύασε με μοναδικό τρόπο τις επιρροές και τις εμπνεύσεις του, που προέρχονταν από όλο το μουσικό χάρτη: Τη μουσική της διασποράς των Cajuns της Λουϊζιάνα, τα μπλουζ του Δέλτα του Μισισιπή, το ροκ των Μεσοδυτικών Πολιτειών, με την τζαζ, τη λαϊκή μουσική και την country.

Ο  Robertson μετέφερε τη μουσική προς τα εμπρός, οδηγώντας τους ακροατές του και τον εαυτό του πίσω στο χρόνο. Το μπάσιμό του στα μουσικά πράγματα έγινε με μία audition για τη θέση του μπασίστα για τον rockabilly καλλιτέχνη Ronnie Hawkins, ο οποίος ονόμαζε τους μουσικούς που τον συνόδευαν The Hawks. H φιλία του Robertson με το γεννημένο στο Αρκάνσας ντράμερ Levon Helm και με τους άλλους μουσικούς από το Οντάριο που είχε αποκτήσει ο Hawkins μέχρι το 1961, τους Rick Danko, Richard Manuel και Garth Hudson, γέννησε το 1964 τους Levon and the Hawks. 


Έναν χρόνο αργότερα συνεργάστηκαν με τον Bob Dylan ως το υποστηρικτικό του γκρουπ στην περιοδεία του και σε ηχογραφήσεις στο στούντιο. Ο Dylan βρισκόταν στο απόγειο της φήμης του εκείνη την περίοδο. 

Τη στιγμή που το γκρουπ «έκοψε» τα δύο πρώτα του άλμπουμ, το "Music From Big Pink" του 1968 και το "The Band" του 1969, είχαν ένα νέο όνομα: «Η Μπάντα», The Band

τα τραγούδια, γραμμένα κυρίως από τον Robertson και ερμηνευμένα από τους Helm, Manuel και Danko, δεν έμοιαζαν με τίποτα άλλο που κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή. Κομμάτια-παραβολές, όπως το "The Weight", το οποίο περιείχε εδάφια από τη Βίβλο μαζί με λαϊκές ιστορίες του αμερικάνικου Νότου, το "The Night They Drove Old Dixie Down", το οποίο ακουγόταν σαν να το είχε τραγουδήσει πραγματικά ένας ηττημένος στρατιώτης της Συνομοσπονδίας το 1865, το "King Harvest (Has Surely Come)", ο θρήνος ενός αγρότη της εποχής της μεγάλης ύφεσης, το "Up The Cripple Creek", τα λόγια ενός οδηγού φορτηγού που επιστρέφει στο σπίτι. Είναι πολύς ο δρόμος από το Τορόντο έως τον βαθύ αμερικανικό Νότο και τη θαμμένη ιστορία μιας ηπείρου, αλλά ο Robbie Robertson τον διάβηκε με χάρη και απαράμιλλη μουσική γοητεία.

Μια τέτοια μουσική γοητεία αναμφισβήτητα χαρακτήρισε και τη ζωή του Sixto Diaz Rodriguez, του μουσικού από το Ντιτρόιτ που απέκτησε διεθνή φήμη ως θέμα του βραβευμένου με Όσκαρ ντοκιμαντέρ "Searching For Sugar Man", που πέθανε το βράδυ της Τρίτης, στα 81 του. 

Το ντοκιμαντέρ "Searching For Sugar Man" κυκλοφόρησε το 2012 και ανίχνευσε τη σχεδόν απίστευτη ιστορία του Rodriguez, από την αφάνεια στη διεθνή επιτυχία που πέτυχε δεκαετίες αφότου ηχογράφησε δύο άλμπουμ στο Ντιτρόιτ στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η ταινία, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Malik Bendjelloul, κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους στην 85η τελετή απονομής των βραβείων Όσκαρ, το 2013.

Ο Rodriguez, λοιπόν, ηχογράφησε δύο άλμπουμ στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στο Ντιτρόιτ: το "Cold Fact" (1970) και το "Coming From Reality" (1971). Και τα δύο είχαν αποτύχει εμπορικά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως, η άφιξη του διαδικτύου άλλαξε τη ζωή για τον αμερικανό μουσικό. Η κόρη του Eva βρήκε το 1997 μία ιστοσελίδα αφιερωμένη σε αυτόν στη Νότια Αφρική, με πολλές ιστορίες που έλεγαν οι fans μεταξύ τους. Ο ένας υποστήριζε ότι ο πατέρας της αυτοπυροβολήθηκε στη σκηνή. Ένας άλλος «αποκάλυπτε» ότι έκανε υπερβολική δόση ηρωίνης. Ο ιδρυτής ενός από αυτούς τους ιστότοπους, ένας ροκ δημοσιογράφος ονόματι Craig Bartholomew, κατέληξε να τηλεφωνήσει στον Rodriguez αφού τον έψαχνε για χρόνια. 

Λίγο αργότερα, ένας άλλος πιστός θαυμαστής του, ο Stephen Segerman, του τηλεφώνησε επίσης λέγοντάς του ότι «Στη Νότια Αφρική είσαι μεγαλύτερος από τον Έλβις», για να ακολουθήσουν πολλές sold out συναυλίες το 1998. Τα σκληρά θέματα των τραγουδιών του Rodriguez εξέφραζαν πολλούς καταπιεσμένους νεαρούς Νοτιοαφρικάνους που προσπαθούσαν να ανταπεξέλθουν στις βάναυσες πολιτικές του απαρτχάιντ, το οποίο αντιμετώπιζε τους Μαύρους και άλλους μη Λευκούς ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. 

Το 2008, τα άλμπουμ του επανακυκλοφόρησαν, αποσπώντας  ένα κύμα αναγνώρισης από τους κριτικούς και άρχισε να περιοδεύει εκτεταμένα και να παίζει σε μεγάλους χώρους σε πολλές χώρες και σε ελίτ μουσικά φεστιβάλ όπως το Coachella.

"Ο κόσμος είναι ένα τόσο μεγάλο μέρος και υπάρχει αρκετός για όλους", ήταν μια από τις φράσεις που συνήθιζε να λέει αυτός ο εξαιρετικός άνθρωπος και μουσικός.



Διαβάστε ακόμα