Φωτο ΕΞ

Κώστας Μπακιρτζής: Με αναλογικό σινεμά, ρομαντικούς στίχους και μουσικές φιλίες φτιάχνει τον δικό του κόσμο

Μια κουβέντα με έναν «παρελθοντολάγνο» νέο ερμηνευτή και σινεφίλ από τη Θεσσαλονίκη.

Διαβάστηκε φορες

Με αφορμή την επερχόμενη, sold out εμφάνισή του απόψε, Σάββατο 3 Μαΐου, στη Μικρή Σκηνή της Θεσσαλονίκης (άλλοτε στέγη για το θρυλικό στούντιο «Αγροτικόν» του Νίκου Παπάζογλου), όπου θα παρουσιάσει μέρος της συνολικής του δισκογραφίας, μαζί με τους αγαπημένους του μουσικούς, ο Κώστας Μπακιρτζής μίλησε στο MixGrill εφ όλης της ύλης.

O Κώστας Μπακιρτζής ή και Γιώργος Κωστογιώργης, όπως μας συστήνεται μέσα από την προσωπική του σελίδα, είναι ένας νέος τραγουδοποιός με βαθιά αγάπη για τον κινηματογράφο, την ποίηση, και την ομορφιά της ζωής. Γεννήθηκε το 1998 στη Θεσσαλονίκη αλλά θα μπορούσε να είχε γεννηθεί το 1908, και θα μπορούσε να είναι ένας εξαιρετικός τροβαδούρος του Μεσοπολέμου. Η ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής μοιάζει να τον γοήτευσε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μελοποιήσει τους σημαντικούς ποιητές εκείνης της περιόδου, στα δύο του πρώτα άλμπουμ: «Το Καλοκαίρι Πέρασε Σα Ρίγος», (2021), και «Τα Άνανθα Χρόνια Μου», (2023). Ο τρίτος του δίσκος θα κυκλοφορήσει σύντομα, σε δικούς του στίχους αυτήν τη φορά.

Τα τελευταία χρόνια επιμελείται τα αφιερώματα και τις ειδικές προβολές των κινηματογράφων Βακούρα, Μακεδονικόν και των θερινών Απόλλων και Ναταλί

Η λατρεία του για το σινεμά είναι έκδηλη. Δεν αγαπάει απλώς τις ταινίες αλλά όλη τη διαδικασία, την τελετουργία μέχρι την ώρα της προβολής. Ως άνθρωπο τον διακρίνει μια σπάνια ευγένεια και καλαισθησία.

Στην κουβέντα μας αναφερθήκαμε σε όλα τα παραπάνω αλλά και στη συναυλία της 3ης Μαΐου, στη γενέτειρά του Θεσσαλονίκη. 

MixGrill.: Κώστα, σε καλωσορίζουμε στο MixGrill. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε έχεις την επιμέλεια των σπουδαίων αφιερωμάτων του Σινέ Βακούρα στον ελληνικό κινηματογράφο, ενώ πέρασες ακόμη μια δημιουργική σεζόν στο Θερινό Απόλλων, που ξεκίνησε ήδη τις προβολές του για το καλοκαίρι του 2025. Πριν πόσα χρόνια ξεκίνησε αυτή η διαδρομή και με ποια αφορμή;

Κώστας Μπακιρτζής: Όλα ξεκίνησαν το πρώτο καλοκαίρι μετά την καραντίνα. Ήμουν σχεδόν κάθε μέρα στο θερινό κινηματογράφο Απόλλων και παρακολουθούσα όλες τις ταινίες που προβάλλονταν. Η Ιωάννα Ράππου «κάτι είδε» στην αγάπη μου για τον κινηματογράφο και μου έδωσε την ευκαιρία να μπω σε αυτόν τον μαγικό κόσμο. Θα της είμαι πάντα ευγνώμων. 

M.G.: Πιστεύω πως το ελληνικό σινεμά έχει συχνά αδικηθεί από μερίδα του κοινού ή των κριτικών. Κάποια από τα αριστουργηματικά του δείγματα τα παρακολουθούμε ήδη στις Βραδιές Φιλμ του κινηματογράφου Βακούρα. Μίλησέ μας για αυτές τις βραδιές. Είσαι ικανοποιημένος με την προσέλευση του κόσμου; Τι σου λένε για τις προβολές;

Κ.Μ.: Είμαι απόλυτα ικανοποιημένος με την προσέλευση, αφού οι περισσότερες προβολές γέμισαν ασφυκτικά από κόσμο που θέλησε να γνωρίσει ή να ξαναγνωρίσει όλα αυτά τα τόσο σπουδαία δημιουργήματα του εγχώριου σινεμά στη μεγάλη οθόνη. Όλες οι προβολές του αφιερώματός μας γίνονται από κόπιες φιλμ 35 χιλιοστών σε μια μηχανή προβολής του 1952. Οι ταινίες δηλαδή από την απόλυτα φυσική τους μορφή. Όσο κλισέ και αν ακούγεται, είναι κάτι που πρέπει να βιώσεις για να καταλάβεις πραγματικά τι μαγικό συμβαίνει στη μεγάλη αίθουσα του κινηματογράφου Βακούρα κάθε Τρίτη. Το να εργάζεσαι σε κινηματογράφο είναι μια διαρκής ανθρωποκεντρική παρατήρηση και μελέτη.

M.G.: Διανύουμε μια δύσκολη εποχή για τις ελληνικές αίθουσες και τον πολιτισμό γενικότερα. Έχουν κλείσει ιστορικοί κινηματογράφοι, ενώ είναι πια πολύ απλή υπόθεση να κατεβάσει κάποιος πειρατικά μια ταινία. Είναι ένα προσωπικό στοίχημα για σένα να γεμίσουν και πάλι οι αίθουσες με θεατές; Να μην έχουμε και άλλες απώλειες;

Κ.Μ.: Αν ζήσει ένας άνθρωπος την μαγεία της σκοτεινής αίθουσας, θα καταλάβει αμέσως πως η μεγάλη οθόνη υπερνικά σε όλους τους τομείς την παρακολούθηση μιας ταινίας στο σπίτι. Προσωπικά, κάνω ό,τι μπορώ προκειμένου να πείσω τον κόσμο να έρθει στις αίθουσες. Αν έρθει, χαίρομαι γιατί αυτό σημαίνει πως κάναμε σωστά την δουλειά μας μα πιο πολύ ενθουσιάζομαι διότι το σινεμά, κάτι θεϊκό για μένα, έχει την δύναμη να κυριεύει και να αγκαλιάζει όποιον έρχεται κοντά του. 

M.G.: Ποιά προβολή έχεις απολαύσει περισσότερο μέχρι τώρα και τι ήταν αυτό που την έκανε ξεχωριστή;

Κ.Μ.: Την προβολή της ταινίας «Συνοικία Το Όνειρο (1961)» του Αλέκου Αλεξανδράκη. Με συγκινεί η μουσική του Θεοδωράκη, με στεναχωρούν τα όσα βίωσε ο Αλεξανδράκης επειδή τόλμησε να κάνει αυτήν την ταινία. Ήταν συγκλονιστική εκείνη η προβολή από τη μουσειακή κόπια, σε μια αίθουσα που δεν έπεφτε καρφίτσα. Δεν νομίζω πως θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη βραδιά. 

M.G.: Το θερινό Απόλλων, αν δεν κάνω λάθος, μας αποχαιρέτησε στα μέσα του περασμένου Νοέμβρη με κουβέρτες, σούπες και χριστουγεννιάτικες ταινίες. Τι κρατάς από εκείνη τη νύχτα; 

Κ.Μ.: Κανένας από την ομάδα μας δεν περίμενε αυτήν τη συγκλονιστική προσέλευση. Πάνω από 1000 άτομα πέρασαν από τον Απόλλωνα, σε δύο βραδιές που δεν μπορείς εύκολα να περιγράψεις. Θυμάμαι πόσο αποσβολωμένοι παρακολουθούσαμε τους ανθρώπους που έμπαιναν στην αίθουσα. Ήταν ατελείωτοι! Τι καλύτερο από ένα γεμάτο σινεμά που παρακολουθεί τη σπουδαιότερη, για μένα, Χριστουγεννιάτικη ταινία όλων των εποχών; Αναφέρομαι στο “It's a Wonderful Life” του Κάπρα.

M.G.: Ποια είναι η ταινία που έχεις δει περισσότερες φορές στη ζωή σου; Υπάρχει κάποια κινηματογραφική ατάκα που χρησιμοποιείς συχνά στην καθημερινότητά σου;

Κ.Μ.: Με μεγάλη διαφορά το “Taxi Driver” του Σκορσέζε. Υπάρχουν πάμπολλες ατάκες από διάφορες ταινίες που έχουν χαραχθεί στη μνήμη μου. Ξεχωρίζω πάντα και αναφέρω κάποιες φορές μια του Ντε Νίρο στο “A Bronx Tale (1990)”: «Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στη ζωή από τα χαραμισμένα ταλέντα». Τι ταινία!

M.G.: Ένα μεγάλο μέρος των κλασικών ταινιών έχει πια αποκατασταθεί ψηφιακά ενώ δεν λείπουν οι παρεμβάσεις στη μουσική ή το χρώμα μιας ταινίας, κάνοντάς την π.χ. από ασπρόμαυρη, έγχρωμη. Οι βραδιές φιλμ του Βακουρα, από την άλλη, μας δίνουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε ταινίες από την αρχική τους κόπια, σπάνιες, συλλεκτικές και γυμνές από φτιασίδια. Πόσο πολύ επηρεάζει την ατμόσφαιρα μιας ταινίας αυτό;

Κ.Μ.: Είμαι υπέρμαχος στο να προβάλλονται οι ταινίες όπως ακριβώς κυκλοφόρησαν στις κινηματογραφικές αίθουσες. Είναι πάρα πολύ σημαντική η ψηφιακή αποκατάσταση των ταινιών, ωστόσο θεωρώ έγκλημα το να γίνονται παρεμβάσεις όπως στη μουσική ή τα χρώματα που αναφέρατε. Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, πολλές ελληνικές ταινίες ψηφιοποιούνται σε ανάλυση 4Κ. Είναι κάτι που πρέπει να γίνεται για να διασωθούν αρχικά οι ταινίες και να προβάλλονται πιο εύκολα σε διάφορα αφιερώματα. Παρά το εντυπωσιακό αποτέλεσμα, όμως, θα με κερδίζει πάντα το αναλογικό με τα ολοζώντανα χρώματά του και τις τέλειες ατέλειες που το κάνουν τόσο μοναδικό. Εντελώς συνειδητά, όπως καταλάβατε, διαλέξαμε στον κινηματογράφο Βακούρα να γίνονται οι προβολές μας από τις original κόπιες φιλμ των ταινιών.

M.G.: Ο αγαπημένος σου σκηνοθέτης σού προτείνει ένα ρόλο στη νέα του ταινία. Θα απαντούσες θετικά;

Κ.Μ.: Γίνεται να αρνηθείς κάτι στον Μάρτιν Σκορσέζε!;

M.G.: Να περάσουμε στην άλλη μεγάλη σου αγάπη: τη μουσική. Έχουν κυκλοφορήσει δύο προσωπικοί δίσκοι με την υπογραφή σου μέχρι στιγμής: «Το Καλοκαίρι Πέρασε Σα Ρίγος» το 2021 και τα «Τα Άνανθα Χρόνια Μου» το 2023. Στο πρώτο, ο Αργύρης Μπακιρτζής είναι η κεντρική φωνή του δίσκου, ερμηνεύοντας με ευαισθησία στίχους απαράμιλλης ομορφιάς. Η μελοποίηση είναι απόλυτα ταιριαστή με το ύφος και την ονειρική ατμόσφαιρα των ποιημάτων. Είναι αξιοσημείωτο ότι σου πήρε μόλις 10 μέρες να ντύσεις μελωδικά τους στίχους, και μάλιστα στις δύσκολες συνθήκες της πανδημίας του 2020. Πώς τα κατάφερες και γιατί έχρισες τον Αργύρη Μπακιρτζή βασικό ερμηνευτή των πρώτων τραγουδιών σου; 

Κ.Μ.: Αυτά τα τραγούδια ταίριαξαν απόλυτα με τη φωνή του Αργύρη Μπακιρτζή. Για μένα, πραγματικά δεν θα μπορούσε να τα ερμηνεύσει κανένας άλλος πέρα από αυτόν. Ήταν άκρως τιμητική και συγκινητική αυτή η συνεργασία για πάμπολλους λόγους. 

M.G.: Τα ποιήματα κατά έναν τρόπο σε διάλεξαν ή τα διάλεξες εσύ;

Κ.Μ.: Δεν μπορώ να σας απαντήσω ακριβώς. Σημασία έχει, όμως, ότι όλα με κάποιον τρόπο μού μίλησαν.

M.G.: Γύρω μας σχεδόν καθημερινά, συμβαίνουν πολλά άσχημα και βίαια γεγονότα. Ποιός είναι ο δικός σου τρόπος να δραπετεύεις από όλα αυτά;

Κ.Μ.: Να ακούω την δισκογραφία του Bill Evans, να φωτογραφίζω σπίτια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και να περνάω χρόνο με τους ανθρώπους που αγαπώ. Στην καρδιά της κόλασης που ζούμε, να φτιάξουμε ένα μικρό καταφύγιο για να αντέξουμε.

M.G.: Στο τελευταίο δίσκο σου, με τίτλο «Τα ;Aνανθα Xρόνια Mου», είσαι ο ερμηνευτής. Προσωπικά ξεχώρισα τις ερμηνείες σου στο «Κελάδισμα» και το «Σ' Aγαπώ», ενώ μοιράζονται μαζί σου κάποια ντουέτα η Κατερίνα Σισίννι, ο Φοίβος Δεληβοριάς και ο Αργύρης Μπακιρτζής. Ένιωσες πιο σίγουρος για τον εαυτό σου μετά την ολοκλήρωση αυτού του δίσκου; Και ποια είναι τα υλικά που κάνουν πετυχημένη μια συνεργασία;

Κ.Μ.: Δεν νομίζω ότι υπάρχει περίπτωση να νιώσω ποτέ σίγουρος για τον εαυτό μου αλλά ναι, ήταν ένα βήμα το να είμαι ο βασικός ερμηνευτής σε μια δισκογραφική δουλειά. Ήταν ποιήματα και τραγούδια που τα αγάπησα πολύ, οπότε αποφάσισα να τα τραγουδήσω κιόλας. Μια πετυχημένη συνεργασία βασίζεται στο θαυμασμό και την αλληλοεκτίμηση, στο να υπάρχουν ισχυροί φιλικοί δεσμοί.

M.G.: Λαπαθιώτης, Ουράνης, Γκόλφης, Παπανικολάου. Μερικοί μόνο από τους ποιητές που βρίσκονται και στους δύο δίσκους. Εκπρόσωποι της Ρομαντικής Σχολής, έχουν χαρακτηριστεί ως «καταραμένοι» κάποιοι από αυτούς. Τι σε έκανε να ασχοληθείς τόσο ενεργά με τους ποιητές της εποχής του Μεσοπολέμου;

Κ.Μ.: Η μουσικότητα των στίχων τους, η έλλειψη φραγμών και ορίων στον έρωτα, η υπέροχη υπερβολή στα πάντα, ο ατέρμονος ρομαντισμός που δεν φοβάται ούτε δευτερόλεπτο να διαχυθεί. 

M.G.: Βρίσκεις σύνδεση ανάμεσα στην εποχή μας και σε όσα συνέβησαν έναν αιώνα πριν; Υπάρχουν κοινές ανησυχίες;

Κ.Μ.: Δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός γιατί κατηγορούμαι συνεχώς από τον περίγυρό μου ως… παρελθοντολάγνος. Ακόμη, δεν έζησα πριν από έναν αιώνα για να μπορώ να απαντήσω. Διαβάζοντας τα ποιήματα του Κωνσταντίνου Χατζοπούλου, όμως, που γράφτηκαν και κυκλοφορούσαν κυρίως στις αρχές του 20ου αιώνα, μπορώ να πω με σιγουριά το εξής: το χρόνο και το θάνατο τον νικάει μόνο ο έρωτας. 

M.G.: Ζούμε λίγο σε γρήγορες ταχύτητες. Η ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία γίνεται μέσα από οθόνες και μερικές φορές μπορεί να συνομιλούμε και με ψεύτικα προφίλ. Συγκρίνοντας το τότε με το τώρα;

Κ.Μ.: Μάστιγα οι οθόνες και μια παγίδα που έχουμε πέσει οι περισσότεροι μέσα. Είναι σημαντικό να κοιταζόμαστε στα μάτια. Ας το προσπαθήσουμε.

M.G.: Θα δανειστώ ένα στιχάκι του Μήτσου Παπανικολάου από το ποίημα «Κυριακή»: «Τότε που ήτανε τα μάτια ταχυδρόμοι των ερώτων». Και θα θυμηθώ με πόση τρυφερότητα έκρυψε το όνομα του αγαπημένου του μέσα σε μια ακροστιχίδα ο Λαπαθιώτης στο ποίημα του «Ερωτικό». Συναντήσεις, γράμματα, μικρές χειρονομίες αγάπης σε μια κατά τα άλλα σκοτεινή εποχή, που όμως ο έρωτας έβρισκε τον τρόπο να ανθίσει. Στη δική μας εποχή, των social media πώς μπορεί να ανθίσει; Πόση αξία έχει να παραμένει κανείς ρομαντικός;

Κ.Μ.: Ο κάθε άνθρωπος είναι ρομαντικός με το δικό του τρόπο. Αξία έχει ότι εκφράζει τον καθένα, ότι τον συγκινεί. Μου αρέσει πολύ να αλληλογραφώ. Λατρεύω τα κρίνα και τα τριαντάφυλλα —τα δεύτερα περισσότερο όταν μαραίνονται—, αγαπάω να γράφω τραγούδια. Αυτό δεν με κάνει, όμως, πιο ρομαντικό από έναν άνθρωπο εξίσου ερωτευμένο που το εκφράζει διαφορετικά. 

M.G.: Εσύ γράφεις; Μελλοντικά θα δούμε κάτι σε δικό σου στίχο; Ετοιμάζεις κάτι που μπορεί να ανακοινωθεί;

Κ.Μ.: Η τρίτη μου δισκογραφική δουλειά που αναμένεται να κυκλοφορήσει το Φθινόπωρο του 2025. Απαρτίζεται κυρίως από τραγούδια σε δικούς μου στίχους ενώ ολόκληρο το άλμπουμ είναι γραμμένο για τη φωνή της Κατερίνας Σισίννι.

M.G.: Ποιός είναι ο δίσκος που σε εμπνέει και δεν αποχωρίζεσαι ποτέ;

Κ.Μ.: Το «Moon Beams (1962)» του Bill Evans. 

M.G.: Σου αρέσει να φωτογραφίζεις όμορφα αρχοντικά, νεοκλασικά αλλά και κάποια μικρά σπιτάκια που αντιστέκονται ακόμα και δεν έχουν καταλήξει πολυώροφες πολυκατοικίες. Λες και μέσα από το φακό σου τους χαρίζεις την αθανασία. Θυμάσαι ποια ήταν η πρώτη φωτογραφία που τράβηξες; Και πότε άρχισε το πάθος σου με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική;

Κ.Μ.: Στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, Ζάλιζα τον πατέρα μου προκειμένου να γυρίσουμε όλους τους σιδηροδρομικούς σταθμούς της Αν. Μακεδονίας και Θράκης προκειμένου να τους φωτογραφίσουμε. Νομίζω από εκείνα τα αριστουργηματικά κτίρια ξεκίνησε η αγάπη μου για την αρχιτεκτονική.

M.G.: Μοιράζεις το χρόνο σου ανάμεσα σε Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Αθήνα. Οι αγαπημένες σου γωνιές σε αυτά τα τρία μέρη;

Κ.Μ.: Κυρίως στην Θεσσαλονίκη και την Αθήνα πλέον. Αγαπημένες μου γωνίες στην πόλη που γεννήθηκα, οι κινηματογράφοι που εργάζομαι και ο κινηματογράφος Βίλμα, που θα μου λείψει πολύ, αν και τον έζησα από μια κάποια απόσταση. Στην Αθήνα ποια γωνιά να πρωτοδιαλέξω; Γεμάτη κρυμμένους θησαυρούς —ακόμα— αυτή η πόλη που τόσο αγαπώ. Λατρεύω να διασχίζω την Αγίου Κωνσταντίνου και να κοντοστέκομαι μπροστά στον εμβληματικό κινηματογράφο ΣΤΑΡ παρέα με το φίλο μου τον Τόνυ, πηγαίνω για αφρόγαλο με μέλι στη Στάνη, στην Ακάμαντος μπορεί να βρει κανείς την αθανασία.

M.G.: Το Σάββατο 3 Μαΐου για πρώτη φορά θα παίξεις full band live «εντός έδρας», στη Μικρή Σκηνή. Πως νιώθεις για αυτό; Τι έχεις ετοιμάσει για αυτή τη βραδιά;

Κ.Μ.: Ανυπομονώ για την συναυλία στην Μικρή Σκηνή. Τα τέσσερα από τα πέντε μέλη της μπάντας έχουμε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, ενώ τα περισσότερα τραγούδια του καινούργιου άλμπουμ γράφτηκαν και αναφέρονται στην γενέθλια πόλη μας. Το λάιβ του Φεβρουαρίου στην Αθήνα ήταν συγκινητικό μα αισθάνομαι πως αυτά τα τραγούδια θα έχουν ίσως να πουν κάτι περισσότερο εδώ. 

M.G.: Πες μας λίγα λόγια για τα μέλη της μπάντας, πώς γνωριστήκατε και δέσατε; Θα υπάρξουν και άλλες εμφανίσεις;

Κ.Μ.: Η τρίτη μου δισκογραφική δουλειά θα αποτελείται από τραγούδια που γράφτηκαν για την φωνή της Κατερίνας Σισίννι. Είναι ένας άνθρωπος που αγαπώ ειλικρινά, που θαυμάζω και που θέλω να είμαι κοντά της. Ο Πάνος Βουλγαράκης, φίλος αδερφικός πια και συνοδοιπόρος στη ζωή, εξαιρετικός μουσικός με εμπνευσμένες ιδέες, παίζει ηλεκτρικό μπάσο και κοντραμπάσο. Ο Γρηγόρης Οικονόμου στα τύμπανα και τα electronics, πολύ σπουδαίος μουσικός, αγαπημένος φίλος και το πρώτο μου τηλεφώνημα μετά από κάθε αγώνα του ΠΑΟΚ. Και οι τρεις τους μέλη μιας μπάντας που έχω μέσα στην καρδιά μου, τους The Speakeasies Swing Band. Τέλος, ο Κωστής Σταμούλης στο βιολί και το συνθεσάιζερ είναι κάτι παραπάνω από αδερφός μου, συγκάτοικος και ο άνθρωπος με τον οποίο σχεδιάζω κάθε επόμενη κίνηση. Μεγάλη τιμή να βρίσκομαι μαζί τους στην σκηνή. 

M.G.: Και για το τέλος. Πως θα ήθελες με μια λέξη να είναι το υπόλοιπο 2025 για σένα;

Κ.Μ.: Υγεία γιατί δεν είναι δεδομένη. Αυτό και όλα τα άλλα θα έρθουν.