Κ.Π. Καβάφης Αυτοβιογραφούμενος στο Θέατρο Τζένη Καρέζη

Ο Χ. Παπαευαγγέλου είδε την πολυσυζητημένη παράσταση και γράφει τις εντυπώσεις του.
Διαβάστηκε φορες
Η παράσταση ξεκίνησε γύρω στις 9.20. Είκοσι αναπόφευκτα λεπτά καθυστέρησης, αφού οι περισσότεροι θεατές κατέφθασαν στις 9, τη στιγμή δηλαδή που ξεκίναγε η παράσταση, με αποτέλεσμα να πέσει βαρύ  το φορτίο στις πλάτες των ταξιθετριών, οι οποίες έκαναν το παν για να εξυπηρετήσουν το κοινό. Κάπου εκεί, λοιπόν, και ενώ το θέατρο ήταν κατάμεστο – ακόμα και τα σκαλοπάτια ήταν γεμάτα – ακούστηκε μια σύντομη διήγηση, που μας έβαζε στο κλίμα της τότε Αλεξάνδρειας, και σύντομα εμφανίστηκε στη σκηνή ο πρωταγωνιστής της παράστασης, Κωνσταντίνος Τζούμας.

Ομολογώ, πως η παράσταση στο τέλος μου άφησε μια γλυκόπικρη γεύση. Και εξηγούμαι: μου άρεσε πάρα πολύ η σκηνοθεσία. Επιλέχτηκε να παρουσιαστεί η ζωή του Καβάφη μέσα από ημερολογιακά αποσπάσματα και από μαρτυρίες και αυτό είναι πάντα δύσκολο να αποδοθεί στο θέατρο, όπου δεν υπάρχει το μοντάζ. Όμως, η πείρα που φαίνεται να έχει ο Γ. Φαλκώνης, όσον αφορά το φακό, κατάφερε να αποδώσει με έναν τρόπο ελλειπτικό και κινηματογραφικό αυτή την αποσπασματικότητα της διήγησης: τα φώτα έσβηναν τελείως και ξανάναβαν σε ένα διαφορετικό σημείο της σκηνής, δημιουργώντας μια κινηματογραφική αίσθηση, λες και μας έδειχνε τη ζωή του αλεξανδρινού ποιητή μέσα από τα μάτια ενός φακού. Όμοια αποσπασματικότητα διέκρινε και τις σκηνές που διαδραματίζονταν. Δηλαδή, γίνονταν πολλά χρονικά jumps, σαν να ξεφυλλίζουμε το ημερολόγιο του ποιητή και να πέφτουμε τυχαία σε σελίδες που κάτι μας τραβάει. Ήταν ακόλουθο, επομένως, το ίδιο αποσπασματικά και σχεδόν ακρωτηριασμένα να είναι και τα διαλογικά μέρη σε αυτές τις ελλειπτικές σεκάνς. Μια φράση μπορεί και να ήταν μια σκηνή.


Ο Κωνσταντίνος Τζούμας φαίνεται να ήταν, ίσως, η ιδανικότερη επιλογή για το ρόλο του Καβάφη. Δέκα χρόνια απουσίας απ’ το θέατρο φαίνεται να μην τον επηρέασαν, αφού η διάχυτη θεατρικότητα του ήταν ακμάζουσα. Ο ίδιος είχε πει πως δεν είναι δυνατόν να υποδυθεί κάποιος τον Καβάφη, «άντε μόνο να απαγγείλει κανένα ποίημα του» και, εν γνώσει του, δεν τον υποδύεται, αλλά τον συναντάει. Έτσι το είδα, σαν μια προσωπική συνάντηση του Τζούμα με τον Καβάφη, διαμέσω του πρώτου, αφυπνίστηκαν ξεχασμένες πτυχές του ποιητή, όπως το έντονο ενδιαφέρον του για τη γλώσσα ή τα ελγίνεια μάρμαρα και το πάθος του για τον Όσκαρ Ουάιλντ, καθώς και η γενικότερη ποιητικότητα του. Και ο ίδιος ο Τζούμας, άλλωστε, είναι μια ποιητική μορφή. Επομένως, αυτή η συνάντηση παίρνει σάρκα και οστά μέσα από μια ελλειπτικότητα, που άλλωστε διακρίνει και τα ίδια τα ποιητικά έργα του Καβάφη, αλλά και από την έντονη προσωπικότητα του Τζούμα, που ουδέποτε δεν εγκατέλειψε εαυτόν. Εξέπεμπε μια ειρωνεία και ένα ευφυές χιούμορ, χαρακτηριστικό του ίδιου, χωρίς να κουράζει και που ήταν δεύτερη φύση και του ποιητή. Δεν ξέρω αν είχε αυτό στο νου του όταν δεχόταν τη δουλειά ο Τζούμας, όμως ο Καβάφης παρουσιάζεται, ως επί το πλείστον, στην ύστερη ζωή του, τη βασανισμένη και που στάθηκε αφορμή για τόσα ποιήματα του. Είναι 70 χρονών. Το ίδιο και ο Τζούμας. Ίσως, ο ηθοποιός, να ήθελε έτσι να σφραγίσει μια αυτοβιογραφία, που ξεκίνησε με την τριλογία που έγραψε προ ετών. Ίσως, πάλι, να ένιωσε πολύ οικεία με τον ρόλο του Καβάφη, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο. Δεν μπορούμε να πούμε σίγουρα, όμως το προσωπικό του στίγμα, που εμποτίζεται σε κάθε του ρόλο τον καθιστά μοναδικό και αυτή η συνάντηση ήταν άκρως αποκαλυπτική και για τις δύο μορφές.

Βέβαια, οφείλω να ομολογήσω, πως η άκρατη αποσπασματικότητα που ακολούθησε το έργο έφτασε στα όρια της κούρασης του κοινού. Ήταν επιτυχημένη, όμως, κάποιες σκηνές ήταν μόνο μια φράση. Και η οποία, συχνά, χάνονταν μέσα στην εγγύτητα της αλλαγής της σεκάνς, στο παίξιμο των προβολέων. Σαν να χανόταν η ουσία και η ποιητική δύναμη της φράσης, γεγονός που αδικούσε και τον ποιητή και την ίδια την παράσταση. Επίσης, ο Τζούμας, είναι γνωστό, απαγγέλει φανταστικά και με μια πράα φωνή, γαλήνια. Και τις περισσότερες φορές τα ποιήματα που ακούγονταν είχαν συνάφεια με τη σκηνή που βλέπαμε. Άλλοτε, όμως, απλώς απαγγέλλονταν. Και νομίζω πως θα μπορούσαν να έχουν ενταχθεί πιο φυσικά τα ποιήματα στην παράσταση ή ακόμα και να ήταν περιορισμένα, διότι η παράσταση αφορούσε τη ζωή του ποιητή και με την αναβίωση πτυχών που δε γνωρίζαμε. Πιστεύω, πως αυτό που επιχειρήθηκε ήταν να γίνει μια αφήγηση της ζωής του μέσα από τα ποιήματα του, όμως δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη η προσπάθεια, αφού κατέληγε σε αυτοσκοπό η ανάγνωση και έχανε σε φυσικότητα.

Πολύ καλά στάθηκαν και οι συμπρωταγωνιστές του Τζούμα, Αλέξανδρος Νταβρής και Κερασία Σαμαρά, οι οποίοι δοκιμάστηκαν σε ποικίλλους ρόλους και ειδικά η δεύτερη, κινούνταν στη σκηνή με μια περίσσεια φυσικότητα που μαγνήτιζε. Εξίσου καλή η μουσική υπόκρουση, ειδικά ενδιάμεσα των σεκάνς, ενώ τα φώτα ήταν εκείνα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την ατμοσφαιρικότητα της παράστασης. Φυσικά, και τα σκηνικά ήταν πολύ καλά δοσμένα, ένα γραφείο, ένας καναπές, ένας καθρέφτης και μερικές καρέκλες ήταν την περισσότερη ώρα πάνω στη σκηνή, μεταφέροντας μας όχι μόνο στο κλίμα της εποχής, αλλά και στο ίδιο το δωμάτιο του Καβάφη, που διέμενε χρόνια. Ωστόσο, η ακουστική του χώρου δεν ήταν καθόλου καλή, με αποτέλεσμα οι πάνω σειρές των διαζωμάτων να χρειάζεται να καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες για να ακούσουν, γεγονός που επιβάρυνε την γενικότερη εμπειρία.


Γι’ αυτό έφυγα με αυτή τη γλυκόπικρη γεύση. Διότι, είδα την προσπάθεια, είδα την πρόθεση για την κινηματογραφική προσέγγιση της βιογραφίας του Καβάφη, είδα έναν απόλυτα ταιριαστό Τζούμα, όμως ταυτόχρονα απλά τα είδα, εξ αποστάσεως. Δεν ένιωσα συγκίνηση. Μερικές σκηνές έβγαιναν βεβιασμένες και με μια προχειρότητα, τα ποιήματα φαίνονταν να βρίσκονταν εκεί χάριν εντυπωσιασμού ή συμπλήρωσης του χρόνου, ενώ η κούραση των συνεχών cut, διογκωνόταν ολοένα και περισσότερο. Μια πολύ καλή προσπάθεια, που όμως είχε πολλά περιθώρια βελτίωσης.

Διαβάστε ακόμα