mirrorself

Γιάννης Παπαδόπουλος - Mirrorself

Το solo ντεμπούτο του πιανίστα πιάνει μερικά δυσπρόσιτα ποιοτικά ύψη, τόσο στον συνθετικό/παικτικό τομέα, όσο και στον τεχνικό, που άπτεται του πώς ηχογραφήθηκε και ακούγεται.

Διαβάστηκε φορες

Τι θα ακούσετε:
Μια σύζευξη της τζαζ με τη λόγια μουσική

Βαθμολογία:
7,5

Ο χώρος της ελληνικής jazz δεν προσφέρεται για ίντριγκα.

Οπουδήποτε αλλού, αν μέλος ενός αντίστοιχα δεσπόζοντος στον χώρο του σχήματος κυκλοφορούσε solo δίσκο, θα πυροδοτούνταν ζωηρές συζητήσεις για το αν «κάτι τρέχει» στις σχέσεις εντός του συγκροτήματος, και μια από τις ερωτήσεις στις συνεντεύξεις θα ήταν «τι σου έλειψε και θέλησες να εκφραστείς διαφορετικά;»

Όλα αυτά, βέβαια, θα έπαυαν μόλις γινόταν αντιληπτό ότι δεν έχουμε να κάνουμε με έναν «κανονικό» solo δίσκο. Γιατί το "Mirrorself" του Γιάννη Παπαδόπουλου, πιανίστα που γνωρίσαμε και απολαύσαμε μέσω της δράσης των The Next Step Quartet (ή Quintet, κάποτε) ακολουθεί κάπως μεσοβέζικες λογικές ως προς την αποστασιοποίηση του νεαρού δημιουργού από το περιβάλλον μέσα στο οποίο τον έχουμε συνηθίσει.

Για αρχή, οι μουσικοί με τους οποίους συμπράττει εδώ είναι οι από χρόνια συμπαίκτες του – πλην ενός, συν ένα κουαρτέτο εγχόρδων. Ήτοι ο Ντίνος Μάνος χειρίζεται το όρθιο μπάσο, ο Βασίλης Ποδαράς (aka Billy Pod) τα τύμπανα, και οι 16 συνολικά χορδές των Μπάμπη Καρασσαβίδη (βιολί), Γιώργου Κώτσικα (βιολί), Μιχάλη Καταχανά (βιόλα) και Γιώργου Ταμιωλάκη (τσέλο) έρχονται να “αντικαταστήσουν” τις 6 του «απώντος» Θοδωρή Κότσυφα. Όχι ότι είναι μια προφανής «αντικατάσταση» αυτή – κάθε άλλο.

Αλλά και ρεπερτοριακά, ο Παπαδόπουλος επιλέγει να παίξει το χαρτί της ασφάλειας, κατά κάποιον τρόπο, αφού από τα επτά κομμάτια που συμπεριέλαβε στο solo ντεμπούτο του, τα πέντε αποτελούν επανεκτελέσεις/διασκευές ήδη γνωστών από τη δισκογραφία των Next Step: το “Regression” το πρωτοσυναντήσαμε στο ντεμπούτο τους (2013), τα “Architect” και “Icon” στο "2" (2015), και τα “Mirrorself” και “Nebbia” στο περυσινό "At The Zoo" (διαβάστε την κριτική μας εδώ). Σε αυτό το τελευταίο, μάλιστα, έτσι όπως αποτυπώθηκε τότε, μπορεί κανείς να βρει τα σπάργανα του ήχου που αναπτύσσει τώρα διεξοδικά ο νεαρός πιανίστας.

Δεν είναι, δηλαδή, η σύζευξη του jazz trio με το κουαρτέτο εγχόρδων κάτι που δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί να συμβαίνει, ούτε όμως υπήρχε η αίσθηση ότι κάτι έλειπε από τις πρώτες εκτελέσεις αυτών των κομματιών. Σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονός ότι το album ετούτο πιάνει μερικά δυσπρόσιτα ποιοτικά ύψη, τόσο στον συνθετικό/παικτικό τομέα, όσο και στον τεχνικό, που άπτεται του πώς ηχογραφήθηκε και ακούγεται. Γιατί το να «φορέσεις» ένα δυσκίνητο από τη φύση του σχήμα στο ελευθεριακό τοπίο της jazz, να δημιουργήσεις ένα συνεκτικό σύνολο με παλιά και νέα κομμάτια (εξαιρετικά, παρεμπιπτόντως, τα “Neverending” και “Tempest”) και να ηχογραφήσεις το όλο αποτέλεσμα με την πιστότητα που επιτυγχάνεται εδώ (κύδος στον Γιώργο Καριώτη), δεν είναι διόλου απλά πράγματα.

Χρησιμοποιήθηκε, όμως, παραπάνω η λέξη «jazz», και πρέπει να διευκρινιστούν κάποια ζητήματα. Γιατί σε ένα τέτοιο εγχείρημα, σαφώς και ο όρος δεν μπορεί παρά να αντιπροσωπεύει ένα μόνο μέρος της εξίσωσης: τα τέσσερα έγχορδα ακολουθούν άλλωστε παρτιτούρα, άρα μια καλά δουλεμένη ρουτίνα, που κάθε άλλο παρά jazz μπορεί να αποκληθεί. Φυσικά τα κράματα ποτέ δεν ήταν ξένα στο jazz ήθος, ούτε βέβαια εξέλιπαν ποτέ από τα ενδιαφέροντα του Παπαδόπουλου και των συμπαικτών του. Εδώ συχνά επικρατεί μια λογιότητα, μια ρομαντική διάθεση ευρωπαϊκής καταγωγής, που για κάποιους μπορεί να έχει και κινηματογραφικές επιρροές. Ο γράφων δεν «είδε» κάποια ταινία να εκτυλίσσεται κατά την ακρόαση, πάντως.

Αν θα έπρεπε να αναφερθεί ένα αρνητικό σημείο ως προς την εξέλιξη του δίσκου ως ακροάματος, αυτό θα ήταν η πάνω κάτω σταθερή και προβλέψιμη δοσολογία των ετερόκλητων συστατικών στο κάθε κομμάτι. Είναι κάτι που δημιουργεί την αίσθηση ότι οι μεσαίες συχνότητες «πνίγουν» τελικά τo ηχητικό αποτύπωμα του album. Χάνεται, δηλαδή, η αίσθηση της κίνησης σε απόμερα και γεμάτα χαρακτήρα σοκάκια, κι επικρατεί η λογική ενός ανοίγματος στην άνετη, αεράτη κι απέραντη ευθεία της λεωφόρου.

Ο Γιάννης Παπαδόπουλος επέλεξε το “Mirrorself”, ένα κομβικό, για τον ίδιο και για τους Next Step, κομμάτι, για να ανοίξει αλλά και για να τιτλοφορήσει το ντεμπούτο του. Όπως έχει πει και ο ίδιος, η δουλειά αυτή αποτελεί ένα καθρέφτισμα του καλλιτεχνικού εαυτού του στη δεδομένη στιγμή. Το δικαιούται να σταθεί για λίγο εκεί, και να «χαζέψει», ακόμα και ναρκισσιστικά, την εικόνα του. Μια εικόνα που είναι ήδη πλούσια, και απόλυτα ικανή να πυροδοτήσει πράγματα στο προβληματικό δισκογραφικό τοπίο της χώρας.

Αλλά για τον καλλιτέχνη, οι καθρέφτες υπάρχουν για να θρυματίζονται, τα είδωλα για να αποκαθηλώνονται. Το «τώρα» σαφώς ορίζεται (και) από το «πριν». Το ζήτημα είναι αν εκείνος μπορεί –αν θέλει – να επιταχύνει προς το «μετά», αφήνοντας αναγκαστικά πίσω κάποιες «αποσκευές», όσο κι αν αυτές τον έχουν σφραγίσει ανεξίτηλα.

Διαβάστε ακόμα