Φοίβος 01

Στο μυαλό του Φοίβου Σαμαρτζή

«Πιστεύω ότι υπάρχουν ευκαιρίες και μπορείς να κάνεις αυτό που αγαπάς. Αρκεί με επιμονή να δουλεύεις και να γίνεσαι καλύτερος.»

Διαβάστηκε φορες

Ταλαντούχος, με χιούμορ και ωραίες απόψεις, ο Φοίβος Σαμαρτζής μοιράζεται μερικές από τις σκέψεις του μαζί μας. Με αφορμή την παράσταση «Thom Pain (βασισμένο στο τίποτα)» είχαμε μια πολύ όμορφη κουβέντα. 

MixGrill: Φοίβο, είναι μεγάλη χαρά που έχουμε τη δυνατότητα να τα πούμε. Για να σε γνωρίσουμε, και το κοινό κι εγώ καλύτερα, θα ήθελα να μας μιλήσεις για σένα.

Φοίβος Σαμαρτζής: Λέγομαι Φοίβος Σαμαρτζής και ζω στην Αθήνα. Τα παιδικά κι εφηβικά μου χρόνια τα πέρασα στις γειτονιές του Παγκρατίου και της Καισαριανής, μαζί με τους παιδικούς μου φίλους που έχω κρατήσει ως και σήμερα. Έχω δεχτεί πολλή αγάπη στη ζωή μου και προσπαθώ να δίνω την αντίστοιχη. Πέραν της τέχνης, μου αρέσει η μαγειρική, τα ταξίδια, το μπιλιάρδο και κάθε μέρα ξεπροβάλλει και κάτι καινούριο με το οποίο θέλω να καταπιαστώ. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να σταθεί σε ένα σημείο. Θέλω να παρατηρώ και να μαθαίνω πώς λειτουργούν τα πάντα τόσο στο θέατρο όσο και έξω από αυτό. 

MG: Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με το θέατρο και τη μουσική; Ξέρω ότι έχεις πάει σε μουσικό σχολείο, οπότε φαντάζομαι ότι το μικρόβιο το είχες από μικρός. Υπήρξε κάποιο γεγονός που αποτέλεσε έναυσμα για να στραφείς στην τέχνη;

Φ.Σ.: Η αλήθεια είναι πως δεν θυμάμαι τη ζωή μου χωρίς την τέχνη. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που ακουγόταν πάντα μουσική. Θυμάμαι να ακούω από τη Λιλιπούπολη μέχρι τους Queen, και από τον Πλέσσα μέχρι τον Μπετόβεν. Όταν ήμουν 7 ετών, η αδελφή της γιαγιάς που ήταν καθηγήτρια πιάνου ξεκίνησε να μου κάνει μαθήματα. Το θέατρο υπήρχε στη ζωή μου, επίσης, από τις τρυφερές μου ηλικίες, αφού οι δικοί μου με πήγαιναν όπου μπορούσαν προκειμένου να έχω όσο περισσότερα ερεθίσματα και προσλαμβάνουσες μπορώ, μια προσπάθεια ώστε να μεγαλώσω με διευρυμένους ορίζοντες κι ελευθερία. Αν υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός δεν θυμάμαι, ξέρω ότι το μουσικό σχολείο που ανέφερες κιόλας ήταν σίγουρα ένας από τους σταθμούς της ζωής μου. Μετά από εκδηλώσεις που οργάνωνα τότε για το σχολείο, ήρθε μια πρόταση από το Yadd Vashem να πλαισιώσω την τελετή βράβευσης του «βραβείου του δικαίου των εθνών». Έτσι ανέβηκε πλέον «εξωσχολικά» η πρώτη μου χορηγούμενη παραγωγή σε δικό μου έργο που έγραψα, σκηνοθέτησα κι έπαιξα. Ε, το ένα έφερε το άλλο και κατέληξα σήμερα να έχω τη χαρά να το κάνω ως επάγγελμα.

MG: Σκηνοθέτης, Ηθοποιός, Μουσικοσυνθέτης. Αν και το καθένα έχει τη δική του μαγεία, θα μπορούσες να επιλέξεις; Ή, όπως θα ρωτούσαν πολλοί, πώς συστήνεσαι στον κόσμο;

Φ.Σ.: Ανάμεσα σε σκηνοθέτης και ηθοποιός είναι η δύσκολη επιλογή. Νομίζω πως το συναίσθημα του ηθοποιού να βρίσκεται πάνω στη σκηνή και να γίνεται ο δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα σε έναν συγγραφέα και το κοινό είναι ασύγκριτο. Βέβαια απ’ την άλλη με παθιάζει πολύ η δημιουργία, να πιάνω ένα έργο από το μηδέν και να το βλέπω να ζωντανεύει περνώντας μέσα από τα φίλτρα της φαντασίας μου. Η μουσική είναι άλλο κομμάτι. Πιο εσωτερικό και πιο προσωπικό. η μουσική έχει το «παράλογο». Οι νότες και οι ήχοι σε αγγίζουν χωρίς να μπορείς να εξηγήσεις γιατί, αφού δεν περνάνε από το συνειδητό σου. Όπως καταλαβαίνεις, δεν είναι εύκολο να επιλέξω.


MG: Δεν μπορώ να μην σε ρωτήσω πώς εισέπραξες, ως καλλιτέχνης αλλά και ως νέος, σκεπτόμενος άνθρωπος, την απαθή στάση της πολιτείας απέναντι στις δυσκολίες (οικονομικές και μη) στον καλλιτεχνικό χώρο.

Φ.Σ.: Απαθή μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την στάση πολλών χωρών απέναντι στους καλλιτέχνες. Στην Ελλάδα ειδικότερα έγινε και μια προσπάθεια με τα επιδόματα των καλλιτεχνών. Δεν λέω πως ήταν αρκετό. Όμως ήταν μια κίνηση «καλής θέλησης» και δη από μία χώρα που δεν είναι οικονομικά εύρωστη. Εκεί που πραγματικά απογοητεύτηκα ήταν, όταν αντιμετώπιζαν τα θέατρα ως τον αποδιοπομπαίο τράγο. Λες και η πηγή του κακού και της πανδημίας ήταν οι θεατρικές αίθουσες και οι κινηματογράφοι. Ειδικά όταν πάρθηκαν αποφάσεις για τα μέτρα, τα ακολουθήσαμε και αργότερα αυξήθηκαν παραλόγως με αποτέλεσμα να περάσουμε μία πολύ δύσκολη περίοδο.

MG: Είναι δύσκολο να είσαι καλλιτέχνης στην Ελλάδα; Η τέχνη θεωρείται πολυτέλεια;

Φ.Σ.: Δύσκολο είναι να είσαι καλλιτέχνης σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου. Το τονίζω γιατί έχουμε παρεξηγήσει λίγο την λάμψη του Χόλυγουντ. Οι σταρ που έχουμε ταυτίσει με το επάγγελμα του ηθοποιού πέρασαν και αυτοί χρόνια πάλης, ώστε να φτάσουν σήμερα εκεί που είναι. Δεν μου αρέσει να θεωρώ τη χώρα μου δυσλειτουργική, ειδικά στο κομμάτι του πολιτισμού. Το θεωρώ και λίγο δικαιολογία. Πρέπει να αρχίσουμε να ανεβάζουμε τον πήχη εκεί που μας αξίζει. Πιστεύω ότι υπάρχουν ευκαιρίες και μπορείς να κάνεις αυτό που αγαπάς. Αρκεί με επιμονή να δουλεύεις και να γίνεσαι καλύτερος.

Δεν θέλω να υπάρχει ούτε στη σφαίρα της φαντασίας μου η τέχνη ως «πολυτέλεια». Η τέχνη είναι ανάγκη όπως το νερό και το οξυγόνο. Η ζωή παίρνει από την τέχνη και εξελίσσεται μέσω αυτής. Και όποιος διαφωνεί, ας σκεφτεί τον εαυτό του στις καραντίνες που πέρασαν χωρίς μουσική, βιβλία, ποίηση, ταινίες και σειρές.

MG: Από τις 12 Μαΐου έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε στο Θέατρο 104 το έργο «Thom Pain (βασισμένο στο τίποτα)» σε δική σου μετάφραση και σκηνοθεσία. Γιατί επέλεξες το συγκεκριμένο έργο;

Φ.Σ.: Το συγκεκριμένο έργο το θεωρώ ένα από τα σημαντικότερα σύγχρονα κείμενα και παρόλο που το 2005 ήταν φιναλίστ για το βραβείο Pulitzer, για μένα είναι νικητής. Καυτηριάζει την έλλειψη επικοινωνίας στα κοινά μας ζητήματα σε μια εποχή που η επικοινωνία πάσχει. Ο Τομ Πέιν είναι ένας απλός άνθρωπος με τα πάθη του, τους πόνους και τους προβληματισμούς του. Τους προβληματισμούς που του είναι αβάσταχτο το γεγονός πως δεν είναι προβληματισμοί όλων μας.  Πιστεύω -ειδικά την μεταπανδημική περίοδο- έχουμε χάσει οι άνθρωποι την ευαισθησία μας. Έχουμε σταματήσει να ενδιαφερόμαστε για τον διπλανό μας που ίσως να έχει και τα ίδια προβλήματα με εμάς, αλλά, όπως λέει και ο χαρακτήρας στο έργο, όταν βλέπουμε έναν συνάνθρωπό μας να πονάει, η φράση που οι περισσότεροι θα πουν είναι «δε γαμιέται;» και θα συνεχίσουν την ζωή τους κανονικά. Με τρομάζει που θεωρώ τόσο κατάλληλη αυτή την εποχή γι’ αυτό το έργο. Με στενοχωρεί αλλά είναι η αλήθεια. Το «Thom Pain» είναι ακόμα επίκαιρο. Από το 2005 μέχρι σήμερα δεν έχουμε βρει λύση για αυτή την «ανεγκέφαλη και προσποιητή μας ανοχή στα πάντα» (και αυτό φράση του κειμένου). Το ευφυές με αυτό το έργο είναι ο τρόπος γραφής του – γι’ αυτό και η απόδοση στα ελληνικά ήθελε ιδιαίτερη προσοχή. Θίγει μεγάλα ζητήματα της ανθρώπινης κατάστασης με τάση μηδενισμού αλλά σε μορφή stand up comedy. 

MG: Αισθάνεσαι την ανάγκη να επικοινωνήσεις προβληματισμούς και ανάγκες μέσα από την τέχνη σου, να σχολιάσεις τα τεκταινόμενα και να εκφέρεις άποψη ή θεωρείς ότι «δεν χρειάζεται»;

Φ.Σ.: Θεωρώ πως τα έργα τέχνης πρέπει να προκύπτουν από προσωπική ανάγκη του δημιουργού, αλλιώς θα λείπει κάτι από το αποτέλεσμα. Πρέπει να νοιάζεσαι και να παθιάζεσαι με τα ζητήματα που αναλαμβάνεις την ευθύνη να επικοινωνήσεις με τον κόσμο και πάνω απ όλα να ξέρεις όσα περισσότερα μπορείς πάνω σε αυτά. Όσο για το αν χρειάζεται να σχολιάζεις μέσω της τέχνης, ναι, για μένα προσωπικά χρειάζεται, δεν θα ήθελα να κάνω κάτι χωρίς σκέψη, νομίζω δεν θα με γέμιζε κάτι τέτοιο. Όμως υπάρχουν πολλά χρώματα σε αυτή τη ζωή. Μην ξεχνάμε πως η τέχνη είναι και μια επιλογή για διασκέδαση και ψυχαγωγία. Δεν είναι κακό να δούμε και μια κωμωδία που θα μας προσφέρει στιγμιαία το γέλιο και ίσως όχι βαθιά νοήματα. Απλώς καλό θα ήταν να έχουμε μέτρο στα πάντα. Μην πάθουμε ούτε ελαφράδα, ούτε «κουλτουρίτιδα».

MG: Σε συναντάμε και ως βοηθό σκηνοθέτη στην παράσταση Να ακούς το χιόνι να πέφτει στο StudioΜαυρομιχάλη. Μίλησέ μας για την εμπειρία σου αυτή. 

Φ.Σ.: Τα λόγια είναι λίγα για να περιγράψουν τη χαρά μου που βρέθηκα σε αυτή τη παραγωγή. Το studio Μαυρομιχάλη για μένα φέτος ήταν κατά μια έννοια το θεατρικό μου σπίτι και ένα ακόμα σημείο σταθμός στη ζωή μου. Έπαιξα στην παράσταση «Χάρπερ Ρήγκαν», συνέθεσα το μουσικό θέμα της παράστασης «Τζεμ» και τώρα είχα την τύχη να είμαι βοηθός του Δημήτρη Καταλειφού στο «Να Ακούς Το Χιόνι Να Πέφτει». Να σημειώσω πως ο κύριος Καταλειφός ήταν πάντα καλλιτεχνικά ο ήρωάς μου και απ’ τη στιγμή που τον γνώρισα τον εκτίμησα και τον αγάπησα περισσότερο. Ένας υπέροχος και δοτικός άνθρωπος που, όταν είσαι δίπλα του, μόνο να μάθεις μπορείς από αυτόν. Μαζί με τη Στέλλα Κρούσκα -που είχα τη χαρά να συνεργαστούμε και στις προηγούμενες δουλειές- την Βασιλίνα Κατερίνη και τον Δημήτρη Τσιγκριμάνη περάσαμε πρόβες που θα μου μείνουν αξέχαστες. Το αποτέλεσμα νομίζω μάς δικαίωσε. 


MG: Ποια τα σχέδιά σου για την επόμενη περίοδο;

Φ.Σ.: Είναι νωρίς ακόμα να μιλήσω για τα επαγγελματικά μου σχέδια, αφού δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμα από τους παραγωγούς. Μπορώ, όμως, να πω για τα προσωπικά μου σχέδια που, αν βρω χρόνο, θα κάνω. Στην καραντίνα έγραψα μια ταινία μικρού μήκους που θέλω σιγά-σιγά να γυρίσω, έχω μερικά τραγούδια που θέλω με φίλους να γράψω στο στούντιο και να φύγουν πλέον από το συρτάρι μου και να διαβάσω επιτέλους τα βιβλία που έχουν γίνει στοίβα πάνω στο γραφείο μου.

Τον ευχαριστούμε πολύ και του ευχόμαστε τα καλύτερα! 

Διαβάστε ακόμα