arcticMonkeys theCar 2022

Arctic Monkeys - The Car

Ο βασιλιάς πέθανε, ζήτω ο βασιλιάς!

Διαβάστηκε φορες

Τι θα ακούσετε:
soul, έγχορδα και δακρύβρεχτες μπαλάντες

Βαθμολογία:
7

Το "Tranquility Base Hotel And Casino" που κυκλοφόρησαν το 2018 οι Arctic Monkeys πυροδότησε μια ατέλειωτη σειρά συζητήσεων στους εγχώριους και μη μουσικούς κύκλους, σχετικά με την αλλαγή ηχητικής ταυτότητας του συγκροτήματος. Από τη νεανική ορμή και το πάθος του πρωτοεμφανιζόμενου που υπήρχε στους πρώτους δυο δίσκους τους, οι συμπαθείς μαϊμούδες βρέθηκαν να υπηρετούν το όραμα του frontman Alex Turner σε μια σειρά τραγουδιών χαρακτηριζόμενων ως ψυχεδελική sci-fi Vegas cabaret soul. Και αν πάντα στους στίχους του Turner υπήρχε η κυνική ματιά στα πράγματα, ο δίσκος έμοιαζε κενός περιεχομένου, μια άσκηση ύφους περισσότερο, με την ψυχή να απουσιάζει στο μεγαλύτερο μέρος αυτού.

Τέσσερα χρόνια αργότερα οι Arctic Monkeys επιστρέφουν με  το "The Car" και καταφέρνουν να διχάσουν ακόμα πιο πολύ fans και κριτικούς παγκοσμίως. Από το εικαστικά λιτό και σκοπίμως μουντό εξώφυλλο αφήνεται να εννοηθεί πως το γκλάμουρ και το στυλ του προηγούμενου δίσκου μένει πίσω για χάρη μιας βαθύτερης μουσικής προσέγγισης και σοβαρότητας. Ο τίτλος, ολίγον τι παραπλανητικός, δεν υμνεί το αυτοκίνητο ως μέσο διαφυγής και απόκτησης ελευθερίας (για κάτι τέτοιο ας είναι καλά τα μισά και πλέον τραγούδια του Springsteen), αλλά ως το τελευταίο στιγμιότυπο ενός χωρισμού. Το ομότιτλο τραγούδι με τον χαρακτηριστικό στίχο «It ain't a holiday until you go fetch something from the car» φαντάζεται ένα ζευγάρι να προσπαθεί να καλύψει την αμηχανία και τις σιωπές ανάμεσα τους με καταφυγή στο αμάξι σε κάθε ευκαιρία.

Ο ελέφαντας στο δωμάτιο, εν προκειμένω στον δίσκο, είναι για άλλη μια φορά οι κιθάρες, ή καλύτερα η απουσία τους. Σε πρόσφατη συνέντευξη του στο Mojo, ο Turner περιέγραψε τις μάταιες προσπάθειες που κατέβαλλε προκειμένου να γράψει ξανά δυνατά ροκ τραγούδια, με riffs για κιθάρες. Όσο και να προσπάθησε όμως δεν μπόρεσε να τα καταφέρει, φορώντας μέχρι και το δερμάτινο του μαζί με τις μπότες για μοτοσυκλέτα για έμπνευση, όπως είπε χαριτολογώντας. Αντίθετα μόλις κάθισε στο πιάνο του σπιτιού του στο Λος Άντζελες (έχοντας αφήσει πίσω καιρό τώρα  το Σεφιλντ και την Αγγλία) τα τραγούδια άρχιζαν να σχηματίζονται πρώτα στο μυαλό του και κατόπιν στο χαρτί. Μάλιστα κλειδί για την όλη διαδικασία αποτέλεσε η φράση «don't get emotional, it ain't like you» που του ήρθε ξαφνικά και πάνω της έχτισε το καλύτερο τραγούδι του δίσκου και πρώτο single, "There'd Better Be A Mirrorball", που μοιάζει με κάτι που θα μπορούσαν να είχαν τραγουδήσει ο Curtis Mayfield και ο Isaac Hayes τη χρυσή εποχή των '70s. Το δεύτερο single "Body Paint" ανεβάζει ακόμα περισσότερο τον πήχη, μια σύνθεση που φωνάζει David Bowie στην αμερικάνικη soul περίοδο του "Young Americans" και του "Station To Station", ενώ η κλιμάκωση του τραγουδιού φέρνει έστω και για λίγο πίσω τις κιθάρες.

Στο "Sculptures Of Anything Goes", ο Turner μοιάζει παγωμένος, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, «performing in Spanish on Italian TV», να λαχταράει να αισθανθεί ξανά. Το "Big Ideas" αφορά κάποιον που θα μπορούσε να έχει όλα όσα ονειρεύτηκε, αρκεί να θυμόταν ποια είναι αυτά. Η σχεδόν ωμή ακρίβεια με την οποία παρατηρεί και καταγράφει όλα αυτά τα μικρά στιγμιότυπα δίνει ζωή στις συνθέσεις των Arctic Monkeys και κάνει καλύτερα από ό,τι είναι τα τραγούδια. Η παραγωγή του James Ford βοηθάει και αυτή να αναδειχτούν οι αρετές του δίσκου, με πολύ καλή ενορχήστρωση, ενώ καμουφλάρει και τις πιο αδύναμες στιγμές, όπως το "Mr Swartz" και το "Hello You", μην αφήνοντας τη μουσική να παραγίνει γλυκερή.

Το "The Car" σαν άκουσμα είναι κομψό, έξυπνο, απαλό, κενό, υπερφίαλο και τελικά καλύτερο από την προηγούμενη κυκλοφορία τους. Οι εποχές που ο Turner μοιραζότανε κομμάτια της καθημερινής ζωής εικοσάχρονων στην Αγγλία και όχι μόνο, με περιγραφές ξενυχτιών, τσαμπουκάδων, αγωνιών και ελπίδων αυτής της γενιάς έχουν περάσει δια παντός. Δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς μιας και ο ίδιος φτάνει να σαρανταρίσει θυμίζοντας τη μετάβαση του Paul Weller από τους Jam στους Style Council. Οι κοφτοί ροκ ρυθμοί δίνουν τη θέση τους σε low tempo μπαλάντες, μελωδίες για πιάνο, με τους στίχους να αφορούν υπαρξιακές ανησυχίες και  αποτυχημένες σχέσεις. Διατρέχει πάντα τον κίνδυνο να θεωρηθεί αλαζόνας, αδιάφορος ή και προκλητικός από μεγάλη μερίδα παλαιότερων fans της μπάντας, με την πιθανότητα να είναι απλά ο εαυτός του να κερδίζει έδαφος με κάθε κυκλοφορία.

Διαβάστε ακόμα