Από παιδί — και χωρίς να δηλώνω κάτι για την ηλικία μου — είχαμε CD του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα που έπαιζαν στο αυτοκίνητο, στην κουζίνα, στο σαλόνι. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Είτε σε οδοιπορικό στο Πήλιο, είτε στη Θεσσαλονίκη, είτε μέχρι να με πάει η μάνα μου στο ωδείο. Σίγουρα, σαν παιδάκι που μεγάλωσε στο Βόλο, όλοι μας πήγαμε τουλάχιστον μία φορά σε συναυλία του στο Ανοιχτό Θέατρο. Στα 5, στα 10, στα 12. Έτσι ξεκινάει το μικρόβιο. Το άλμπουμ «Το Διάλειμμα Κρατάει Δυο Ζωές» — αυτό το εξώφυλλο με τα σταράκια και ένα περιστέρι— είναι από τις πιο έντονες παιδικές μου μνήμες.
Πρώτη μου συναυλία από προσωπική επιλογή, μέσα στην εφηβεία μου: καλοκαίρι, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας και Μίλτος Πασχαλίδης (έτσι έμαθα τον Μίλτο) στον Παλιό Σταθμό Μηλεών Πηλίου. Ένα μαγικό τοπίο: η σκηνή μέσα στα πλατάνια, ο περισσότερος κόσμος καθισμένος σε πλαστικές καρέκλες, και η “νεολαία” οκλαδόν στα χαλίκια — όλοι έτοιμοι για τη συναυλία.
Αν υπάρχει ένα τραγούδι που έχει σημαδέψει τη γενιά μου, είναι ο «Τούρκος Στο Παρίσι». Ma c’est la vie, που λένε και οι Γάλλοι. Αυτό το «γατί» το έχω χορέψει, το έχω τραγουδήσει ακούγοντάς το στο ραδιόφωνο, πρώτη σειρά σε συναυλία του Λαυρέντη, ακόμα και πριν λίγους μήνες στο φεστιβάλ Ελάτειας, όταν το έπαιξαν οι Πυξ Λαξ στη μνήμη του. Χάρηκα τόσο πολύ που το ξανάκουσα live αυτό το κομμάτι.
Οι συναυλίες του είχαν πάντα μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Ήξερες πάνω-κάτω ποια τραγούδια θα ακουστούν, αλλά υπήρχαν και πάντα τουρλού στιγμές. Ίσως γιατί το ρεπερτόριό του κάλυπτε σχεδόν όλο το φάσμα της σύγχρονης ελληνικής μουσικής: μπαλάντες για καψούρες και χωρισμούς, ροκιές για ψυχολογικό boost, πολιτικές τοποθετήσεις, μεσογειακοί — μην πω έντεχνοι — ήχοι, για να ακούμε και κάτι πέρα από τα ελληνικά σύνορα.
Πάνω στη σκηνή είχε αυτό το «χαλαρό» στυλ. Συνήθως με τη μαύρη του κιθάρα, χαμόγελο και παιχνίδια με το κοινό. Τραγουδούσε τις περισσότερες μπαλάντες με το ένα χέρι στην τσέπη— η φωνάρα του ήταν αρκετή για να βγάλει το συναίσθημα. Και φρόντιζε να ερμηνεύει τραγούδια και άλλων καλλιτεχνών. Ήταν τρομερά ενωτικός. Έχει τραγουδήσει με όλη την ελληνική μουσική σκηνή: Σαββόπουλος, Τσακνής, Νταλάρας, Κότσιρας, Πορτοκάλογλου, Πυξ Λαξ, Κατσιμιχαίοι, Κίτρινα Ποδήλατα, Μητροπάνος, Πασχαλίδης, Θηβαίος, Ζουγανέλης, Παπακωνσταντίνου, Μπούλας, Φαραντούρη, Αλεξίου, Παπίου, Πάχου, Βουλγαράκη… νομίζω μπορώ να γράφω ονόματα μέχρι να σβήσει ο ήλιος.
Μουσικά τον πλαισίωναν σταθερά ο Δημήτρης Σταρόβας στην κιθάρα, ο Άκης Αμπράζης στο μπάσο, αργότερα ο Αλκβιάδης Κωνσταντόπουλος, που έπαιζε ένα μικρό σύνολο εγχόρδων μόνος του, και συχνά ο Αντώνης Μιτζέλος από τους Τερμίτες, με τα συγκλονιστικά του κιθαριστικά σόλο.
Όταν φεύγει ένας καλλιτέχνης όπως ο Λαυρέντης, τα τραγούδια μένουν πίσω, αλλά δεν είναι ποτέ ίδια όταν τα ακούς σε συναυλίες εις μνήμην του. Ανοίγει ένα κενό στη σύγχρονη ελληνική μουσική. Κάπως συνειδητοποιείς πως δεν θα ξανακούσεις τα τραγούδια του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα με αυτό το χαρακτηριστικό γρέζι στη φωνή του. Εκεί που, πέρα από τη φωνάρα δηλαδή, κρυβόταν και η έντονη ερμηνεία του· Στον πόνο έβαζε πόνο, και στην καψούρα είχε αυτή την τρυφερότητα που μόνο εκείνος μπορούσε να δώσει.
Από τις πιο σπουδαίες στιγμές της πορείας του ήταν η συναυλία που έδωσε στο Καλλιμάρμαρο το καλοκαίρι του 2012, για να παρουσιάσει τον διπλό δίσκο του «Οι Άγγελοι Ζουν Ακόμα στη Μεσόγειο». Θέλει πολλά κότσια να καλέσεις στην Ελλάδα, για μια τόσο μεγάλη σκηνή, καλλιτέχνες από Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Βέλγιο — και όχι τυχαίους: Salvatore Adamo, Angelo Branduardi, Tonino Carotone, Christophe, Bernard Lavilliers, Nomadi, Piluka Aranguren, Quatuor Stevens, Josep Tero. Αυτός ο διπλός δίσκος και η συναυλία ήταν απόδειξη πως ο Λαυρέντης δεν ήταν μόνο ερμηνευτής, αλλά και εξαιρετικός συνθέτης και παραγωγός.
Τα τραγούδια του αγκάλιασαν όλους —το γλυκό χαζοκαψούρη, τον πονεμένο διαζευγμένο, τις παρέες, τις χαρούμενες οικογένειες, το μικρό παιδί που έχει όλο το μέλλον μπροστά του, τον πηγμένο φαντάρο.
Η έναρξη της σόλο πορείας του μετά τους Τερμίτες ξεκίνησε με το «Διδυμότειχο Μπλουζ», και ακόμα οι φωνές του Νταλάρα και του Μαχαιρίτσα περιγράφουν τις σκοπιές του δόλιου φαντάρου που κρατάει σκοπιά στη μέση του πουθενά.
Πολλά τραγούδια του Λαυρέντη περιείχαν έναν κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό με καυστικό ύφος —αλλά ποτέ τοξικό. Και νομίζω πως αυτός ήταν και ο λόγος που τα αγκάλιαζε ο κόσμος. Όπως, για παράδειγμα, το «Ψυχή Βαθιά». Σίγουρα, τα «Τερατάκια Τσέπης» κατάφεραν να τρυπώσουν σε κάθε σχολείο, σε πολλές χορωδίες και σχολικές γιορτές —ειδικά του Πολυτεχνείου, όταν οι καθηγητές ήθελαν να δείξουν το «επαναστατικό» τους προφίλ… και καλά. Τρομερά μουσικά έξυπνο να ερμηνευτεί αυτό το κομμάτι με συνοδεία χορωδίας, σφραγίζοντας έτσι το μήνυμα και τη διαχρονικότητά του, αφού μπορεί να το φωνάξει κάθε νέα γενιά, κάθε παιδική φωνή. Και η ιστορική αναδρομή στο «Να Δεις Τι Σου Έχω Για Μετά», όπου αναλύει δεκαετία τη δεκαετία, περιγράφοντας τα ιστορικά σημεία της Ελλάδας μαζί με το Βασίλη Παπακωνσταντίνου… Πολλές φορές αναρωτιέμαι πώς θα συνεχιζόταν αυτό το κομμάτι, αν αποφάσιζαν να ερμηνεύσουν ένα δεύτερο μέρος.
Ας μην πιάσω τις καψούρες… Το «Ο Μ’ Αγαπάς Και Η Σ’ Αγαπώ”, από τα πρώτα τραγούδια του κιόλας, είναι ένα μουσικό σοκολατάκι που περιγράφει όλη τη γλύκα ενός έρωτα. Όλη η χώρα έχει τραγουδήσει το «Έλα Ψυχούλα Μου» – δε νομίζω ότι η λέξη «στραβάδι» έχει ερμηνευτεί ποτέ ξανά με τόση αγάπη και προδερμ. Για τις πιο ώριμες αγάπες, υπήρχε το «Τόσα Χρόνια Μία Ανάσα», για να εκφραστεί ένα ευχαριστώ στο άλλο μισό, ή ίσως και το «Μισό Και Μισό», όταν οι δύο ψυχούλες γίνονται μαζί εκατό. Και βέβαια, για τους πιο λαϊκούς ντουβρουτζάδες έπαιζε πάντα δυνατά το «Πεθαίνω Για Εσένα», σε ερμηνεία του Γιώργου Μαργαρίτη, για την ομώνυμη ταινία της Ελένης Ράντου –οριακά δεν πεταγόταν γαρύφαλλα μέσα από τα ραδιόφωνα τότε.
Και εντάξει, εφόσον η μουσική κυρίως μιλάει για ανεκπλήρωτους έρωτες και προδοσίες, σαν τον «Μικρό Τιτανικό» ας πούμε –ένα τραγούδι που εν έτει 2025 θα το χαρακτηρίζαμε απόλυτο ψυχογράφημα μιας τοξικής σχέσης. Για εκείνα τα πάθη που ξεκίνησαν φλογερά και έλαβαν φαρμακερό τέλος, υπήρχε το «Μέχρι Αίμα Να Βγει» – ένα κομμάτι που δεν ακουγόταν συχνά στα live του Λαυρέντη αλλά ξεχώρισε μέσα από τον δίσκο. Και εννοείται, για τη μεζούρα του δίκαιου και την υπεράσπιση των πονεμένων, τραγουδήσαμε όλοι «όταν θα νιώσεις όπως ένιωσα εγώ, το πρόβλημά μου όταν γίνει και δικό σου», μαζί με τον Κότσιρα στο «Έτσι Κι Αλλιώς». Όλο αυτό το δράμα στρογγυλεύει με τα πισωγυρίσματα στο «Σε Στυλ Να Μην Ξεχνιόμαστε» – εκεί όπου η μελωδία του ακορντεόν ταξιδεύει μυαλά και φαντασίες. Να μην ξεχάσω τη «Σκόνη», την «Απουσία», που χαίρομαι πολύ που την ακούω ακόμα από τον Μίλτο Πασχαλίδη στις συναυλίες του, αλλά και τα «Μάτια Δίχως Λογική», γιατί νομίζω ότι η ερμηνεία του Λαυρέντη εκεί είναι μοναδική.
Σίγουρα, σαν μουσική κληρονομιά, μας έμεινε κι ο «Παλιός Στρατιώτης» —σε ερμηνεία του Γιώργου Νταλάρα ή του Χρήστου Θηβαίου, σε μουσική του Μαχαιρίτσα και σε υπέροχους στίχους του Ισαάκ Σούση. Ένα κομμάτι σύγχρονο μεν, αλλά με το μπουζούκι να πατάει αργά και σταθερά, όπως στα παλιά λαϊκά τραγούδια δε.
Στο μουσικό φεστιβάλ Ελάτειας φέτος, ακούστηκε ξαφνικά από τον Φίλιππο Πλιάτσικα:
– Ποια πόλη;
και το κοινό, λες και δεν είχε περάσει μέρα, απάντησε με την ίδια λαχτάρα:
– Ποιαααα χώωωρααα;
μέχρι οι φωνές μας να ενωθούν και να ταξιδέψουν «Εκεί Στο Νότο».
Και εκεί, στο κλείσιμο των συναυλιών του, πάντα υπήρχε αυτό το μαγικό γύρισμα. Ξαφνικά, εμφανιζόταν ο Λαυρέντης κρατώντας το τύμπανο, έτοιμος να δώσει τον ρυθμό, και ο κόσμος ετοιμοπόλεμος να συγχρονίσει το χειροκρότημά του στον ρυθμό του «Σουλτάνου Της Βαβυλώνας”. Κι έτσι, από το mood της μπαλάντας, η ατμόσφαιρα έπαιρνε φωτιά –ερχόταν η ώρα για δύναμη, για ροκ, για χορό. Πολλές φορές, λίγο πριν το encore, οι πρώτες σειρές «δροσίζονταν» από το μπουγέλωμα του Μαχαιρίτσα, με soundtrack το «Ροκ Εν Ρολ Στο Κρεβάτι» του Παύλου Σιδηρόπουλου. Και σιγά-σιγά, ο χορός έφτανε στο ζενίθ. Το κοινό σκούζοντας, τραγουδώντας «Και τι ζητάω, τι ζητάω, μια ευκαιρία στον Παράδεισο να πάω».
Τα φώτα χαμηλώνουν. Δύο πρώτες νότες στην ηλεκτρική κιθάρα από τον Δημήτρη Σταρόβα, και ήδη τα χέρια σηκώνονται ψηλά. Ο Λαυρέντης με εκείνη την τρομερή γλύκα στη φωνή τραγουδάει την πρώτη στροφή:
«Στην άκρη του απείρου, στιγμούλα του ονείρου»,
κι ο κόσμος, λες και περίμενε μόνο αυτό όλο το βράδυ, περιμένει να φωνάξει
«ΠΟΣΟ ΣΕ ΘΕΛΩ!».
Έτσι έκλειναν οι συναυλίες του Λαυρέντη. Και ίσως αυτό είναι που θα μου λείψει πιο πολύ: μια τρίωρη συναυλία να κλείνει με τις πιο απλές λέξεις, μοιράζοντας αγάπη ολούθε.
Σαν ένα μικρό υστερόγραφο, θα ήθελα να σταθώ σε ένα κομμάτι που στη δική μας γενιά μπορεί να μην έγινε τεράστια επιτυχία –κι όμως, είχε όλα τα φόντα να μείνει. Ο Λαυρέντης, στο άλμπουμ «Παυσίλυπον», ερμήνευσε το τραγούδι «Στην Αγάπη Είμαι Κνίτης», με τον απίθανο στίχο του Ισαάκ Σούση: «Για το αίσθημα δουλεύω έξτρα και υπερωρία, μα αν δε δώσεις ό,τι παίρνεις θα σε στείλω εξορία». Πριν καν το «Για Λόγους Ταξικούς» των Χατζηφραγκέτα γίνει ατάκα, πριν γίνει καν ιδέα, ο Μαχαιρίτσας είχε ήδη δώσει ταξικό πρόσημο στον έρωτα, με την τρυφερή ειρωνεία και την πολιτική ευαισθησία που κουβαλούσε πάντα.