DSC 0688

Δημήτρης «Χαΐνης» Αποστολάκης: «Δεν ερχόμαστε σε επαφή με την Τέχνη για περάσουμε ωραία, ερχόμαστε σε επαφή για να αλλάξουμε»

Με αφορμή τις εμφανίσεις των Χαΐνηδων στο θέατρο Ροές στο Γκάζι, η ψυχή του σχήματος, Δημήτρης Αποστολάκης, έχει πολλές ιστορίες να αφηγηθεί...



Διαβάστηκε φορες

Χρόνια πριν (μπορεί και 25) έχω βρεθεί με γνωστή μουσική παρέα κάπου στα Εξάρχεια. Ποτάκι, χαλαρή κουβέντα για μουσική, τέχνες, τα γνωστά. Στην παρέα έχει προστεθεί κι ένας μελαχροινός μουσικός. Δεν θυμάμαι τι φορούσε. Συγκράτησα την κορδέλα στα κατάμαυρα μακρυά του μαλλιά και την… αύρα του. Μιλούσε και ο λόγος του ήταν το κάτι άλλο. Μεστός, με ροή και επιχειρήματα, δομημένος. Ένας «ρήτορας» ανάμεσά μας. Ο χρόνος απόκτησε άλλη υπόσταση και το πρώτο φως της ημέρας μάς βρήκε αγκυροβολημένους στο ίδιο σημείο. Την επόμενη μέρα τον «ανακάλυψα» και μουσικά, μια που ανήκε σε ένα ιδιαίτερο μουσικό σχήμα (ομάδα), τους Χαΐνηδες.

Χαΐνης —εκ του αραβικού χαΐν (خائن, ḵẖāʼin) που σημαίνει επαναστάτης, φυγόδικος, αυτός που γυρίζει στα βουνά— κι ο ίδιος εκ γενετής κι εκ πεποιθήσεως. Βρέθηκα απέναντί του. Αφορμή, οι εμφανίσεις των Χαΐνηδων στο θέατρο Ροές στο Γκάζι αυτήν την περίοδο, πραγματικός λόγος η κουβέντα μαζί του. Ο Δημήτρης «Χαΐνης» Αποστολάκης έχει πολλές ιστορίες να αφηγηθεί:


MixGrill: Από την Πολυθέα Ηρακλείου μέχρι το CERN. Μεγάλη Διαδρομή;

Δημήτρης Αποστολάκης: Τεράστια. Για να καταλάβεις, έφυγα για πρώτη φορά από το χωριό μου στα 18 για να σπουδάσω στο πανεπιστήμιο, στο Ηράκλειο, κι από κει με το που τελείωσα τις σπουδές μου έφυγα για το CERN. Δεν είχα πάει καν στην Αθήνα. Φαντάσου. Βρέθηκα εκεί πρώτη φορά μπροστά σε κυλιόμενες σκάλες και έμεινα πόση ώρα να τις χαζεύω, χώρια που φοβόμουν μη μου φάνε τα πόδια (γέλια)!

M.G: Κι η μουσική τι ρόλο έπαιξε;

Δ.Α: Στο χωριό που μεγάλωσα δεν υπήρχαν βιβλία στα σπίτια. Υπήρχε μόνο σ’ ένα σπίτι ο «Ερωτόκριτος», κι η μάνα μου δεν μου 'λεγε ποιος τον έχει, γιατί έλεγαν τότε οι παλιοί: Όποιος διαβάζει τον «Ερωτόκριτο» ερωτεύεται και παρατάει τα γράμματα. Τέτοια πράγματα. Επίσης, το χωριό δεν είχε λυράρη, ούτε καν κασετόφωνο ή άλλες συσκευές αναπαραγωγής ήχου. Δεν υπήρχαν ακούσματα τίποτα. Ένα ραδιοφωνάκι είχαν οι δικοί μου που 'χε φέρει ένας θείος από τη Γερμανία και το βάζαν κάθε πρωί να παίζει για να πάω στο σχολείο, γιατί αλλιώς δεν πήγαινα. Έπρεπε να κυνηγήσω μόνος μου τη γνώση που με γοήτευε.

M.G: Πολύ ενδιαφέρον. Για πες!

Δ.Α: Να ξέρεις, οι κοινωνίες τις αφθονίας είναι πολύ πιο επικίνδυνες από τις κοινωνίες της στέρησης. Η κοινωνία της στέρησης σού παρουσιάζει κατάματα την πραγματική σου ανάγκη κι αυτό σε κάνει ερευνητή. Κι αυτό είναι το κοινό που έχουν οι τέχνες κι οι επιστήμες, είτε κάνεις πολεμικές τέχνες, είτε κάνεις μουσική, είτε ασχολείσαι με μια επιστήμη: η παιδιάστικη περιέργεια του ερευνητή.

M.G: Έχεις πει ότι «στην Ελλάδα η έννοια του μουσικού είναι περίπου σαν του ζητιάνου».

Δ.Α: Ναι, ακριβώς. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η μουσική για τους παραδοσιακούς μουσικούς ήταν ένα συμπληρωματικό έσοδο. Ήταν αγρότες, κτηνοτρόφοι, τεχνίτες και έπαιζαν και στα πανηγύρια. Ακόμα κι ο Έσσε στα γραπτά του, μιλώντας για τη Γερμανία των τελών του 19ου αιώνα, αναφέρει ότι οι μουσικοί αντιμετωπίζονταν ως ζητιάνοι. Η μητέρα μου ντρεπόταν να πει ότι είμαι μουσικός.

M.G: Υπήρχε πάντα προκατάληψη και υπάρχει ακόμα όσο αφορά την καλλιτεχνική δραστηριότητα.

Δ.Α: Ο τρόπος που αντιμετωπίζει η πολιτεία την τέχνη είναι γελοίος. Ο τρόπος που αντιμετωπίζει πολύς κόσμος την τέχνη είναι εξίσου γελοίος. Στην Ελλάδα θα πρέπει να δημιουργηθούν σχολές ακροατών. Πολλές φορές ακόμα κι ο τρόπος που αντιμετωπίζουν οι ίδιοι οι μουσικοί τους εαυτούς τους είναι γελοίος. Δεν είναι δυνατόν δεξιοτέχνες μουσικοί, που έχουμε πολλούς στη Ελλάδα, να υποβαθμίζουν την τέχνη τους και να παίζουν σε χώρους που ως κυρίως πιάτο έχουν το αλκοόλ και το κουτσομπολιό. Πρέπει κι οι ίδιοι οι μουσικοί να τιμήσουν την τέχνη τους. Στο θέατρο δεν υπάρχει αυτό. Στα χορευτικά δρώμενα δεν υπάρχει αυτό. Η μουσική έχει γίνει η πιο ξεφτιλισμένη τέχνη γιατί εμείς οι μουσικοί είμαστε οι πιο ξεφτιλισμένοι καλλιτέχνες.

M.G: Νομίζω ότι γίνεσαι αφοριστικός.

Δ.Α: Κάποιος πρέπει να τα πει χοντρά. Και λέω «εμείς», γιατί βάζω και τον εαυτό μου μέσα. Τι από αυτά που λέω δεν ισχύει; Φυσικά υπάρχουν και οι φωτεινές εξαιρέσεις, όπου η μουσική είναι τελετουργία. Η μουσική, να ξέρεις, είναι πολύ επικίνδυνο πράγμα. Πολύ επικίνδυνο. Πρέπει κάποιος να είναι πολύ προσεκτικός, γιατί η μουσική περιέχει μέσα όλη την ιστορική μνήμη κι όλους τους οραματικούς σπόρους του μέλλοντος. Είναι, λοιπόν, μια γέφυρα μεταφοράς πολιτισμού, όχι συνειδητού όπως νομίζει ο κόσμος αλλά ασυνείδητου, άρρητου, άφατου πολιτισμού. Όταν, λοιπόν, η μουσική γίνεται εμπόριο στην κοινωνία του θεάματος, στη «βιομηχανία της κουλτούρας», αυτό είναι κάτι επικίνδυνο, γιατί έχει την δύναμη να εκφυλλίσει, να αλλοτριώσει. 

Η Σχολή της Φρανκφούρτης (Βέμπερ, Χορκχάιμερ, Μαρκούζε, Αντόρνο) έλεγε ότι «η προώθηση της κακής μουσικής σε μια πόλη-χώρα μπορεί να κάνει περισσότερη ζημιά από τον ίδιο τον βομβαρδισμό της». Η μουσική είναι η πιο άμεση τέχνη. Εμείς οι μουσικοί έχουμε μεγάλη ευθύνη να ακολουθήσουμε την αλήθεια μας και οι παραστάσεις μας να είναι μυσταγωγία. Η τέχνη της μουσικής δεν είναι επάγγελμα. Είμαστε «μαθητευόμενοι μάγοι», είμαστε «προφήτες» μιας νέας κατάστασης, ύπαρξης. Μόνο ακολουθώντας αυτόν τον αυθεντικά παιδιάστικο δρόμο μπορούμε να πάμε μπροστά!

M.G: «Οι Αλλαγές δεν ζυμώνονται στις αρένες. Η Τέχνη δεν είναι πυροτεχνήματα και γηπεδικά συνθήματα. Ο Έρωτας και η Επανάσταση είναι προϊόντα συνωμοσίας. Ανθίζουν στην απρόσκοπτη επικοινωνία πρόσωπο με πρόσωπο»: Θέλω το σχόλιό σου.

Δ.Α: Στην κοινωνία θεάματος που ζούμε, όπως καταναλώνουμε υλικά αγαθά χωρίς να απολαμβάνουμε, με τον ίδιο τρόπο καταναλώνουμε γεγονότα, με αποτέλεσμα να φεύγουμε πιο δυστυχισμένοι απ’ ό,τι ήμασταν. Εμένα αυτό δεν με εκφράζει. Στην τέχνη δεν ερχόμαστε σε επαφή για περάσουμε ωραία, ερχόμαστε σε επαφή για να αλλάξουμε! Είναι μια επίπονη διαδικασία, κι αυτό γιατί είναι μια φυσική διαδικασία. Στη φύση, δεν υπάρχει ένα μόριο που να είναι σταθερό. Η κοινωνία, θεοποιώντας την ασφάλεια, οδηγείται στην αδράνεια. Δεν υπάρχει κίνηση ούτε συν+κίνηση. Η τέχνη έχει τη δύναμη και αλλάζει αυτήν την συνθήκη. Πάμε στην τέχνη, λοιπόν, για να αλλάξουμε. Κάποτε ρώτησαν έναν Δερβίση, αρχηγό του τάγματος των Σούφι, στην Κωνσταντινούπολη: «Γέρο σοφέ, μπορεί να αλλάξει ο άνθρωπός;». Και απαντά αυτός: «Μπορεί, παιδί μου, αλλά χρειάζεται άλλος ένας!». Αυτό, λοιπόν, δεν μπορεί να συμβεί σε καμιά αρένα. Χρειάζεται ανθρώπινη επικοινωνία και επαφή πρόσωπο με πρόσωπο.

M.G: Ανέφερες προηγουμένως τον Ερωτόκριτο. Είναι το «Δρακοδόντι» ο δικός σου «Ερωτόκριτος»;

Δ.Α: Κουβαλώ «σκληρή μοίρα». Ανήκω στην τελευταία γενιά που έμαθε τον «Ερωτόκριτο» προφορικά. Ένα ολόκληρο έπος. Το τελευταίο έπος στην Ευρώπη. Όλο αυτό έχει ποτίσει μέσα μου. Η επική αφήγηση, τα ηρωικά κατορθώματα, όλα αυτά μας τα λέγαν τραγουδιστά. Οι αρχαίες τραγωδίες, όπως οι Κοσμογονίες (Άβαρις, Φερεκύδης), όλα αυτά τα κείμενα είχαν έμμετρο λόγο. Στην Κρήτη, ο ρυθμικός λόγος υπήρχε παντού. Η επική τραγουδαφήγηση δεν υπήρχε μόνο στον «Ερωτόκριτο». Κατά τον Μπόρχες «Το έπος είναι η υψηλότερη μορφή τέχνης». Βασικά, λέει ότι η υψηλότερη μορφή λογοτεχνίας είναι η ποίηση, και υψηλότερη μορφή ποίησης είναι το έπος. Γιατί; Γιατί μόνο στο έπος επιτρέπεται το ευτυχισμένο τέλος.

M.G: Έχω βρεθεί σε αρκετές συναυλίες σας. Είσαι από τους λίγους καλλιτέχνες που ο κόσμος «πετάει την σκούφια του» να πάρεις το λόγο και να μιλήσεις για οτιδήποτε.

Δ.Α: (Χαμογελάει) Να 'ναι καλά ο κόσμος. Δεν είναι μόνο ότι μιλώ και παίρνω θέση. Ο κόσμος εκτιμά πως αυτά που λέω τα κάμω. Με όποιο κόστος έχει αυτό. Οι Χαΐνηδες μιλήσανε όταν πολλοί άλλοι σιώπησαν και την εποχή της οικονομικής κρίσης και την εποχή της πανδημίας.

M.G: Για τον Πλάτωνα υπάρχουν τέσσερα θεμελιώδη ερωτήματα για τη ζωή: Τι είναι αλήθεια; Τι είναι ομορφιά; Τι είναι καλό; Και τι είναι δικαιοσύνη; Υπάρχουν για σένα αντίστοιχες αξιακές αρχές;

Δ.Α: Όλα αυτά που αναφέρει ο Πλάτωνας δεν είναι αντίθετα, είναι συμπληρωματικά. Πρέπει να υπάρχουν όλα. Θα σε ρωτήσω κάτι. Είναι καλό το ψέμα ή κακό;

M.G: Κακό κατά βάση, εκτός ίσως τα «κατά συνθήκη ψεύδη»

Δ.Α: Το ψέμα είναι απαραίτητο γιατί είναι συμπληρωματικό της αλήθειας. Ένα λογοτέχνημα, ένα μυθιστόρημα, όσο καλογραμμένο και να είναι, είναι ένα ψέμα. Η «προοπτική» ενός ζωγράφου, ένα ζωγραφικό έργο έχει δύο διαστάσεις κι ενώ το έργο είναι δισδιάστατο, φαίνεται τρισδιάστατο. Η ιστορία μιας μουσικής εμπεριέχει ψέμα, κι όμως είναι ιερή. Δεν μας ενδιαφέρει τόσο αν είναι αλήθεια ή αν είναι ψέμα, όσο να μην παρακμάσει η αλήθεια ή το ψέμα.

M.G: Τι θεωρείς ευτυχία;

Δ.Α: Δεν είμαι ευτυχοκυνηγός ούτε με ενδιαφέρει να είμαι ευτυχισμένος. Θεωρώ την ευτυχία σπορ των μετρίων. Αν κάποια έννοια με εκφράζει, είναι η αρμονία. Η αρμονία είναι πάνω από τη μουσική και αγκαλιάζει όλες τις τέχνες και όλα τα επίπεδα.

M.G: Ποιο είναι το μεγαλύτερο λάθος στη ζωή και στην πορεία σου; Δεν λέω «καριέρα», γιατί ξέρω ότι δεν συμφωνείς.

Δ.Α: Το μεγαλύτερο μου λάθος είναι, που βγήκα από την κοιλιά της μάνας μου (γελάει)!

M.G: Αισθάνεσαι ολοκληρωμένος με τη διαδρομή που έχεις κάνει όλα αυτά τα χρόνια; Υπάρχει κάτι που δεν έκανες, κάτι ανικανοποίητο, κάποιο απωθημένο κάτι που θέλεις να κάνεις ακόμα;

Δ.Α: Θεωρώ πως η ζωή είναι η τέχνη του ατελούς.


M.G: Σε απασχολεί ο θάνατος;

Δ.Α: Από μικρό παιδί τον σκέφτομαι. Πάμε χέρι-χέρι, είμαστε φιλαράκια. Μην ξεχνάς, είμαι και δάσκαλος εγκληματικών ενεργειών (σ.σ: διδάσκει πολεμικές τέχνες), που πολλές από αυτές επιφέρουν θάνατο. Όσο αγαπώ τη ζωή, αγαπώ το θάνατο. Μια μαντινάδα στην Κρήτη λέει: «Αν είναι η μέρα όμορφη, την κάνει το σκοτίδι, κι αν έχει αξία η ζωή, ο θάνατος τής δίδει!».

M.G: Σοφοί οι παλιοί Κρητικοί. Για το τέλος μια ερώτηση που θα ήθελες να απαντήσεις και που ποτέ δεν σου έκαναν;

Δ.Α: (Γελάει) Καλό αυτό. Μου θυμίζει ένα ανέκδοτο με το Σέρλοκ Χολμς. Λέει ο Σέρλοκ Χολμς στον Γουότσον: «Γουότσον, έχω μια απάντηση. Έχεις μια ερώτηση;».



Οι Χαΐνηδες θα εμφανίζονται στο θέατρο «Ροές» στο Γκάζι:

Παρασκευή 22 και 29 Δεκεμβρίου 2023
Σάββατο 23 και 30 Δεκεμβρίου 2023
Παρασκευή 5 και 12 Ιανουαρίου 2024
Σάββατο 6 και 13 Ιανουαρίου 2024

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΗΣ: 21.30

Προπώληση Εισιτηρίων: ticketservices.gr


Οι έγχρωμες φωτογραφίες ανήκουν στον Κωνσταντίνο Ρουμελιώτη.
 
Διαβάστε ακόμα