karras 3 arthrou

Βασίλης Καρράς: Για λαϊκούς και όχι μόνο!

«...η μουσική είναι μία, ο διαχωρισμός σε είδη είναι εμπορικό και διαφημιστικό εφεύρημα».


Διαβάστηκε φορες

Αφορμή για το κείμενο στάθηκε ο θάνατος του τραγουδιστή Βασίλη Καρρά και πολλές μα πάρα πολλές αναρτήσεις που ακολούθησαν μετά.

Ο Βασίλης Καρράς «έφυγε» στα 70 του χρόνια. Τις τελευταίες του μέρες πολεμούσε με καρκίνο και κορωνοϊό ταυτόχρονα και ο ταλαιπωρημένος οργανισμός του δεν άντεξε. Κρίμα, πολύ κρίμα. Δεν ξέρω πώς αισθανόταν και πώς ένοιωθε τις τελευταίες μέρες της ζωής του —νομίζω ότι κανείς δεν μπορεί—, αλλά σίγουρα τις άλλες, τις παλιότερες, τις καλύτερες πρέπει να ήταν ένας από τους πιο ευτυχισμένους ανθρώπους του κόσμου, εισπράττοντας εν ζωή και με πλήρη διαύγεια πνεύματος πολλή, μα πάρα πολλή αγάπη και εκτίμηση από απλό κόσμο. Κόσμο που με το άκουσμα της είδησης του θανάτου του, έσπευσε να «δια-δηλώσει» με κάθε δυνατό τρόπο στα social media όλη την παραπάνω αγάπη και εκτίμηση που ήδη του είχε.

Αλλά τι γίνεται με όλη αυτή την αγάπη ανθρώπων που δεν ανήκαν στο μουσικό είδος που με συνέπεια ο Βασίλης Καρράς υπηρετούσε όλα αυτά τα χρόνια; Τους «έντεχνους», τους «κουλτουριάρηδες», τους «εστέτ» (γαλ:esthète);

Δεν ανήκω κι εγώ στους ακροατές του Βασίλη Καρρά. Τον πρωτοάκουσα στις αρχές της δεκαετίας του '90 «μες σε καπνούς και σε βρισιές», όταν έκανα τη στρατιωτική μου θητεία. Για τους συνάδελφους από τη Βόρεια Ελλάδα ήταν ήδη «θεός». Βαριά, βραχνή, χαρακτηριστική φωνή με ακόμα χαρακτηριστικότερη την εισπνοή πάνω στα λόγια του τραγουδιού.


Περίεργη περίπτωση καλλιτέχνη: «Άρχοντας της καψούρας», «Βασιλιάς» και «Ψυχολόγος» τα προσωνύμια που του έχουν αποδοθεί όλα αυτά τα χρόνια. Από τους πιο αγαπητούς λαϊκούς ερμηνευτές, ένας από τους σημαντικότερους της γενιάς του. Παρόλα αυτά, πάντα «φλέρταρε» και με την άλλη όχθη («Άσ' Τη Να Λέει», «Πριγκηπέσσα», «Κάτι Μου Κρύβεις», «Φωτοβολίδα», «Κακές Συνήθειες»).

Έχω ζήσει όλη την φρενίτιδα του 1993, όταν κυκλοφόρησε το «Άσ' Τη Να Λέει», από το δίσκο «Ο Ήλιος Του Χειμώνα Με Μελαγχολεί» των Πυξ Λαξ σε ερμηνεία του Βασίλη Καρρά, που έκανε «σκύλους», «λαϊκούς», «ροκάδες», «μαλλιάδες» και όλες τις ευγενείς μουσικές δυνάμεις να τραγουδάνε φανερά ή κρυφά το συγκεκριμένο άσμα! Ένα τραγούδι που, για να λέμε την αλήθεια, δεν το «πίστεψε» κανένας, ούτε από το ένα στρατόπεδο, ούτε από το άλλο, πόσο μάλλον από τη δισκογραφική εταιρεία που πρόβλεπε «μεγάλη καταστροφή» για την ανερχόμενη ελληνική μπάντα. Μόνο ο ίδιος ο δημιουργός του τραγουδιού, ο Μάνος Ξυδούς, πίστεψε στην αρχική του ιδέα (να το πει μια ατόφια λαϊκή φωνή).

Για τους μουσικούς, όπως μου είπε, σε μιά κουβέντα που είχαμε ο «τεράστιος» Δημήτρης Πουλικάκος, «Η μουσική είναι μία, ο διαχωρισμός σε είδη είναι εμπορικό και διαφημιστικό εφεύρημα». Οι ίδιοι οι μουσικοί, όταν αυτοπροσδιορίζονται, δεν λένε ότι «Είμαι ροκάς, σκύλος» κλπ. Το «μουσικός» είναι αρκετό.

Ο Βασίλης Καρράς ευτύχησε να ανήκει σε μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων. Ήταν καλός άνθρωπος. Ένας καλλιτέχνης που έζησε φτωχικά παιδικά χρόνια, προχώρησε στη ζωή του, αγάπησε το λαϊκό τραγούδι —το οποίο πάει παρέα και με απλούς λαϊκούς ανθρώπους— και που ποτέ δεν ξέχασε την αφετηρία του και τον συνάνθρωπο δίπλα του, που η ζωή δεν στάθηκε τόσο γενναιόδωρη σ' αυτόν.

Όλα αυτά, οι ιστορίες προσφοράς προς συνανθρώπους (που είναι αληθινές) και η παθιασμένη ερμηνεία σε τραγούδια που αγγίζουν τον καθένα μας σε στιγμές συναισθηματικής φόρτισης (κάποιοι το ονομάζουν «καψούρα») έφτιαξαν το «μύθο» του Βασίλη Καρρά. Έναν «αυθεντικό», «λαϊκό» μύθο, που τελικά ήταν τόσο ανθρώπινος όσο εμείς.


Κι όπως έγραψε κι ένας φίλος σε κάποιο σχόλιο, «Ο Βασίλης Καρράς ανήκει σε μια κατηγορία "Über Alles" της μουσικής και της "νύχτας" και είναι ταυτισμένος με έρωτες και "καψούρα". Και εδώ στην Ελλάδα, ακόμα και του "έντεχνου" και της "κουλτούρας" να είσαι, την "καψούρα" τη σέβεσαι!».

Υ.Γ: Οι αγάπες αρχίζουν με χαρά και τελειώνουν με... Καρρά!


Διαβάστε ακόμα