Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς

«Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς»: η μαύρη κωμωδία του Γιάννη Οικονομίδη

Μια ταινία που θα σε κάνει να γελάσεις αληθινά, να ανατριχιάσεις και να αναλογιστείς κατά πόσο ταυτίζεσαι με τους ήρωες. Ή μάλλον να αναζητήσεις το σκοτεινό κομμάτι του εαυτού σου, το οποίο στο βωμό της αυτοσυντήρησης θα ταυτιζόταν μαζί τους.
Διαβάστηκε φορες
Σχεδόν έξι χρόνια μετά από «Το Μικρό Ψάρι» ο αγαπημένος σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης επιστρέφει με την πρώτη του μαύρη κωμωδία και ταράζει για άλλη μια φορά το κινηματογραφικό μας γίγνεσθαι. «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» δεν ξεφεύγει από την δυστοπία της ελληνικής κοινωνίας, όπως την οραματίζεται στις ταινίες του ο Οικονομίδης, αλλά αυτή τη φορά συνοδεύεται από μεγάλες δόσεις γέλιου.

Σε μια επαρχιακή πόλη της Ελλάδας, μια γυναίκα θα εγκαταλείψει τον σύζυγό της για να ζήσει τον έρωτα παρέα με τον εραστή της. Μαζί της θα πάρει και ένα εκατομμύριο ευρώ. Φυσικά, αυτό δεν θα περάσει απαρατήρητο, αφού πέρα από τον πληγωμένο του εγωισμό, ο απατημένος σύζυγος θα αναζητήσει πίσω και τα κλεμμένα του λεφτά. Όπως σε κάθε ελληνική πυρηνική οικογένεια, τα ηνία βαστάνε γερά οι δύο μαμάδες που θα απαιτήσουν την δικαίωση για τους γιους τους. Κάπου ανάμεσα στην απληστία, τον έρωτα, την προδοσία, την φιλοχρηματία και τον λούμπεν ανδρισμό θα ξεκινήσει ένα ανθρωποκυνηγητό, με την «Ωραία Κοιμωμένη» να ξυπνά από τον εφιάλτη χωρίς ίχνος γρατζουνιάς.



Η άποψη της Μύριαμ Πατρού

Η ελληνική κοινωνία για ακόμα μια φορά εντυπωσιάζει μέσα από τον γκροτέσκο φακό του Οικονομίδη. Αυτό που εκτιμώ στις ταινίες του είναι κατά κύριο λόγο η συνέπεια. Και αυτό είναι κάτι που δύσκολα κατακτά ένας δημιουργός, χωρίς να υπερβάλει και να φλυαρεί. Η συνέπεια αυτή είναι που τον ξεχωρίζει σαν σκηνοθέτη, οριοθετεί το κινηματογραφικό του στυλ, χωρίς όμως να το περιορίζει. Ακριβώς εκεί, στον δικό του προσωπικό κόσμο, έχει την ελευθερία να δημιουργήσει κάτι καινούργιο, αναδεικνύοντας κάθε φορά, διαφορετικές πτυχές στα θέματα που τον απασχολούν. Αυτή τη φορά «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» μιλά για τον έρωτα και την ηθική, την τιθάσευση του «εγώ» μας ή τουλάχιστον την προσπάθεια αυτής. Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα στον πιο γνώριμο τόπο μας, την ελληνική κοινωνία. 

Η γλώσσα, όπως άλλωστε σε όλες του τις ταινίες, παραμένει σκληρή και επιβεβαιώνει τον σημαντικό ρόλο που παίζει στον τρόπο που σκεφτόμαστε. Προσωπικά, με εντυπωσιάζει η επαναληψιμότητα στους διαλόγους, που δημιουργώντας ένα κλίμα έντασης, παραλογισμού και υπερβολής έρχεται να αγκαλιάσει τους ακραίους πρωταγωνιστές. Το τέχνασμα αυτό, όσο απλό και αν ακούγεται, σηματοδοτεί όλες τις έννοιες που εκπροσωπούν οι ταινίες του. Η ελληνική κοινωνία στην υπερβολή της, στην γλώσσα, στην νοοτροπία, στις συνήθειες και τα ταμπού επαναλαμβάνεται με την σειρά της ξανά και ξανά, διοχετεύεται από την Ελληνίδα μάνα αλλά και την απουσία του πατέρα στον επιδεικτικό ανδρισμό που πρέπει να προβάλλει ένας άνδρας, επιβεβαιώνοντας το κύρος και την υπόληψή του. Ωστόσο, όταν εμπλέκεται, ο έρωτας τα πράγματα γίνονται διαφορετικά. Ή τουλάχιστον για λίγο, τόσο ώσπου να εμφανιστούν τα χρήματα και ο εγωισμός. 

Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς

Η σκηνοθεσία από τον Γιάννη Οικονομίδη, καλοδουλεμένη και ωριμασμένη, διατηρεί το σκοτεινό ύφος και τελειοποιείται. Με τις κλασσικές εντάσεις στον φωτισμό, το σκοτάδι και τις σκιές παραμένει πιστός στο κινηματογραφικό του ύφος, αυτή τη φορά με κάποια νέον σήματα που μαρτυρούν και την παιχνιδιάρικη και χιουμοριστική διάθεση της ταινίας.

Από την αίθουσα σίγουρα δεν θα φύγεις χωρίς να σκάσεις έστω και ένα χαμόγελο. Ξεκαρδιστική με τον πιο μαύρο τρόπο, μέσα από έναν σκοτεινό ρομαντισμό, σχολιάζει την ελληνική επαρχία, κραυγαλέα και χωρίς κανένα ίχνος συντηρητισμού. Σε φέρνει ακριβώς στο σημείο που θέλει, στην αμηχανία, την απέχθεια, την οργή και την περιφρόνηση μιας φοβικής νοοτροπίας.

Η διάρκεια της ταινίας είναι 140 λεπτά και ενώ ο χρόνος περνά ευχάριστα και χωρίς να κοιτάξεις στιγμή το ρολόι, από την ταινία θα έλεγα ότι λείπουν λίγα ακόμα λεπτά. Πρόκειται για τον χρόνο που χρειαζόταν ο θεατής για να κατανοήσει καλύτερα την απότομη μετάβαση στη δράση του σεναρίου, καθώς τα τελευταία είκοσι λεπτά έρχονται βιαστικά και χωρίς πολλές εξηγήσεις. Χαρακτήρες, όπως ο Σταμουλακάτος, φαίνονται αρκετά θολοί ως προς τα κίνητρα και τις προθέσεις τους. Προς το τέλος της ταινίας κυριαρχεί μια βιασύνη, η οποία αποτυπώνεται ως ένα άγχος να τελειώσει, χωρίς να κουράσει, ενώ έχει ακόμα κάτι να πει.



Η πλειοψηφία του καστ αποτελείται από ερασιτέχνες ηθοποιούς, ωστόσο οι ερμηνείες τους δεν θυμίζουν σε καμία περίπτωση πρωτάρη. Οι δύο μαμάδες της ταινίας Βασιλική Καλλιμάνη και Σοφία Κουνιά, όπως και στην ταινία, έτσι και στις ερμηνείες τους παίζουν καθοριστικό ρόλο, αφήνοντας το δικό τους αποτύπωμα. Οι πρωταγωνιστές Βασίλης Μπισμπίκης, Βίκυ Παπαδοπούλου και Γιάννης Τσορτέκης δένουν αρμονικά και δίνουν έντονες ερμηνείες. Φυσικά από την ταινία δεν λείπουν οι παλιοί γνώριμοι Στάθης Σταμουλακάτος και Βαγγέλης Μουρίκης, αφού πλέον μπορούμε να πούμε ότι τους περιμένουμε με αγωνία σε κάθε ταινία του Γιάννη Οικονομίδη. 

«Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» είναι μια μαύρη κωμωδία που θα σε κάνει να γελάσεις αληθινά, να ανατριχιάσεις και να αναλογιστείς κατά πόσο ταυτίζεσαι με τους ήρωες. Ή μάλλον να αναζητήσεις το σκοτεινό κομμάτι του εαυτού σου, το οποίο στο βωμό της αυτοσυντήρησης θα ταυτιζόταν μαζί τους.

Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς

Η άποψη του Κωνσταντίνου Ρουμελιώτη

Ύστερα από τη μεγάλη θεατρική επιτυχία του έργου του «Στέλλα Κοιμήσου», ο δημιουργός των ταινιών «Σπιρτόκουτο», «Η ψυχή στο στόμα» και «Μαχαιροβγάλτης» επανέρχεται στον «φυσικό» του χώρο, τον κινηματογράφο, και στήνει την « Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» με φόντο την ελληνική επαρχία. Μπράβοι, νυχτόβιοι, περιθωριακοί τύποι, μέχρι και η αθάνατη Ελληνίδα μάνα (σε δύο εκδόσεις, μάλιστα) μπλέκουν αριστοτεχνικά σ’ αυτή την ιστορία.

Από την πρώτη του –γροθιά στο στομάχι– ταινία, ο Γιάννης Οικονομίδης έδειξε τις προθέσεις του: να προβάλει την ελληνική παθογένεια που κρύβεται στις σχέσεις, στην οικογένεια, στην εργασία, παντού. Σύμμαχός του η ένταση και η σκληρή γλώσσα, για την οποία έχει κατηγορηθεί. Η ίδια η ζωή δικαιώνει τον σκηνοθέτη, καθώς είναι πιο σκληρή από μια απλή βρισιά.

Στο κινηματογραφικό σύμπαν του Οικονομίδη εμφανίζονται πάντα ηθοποιοί και μη ηθοποιοί. Η ικανότητα του συγκεκριμένου σκηνοθέτη να αποσπά από όλους ανεξαιρέτως τους συμμετέχοντες μια υποδειγματική ερμηνεία είναι κάτι που πρέπει να αναγνωρισθεί. Οι Στάθης Σταμουλακάτος και Γιάννης Τσορτέκης είναι γνωστοί στους φίλους του θεάτρου. Για τους υπόλοιπους θα είναι μία ερμηνευτική έκπληξη, όπως και οι κυρίες Βασιλική Καλλιμάνη (μητέρα της ηθοποιού Μαρίας Καλλιμάνη) και Σοφία Κουνιά, που πρώτη φορά βρέθηκαν ως ηθοποιοί στη συγκεκριμένη ταινία. Ο Βαγγέλη Μουρίκης που όσο μικρό ρόλο και να έχει πάντα «κεντάει». Ο σκηνοθέτης Φωκιών Μπόγρης στον «ειδικό» ρόλο του Βαγγέλη. Η Βίκυ Παπαδοπούλου ως εύθραυστη Όλγα. Ο Βασίλης Μπισμπίκης στο ρόλο του βαρύ Μάνου.

Ένα σημαντικό κομμάτι της ταινίας αποτελεί και η πρωτότυπη μουσική που έγραψε ο διεθνής Γάλλος συνθέτης Jean-Michel Bernard και ακολουθεί κατά πόδας τους ήρωες στις περιπέτειές τους.

Η «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» αποτελεί την πιο ώριμη κινηματογραφική δουλειά μέχρι τώρα του Γιάννη Οικονομίδη. «Κι όποιος ζήσει να 'ρθει να ομολογήσει».



* «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» θα προβάλλεται από τις 5 Μαρτίου στην Αθήνα αποκλειστικά στον κινηματογράφο ΑΣΤΥ από την Αργοναύτες Α.Ε και από τις 12 Μαρτίου στην υπόλοιπη Ελλάδα από την Tulip Α.Ε.

Ανανέωση 12/05/2020: «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» επανέρχεται και θα προβάλλεται όλο το καλοκαίρι του 2020 στα θερινά σινεμά της Αθήνας και της επαρχίας, σύμφωνα με τους κανόνες ασφαλείας που έχει θεσπίσει η πολιτεία, σε διανομή της Tulip Α.Ε.

Αξιολόγηση ταινίας
Βαθμός ταινίας
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα