Ανακρίναμε τον Γιάννη Οικονομίδη με αφορμή την «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς»

O Γιάννης Οικονομίδης αποκαλύπτει στον Κωνσταντίνο Ρουμελιώτη τι πιστεύει για το ελληνικό σινεμά και το ελληνικό κοινό, πόσο εύκολη ήταν η δημιουργία της «Μπαλάντας», ποια ερώτηση ανυπομονεί να του γίνει, σε ποιον κώλωσε να προτείνει να συμμετάσχει στην «Μπαλάντα» και πολλά ακόμα.
Διαβάστηκε φορες
Παρακολουθώ κινηματογράφο από την εφηβική μου ηλικία και προσπαθώ να βλέπω καθημερινά έστω και μία ταινία. Έχω δει πάρα πολλές, ωστόσο δύο ταινίες θυμάμαι για το πόσο «έντονα» και «άβολα» με έκαναν να αισθανθώ κατά την διάρκεια και μετά την προβολή τους, λόγω θεματικής και σκηνοθεσίας: το «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο» του Darren Aronofsky και το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη.

Η σκληρή γλώσσα, οι ρεαλιστικότατες ερμηνείες από ηθοποιούς και μη ηθοποιούς (γιατί πάντα στις ταινίες του Οικονομίδη εμφανίζονται και μη ηθοποιοί), η μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και η βαθύτατη ανάγκη να παρουσιαστούν στην οθόνη κάποιες κωμικοτραγικές αλήθειες της σημερινής ελληνικής κοινωνίας είναι έννοιες ταυτόσημες με το σινεμά του Γιάννη Οικονομίδη.

Με αφορμή την νέα του ταινία «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» που προβάλλεται από τις 5 Μαρτίου στην Αθήνα και από τις 12 Μαρτίου στην υπόλοιπη Ελλάδα βρεθήκαμε με τον Κύπριο κινηματογραφιστή και δημιουργό των ταινιών «Η ψυχή στο στόμα», «Μαχαιροβγάλτης» «Το Μικρό Ψάρι» και μιλήσαμε για κινηματογράφο, τι άλλο;


Πηγαίνει ο κόσμος να δει ελληνικό σινεμά, Γιάννη Οικονομίδη; Στηρίζει τους Έλληνες δημιουργούς;

Είναι λίγο περίεργη ερώτηση αυτή. Έτσι κι έτσι. Άμα κάτι αξίζει, έχει αλήθεια και αυθεντικότητα και μπορεί να περάσει μηνύματα, ο κόσμος ανταποκρίνεται. Δεν μιλάμε για ταινίες που επί της ουσίας είναι προέκταση της τηλεόρασης, γιατί εκεί πάνε σαν υπνωτισμένοι, γίνεται και πολλή διαφήμιση, με αποτέλεσμα να πάει κόσμος που δεν παρακολουθεί κινηματογράφο αλλά κάποιο τηλεοπτικό ηθοποιό ή σειρά. Πάντως, το ελληνικό σινεμά βρίσκεται σε ανυποληψία και το λέω κάνοντας σύγκριση με το θέατρο, διότι ο Έλληνας παρακολουθεί θέατρο, ελληνικό θέατρο εννοώ.

Οι ήρωες σου, όλοι «λαϊκοί» άνθρωποι, κατά βάση καταπιεσμένοι, ψάχνουν μια διέξοδο για να την «παλέψουν». Είναι αφετηρία για το σινεμά που κάνεις; Όπως έχεις δηλώσει, κάνεις «λαϊκό» κινηματογράφο, όπως επίσης έχεις πει «Σιχαινόμουν πάντα αυτό το στυλάκι των καλλιτεχνών των διανοούμενων».

Οι «λαϊκοί» άνθρωποι έχουν «μυρωδιά», έχουν «άρωμα». Οι άνθρωποι του δρόμου, της πιάτσας, οι «ριγμένοι» της ζωής, με τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζουν – ειδικά στις ιστορίες μου – έχουν ζωή μέσα τους και με ενδιαφέρει αυτός ο κόσμος, γιατί ανήκω κι εγώ σ’ αυτούς. Τα προβλήματά τους είναι θέματα που με απασχολούν ως άνθρωπο και ως δημιουργό.

OIKONOMIΔΗΣ-ΚΟΡΟΝΟΪΟΣ 1-0!
Ουρές στις προβολές της «Μπαλάντας της Τρύπιας Καρδιάς» στο Άστυ, το τετραήμερο του ανοίγματος της ταινίας.

Μετά από τέσσερις ταινίες και μια σχετική αναγνώριση να υποθέσω ότι δυσκολεύτηκες λιγότερο να κάνεις την «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς»;

Αυτό δεν ισχύει. Η αλήθεια είναι ότι η «Μπαλάντα» με ταλαιπώρησε τα μέγιστα. Έχουν αλλάξει οι εποχές, η χώρα είναι στο χάλι που είναι. Από το 2015 και μετά έχουν γίνει χειρότερα τα πράγματα στον ελληνικό κινηματογράφο. Δεν υπάρχει χρήμα για τον κινηματογράφο και γενικά για τον πολιτισμό. Και δεν είναι μόνο στην Ελλάδα. Και στη υπόλοιπη Ευρώπη είναι δύσκολα τα πράγματα. Υπάρχει πολλή γραφειοκρατία. Επίσης, η «Μπαλάντα» είναι μία ταινία που γυρίστηκε σχεδόν όλη εκτός έδρας, στην επαρχία. Αυτό από μόνο του έβγαλε αρκετές δυσκολίες.

Ποιο είναι πιο δύσκολο: να γράψεις το σενάριο και να στήσεις την ταινία ή να οργανώσεις το «φάκελο» για την χρηματοδότηση της παραγωγής;

Το να γράψεις ένα σενάριο είναι μια σοβαρή και δύσκολη ιστορία. Το άλλο είναι μια πληκτική διεργασία για τη οποία θα πρέπει να σκαρφιστείς ένα σωρό πράγματα για να εξηγήσεις το οτιδήποτε. Είναι μια ρουτίνα να κάνεις το «φάκελο». Το αν είναι περισσότερο ή λιγότερο ελκυστικός ή «πιασάρικος» είναι ανάλογα με το χρόνο και το κέφι που θα διαθέσεις. Πολλές φορές χρειάζεται, κιόλας. Πάντως, σίγουρα το να γράψεις ένα καλό σενάριο είναι μια δύσκολη ιστορία.

Η «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» είναι μια μαύρη κωμωδία. Είναι εξοικειωμένος ο Έλληνας με το είδος αυτό; Στην πρεμιέρα πάντως έβγαινε αυθόρμητα το γέλιο.

Δεν έχει να κάνει με το αν είναι εξοικειωμένος ή όχι. Μπορώ να σου πω ότι αυτό το πράγμα δουλεύει ακόμα και σωματικά. Πάντως, είναι ένα στοίχημα. Θα δούμε. Όμως νομίζω ότι είναι εξοικειωμένος. Πιάνει αυτό το χιούμορ, τον σαρκασμό. Βέβαια είναι κι άλλοι «πέρα βρέχει, στην Καλαμαριά χιονίζει». (γέλια)

Θα σε ρωτήσω για κάτι που παρατήρησα και δεν σ’ έχει ακόμα ρωτήσει κάποιος. Στις τρεις πρώτες σου ταινίες, δεν υπάρχει μουσική. Στο «Μικρό Ψάρι» συνεργάζεσαι με τον Μπάμπη Παπαδόπουλο από τις Τρύπες. Στην «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς», ίσως επειδή είναι μπαλάντα, έβγαλες το άχτι σου κι έχουμε: πρωτότυπη μουσική από τον Γάλλο συνθέτη Jean Michel Bernard, «Ροκ του Καραγκιόζη» από Μπάμπη Παπαδόπουλο, Nightstalker για την Όλγα, Σφακιανάκης και «Τρύπια Καρδιά» για τον Ηρακλή και τον Μάνο, για να μην πω την ατάκα του Β. Μουρίκη και κάνω αποκάλυψη πλοκής (spoiler). {Παίρνω ύφος ήρωα ταινίας Οικονομίδη} Πώς το έκανες αυτό, ρε Γιάννη; Πώς το έκανες αυτό; Πώς τα χώρεσες όλα αυτά, ρε Γιάννη;

(Γέλια) Ξέχασες τους Rotting Christ και τους Horrified στην σκηνή με τον Σάκη στην μηχανή. (Γέλια) Η αλήθεια είναι ότι χώρεσαν με επιτυχία. Κοίτα, η μουσική σε μία ταινία χωρίζεται σε δύο ενότητες: σε μουσική που είναι γραμμένη για την ταινία και σε μουσική που ακούνε οι ήρωες ή ακούγεται κατά την διάρκεια κάποιας σκηνής, στο ραδιόφωνο ή σε μια ταβέρνα, για παράδειγμα. Μουσική που ακούγεται υπάρχει σε όλες τις ταινίες μου. Απλά εδώ συνειδητά μπήκε πολύ προσεγμένα «πρωτότυπη μουσική» σε διάφορα είδη και pop και λαϊκή, πράγμα που συνυπάρχει έντονα στην επαρχία όπου διαδραματίζεται η ιστορία μας. Και pop και σκυλάδικο και metal και όλα. Είμαι απόλυτα ευχαριστημένος για την μουσική σε αυτή την ταινία. Και από τον Jean Michel Bernard και από τον Μπάμπη (Παπαδόπουλο). Είμαι πραγματικά περήφανος για την δουλειά τους.



Έχεις εισπράξει ότι το σινεμά που κάνεις έχει αγγίξει κόσμο; Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα λέγονται και κυκλοφορούν ατάκες από το «Σπιρτόκουτο» και την «Ψυχή στο Στόμα».

Κι εγώ το έχω εισπράξει και οι ηθοποιοί μου. Αρκετές φορές μάς συναντούν στο δρόμο και μας λένε ατάκες από τις ταινίες.

Χώρια που από τις επόμενες μέρες θα αρχίσουν να κυκλοφορούν κι άλλες.

Έχω την εντύπωση ότι θα γίνει χαμός όταν κυκλοφορήσει η ταινία στο internet. Αλλά και τώρα ήδη έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν οι πρώτες.

Η Β. Καλλιμάνη, η Σ. Κουνιά, ο Δ. και ο Λ. Μαυρίδης (δίδυμοι), ο Α. Κοτζιάς, ο Π. Ζερβός, ο Β. Σακελλαριάδης η Α. Πουρνάρα όλοι αυτοί δεν είναι ηθοποιοί. Σε κανένα μα κανένα σημείο δεν φαίνεται αυτό. Και μπορώ να πω ότι είναι άρτιοι υποκριτικά. Πώς το κάνεις αυτό;

Αυτό (γέλια) είναι μια μεγάλη κουβέντα. Δεν μας φτάνει μια συνέντευξη. Αν ποτέ αποφασίσεις να κάνεις ένα ντοκιμαντέρ στα γεράματα για μένα και δεν βαριέσαι (γέλια), θα σε αφήσω να παρακολουθήσεις απ’ την αρχή όλη την διαδικασία που ακολουθώ, όταν ετοιμάζουμε ταινία με τους συνεργάτες μου.

Αυτό όμως δεν το κάνεις μόνο στον κινηματογράφο. Και στη θεατρική παράσταση «Στέλλα Κοιμήσου», δύο νέοι πρωτοεμφανιζόμενοι – ηθοποιοί (Γ. Νιάρρος - Ι. Κολλιοπούλου) υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες σου πήραν τα αντίστοιχα θεατρικά βραβεία «Δ. Χορν» και «Μ. Μερκούρη». Μάλιστα στα 20 χρόνια του θεσμού είναι η πρώτη φορά που και τα δύο πήγαν σε ηθοποιούς της ίδιας παράστασης.

Είναι πολύ μεγάλη ικανοποίηση. Πίσω από αυτό, να ξέρεις, υπάρχει πάρα πολύς μόχθος, φροντίδα και αγάπη για αυτή την δουλειά.

Τι να περιμένουμε τώρα θεατρικά; Γιατί ταινία μάλλον αργεί.

Θα δούμε. Ούτε κι εγώ ξέρω ακόμα. Θα γίνει μάλλον μια παράσταση. Έχω κάποια ιδέα, με δικό μου κείμενο.

Γιάννης Οικονομίδης

Μια ερώτηση που θα ήθελες να απαντήσεις και που ποτέ δεν έγινε;

Αυτή είναι ωραία ερώτηση. (Σκέφτεται) Θα ήθελα να απαντήσω πολλές ερωτήσεις σε δημοσιογράφους, κριτικούς κινηματογράφου πάνω στην φιλμοκατασκευή, πάνω στην καθεαυτή δουλειά, στο κινηματογραφικό γεγονός που βλέπουν μπροστά τους. Να μιλήσουμε για φωτογραφία, για μοντάζ, για ήχο, για δραματουργία, για σκηνοθεσία, όλο αυτό που ονομάζεται φιλμοκατασκευή, γιατί στο τέλος της ημέρας είμαι ένας μάστορας. Αυτή είναι η ικανότητά μου και το προσόν μου. Αυτή είναι η ομορφιά. Φτιάχνω από το μηδέν μία ταινία. Και πάνω σ’ αυτό δεν με ρωτάει κανένας τίποτα. Όλες οι κουβέντες αφορούν το νόημα, το ιδεολόγημα. Κανένας δεν ρωτάει γύρω από την φόρμα μιας ταινίας. Κι έχω παράπονο γι’ αυτό.

Ποιο είναι το μεγαλύτερο λάθος στη ζωή και στη καριέρα σου;

Δεν σκέφτομαι έτσι. Δεν κάνω τέτοιου τύπου ενδοσκόπηση. Είναι πολύ ξένο προς εμένα. Σαφώς και έχω κάνει λάθη, αλλά σχετίζονται με την πορεία της ζωής. Τώρα, όσο αφορά το μεγαλύτερο, δεν υπάρχει κάτι μεγάλο που να φέρω ως βάρος μέσα μου, στην ζωή.
(Σκέφτεται) Τώρα στην καριέρα μου μπορεί να έχω κάνει ένα μεγάλο λάθος. Όταν έγραφα το σενάριο της «Μπαλάντας» φανταζόμουν τον Δημήτρη Δανίκα για το ρόλο του Ηρακλή Σκυλογιάννη, αλλά … κώλωσα να του ζητήσω να παίξει, να μ’ εμπιστευτεί και να παίξει. Ξέρεις, νιώθω τεράστιο δέος για αυτό το μεγαθήριο της κινηματογραφικής κριτικής, οπότε υπήρχε δίλημμα αν θα πάω. Ήταν κουτί ο ρόλος, του ταίριαζε γάντι. Τελικά το μετάνιωσα. Αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος στην καριέρα μου.



«Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» θα προβάλλεται από τις 5 Μαρτίου στην Αθήνα αποκλειστικά στον κινηματογράφο ΑΣΤΥ από την Αργοναύτες Α.Ε και από τις 12 Μαρτίου στην υπόλοιπη Ελλάδα από την Tulip Α.Ε.

Διαβάστε ακόμα