Justin Hayward

Justin Hayward: Μια αφήγηση με τη φωνή των The Moody Blues

Ο Justin Hayward αυτοχαρακτηρίζεται κυριολεκτικά και μεταφορικά ως «η φωνή των The Moody Blues», αφού είναι αυτός που κρατά τη φλόγα τους ζωντανή ακόμα και μετά την τυπική λήξη της καριέρας τους. Μας διηγήθηκε τα όσα τον έφεραν ως εδώ, λίγο πριν επισκεφτεί την Αθήνα.

Διαβάστηκε φορες

Το να θεωρήσει κανείς τους The Moody Blues μπάντα του ενός τραγουδιού θα ήταν μάλλον το εύκολο. Ναι, ήταν το "Nights In White Satin" αυτό που τους εκτόξευσε, που χιλιοτραγουδήθηκε και χιλιοδιασκευάστηκε, αυτό που οι περισσότεροι έχουν ακούσει σε κάποιο πάρτι, σε κάποια διαφήμιση, σε... προσωπικές στιγμές. Όμως, πίσω από την ανεπανάληπτη αυτή επιτυχία, οι "Moodies" κρύβουν έναν ολόκληρο μουσικό κόσμο, γεμάτο από δημιουργία, συναισθήματα, ακόμα και λανσάρισμα νέων τεχνολογιών-τεχνοτροπιών στον ήχο.

Ο Justin Hayward, τραγουδιστής, κιθαρίστας και συνθέτης των The Moody Blues, κατέφτασε σαν από μηχανής θεός και τους βοήθησε να περάσουν στην επόμενη πίστα, γράφοντας και ερμηνεύοντας εκατοντάδες τραγούδια μαζί τους, μέχρι το τέλος της καριέρας τους το 2018. Πλέον γυρνάει ολόκληρο τον κόσμο, δίνοντας νέα βίωση σε αυτά τα κομμάτια, όπως λέει, αλλά και σε πολλά άλλα, τα οποία ανήκουν στη solo δισκογραφία του. Αυτό πρόκειται να συμβεί και τέλη Σεπτεμβρίου στο Ηρώδειο, στο Classic Rock 7. Με αφορμή τον ερχομό του στην Αθήνα, κάναμε μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα:


M.G.: Καλημέρα. Είναι μεγάλη τιμή που κάνουμε αυτήν τη συνέντευξη. Θα θέλατε να μας πείτε, ξεκινώντας, πού βρίσκεστε αυτήν τη στιγμή; Βρίσκεστε σε περιοδεία;

J.H.: Καλημέρα. Σε ευχαριστώ. Όχι. Είμαι στην Ιταλία. Βρίσκομαι εδώ με τον ηχολήπτη μου και κάνουμε κάποιες δουλειές μαζί αφότου τελείωσα με την περιοδεία μου τον Ιούλιο. Έχουμε συγκεντρώσει και ακούμε υλικό από την περιοδεία.

M.G.: OK. Οπότε, είστε σε μια δημιουργική φάση, απλά χωρίς το τρέξιμο μιας περιοδείας, από ό,τι καταλαβαίνω.

J.H.: Δεν ξέρω αν είμαι σε δημιουργική φάση, αλλά σίγουρα είμαι σε φάση δουλειάς.

M.G.: Τέλεια. Να ξεκινήσουμε λέγοντας ότι είστε ένα από τα πιο σημαντικά μέλη των The Moody Blues, αφού από την κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου τους και μετά ενταχθήκατε σε αυτούς σαν κιθαρίστας και τραγουδιστής. Σωστά;

J.H.: Μπήκα στην μπάντα το 1966, ναι.

M.G.: Ακριβώς. Και μπήκατε μαζί με τον John Lodge, αντικαθιστώντας τον Denny Laine και τον Clint Warwick, νομίζω. 

J.H.: Ναι. Δεν ήξερα τον John προσωπικά. Ουσιαστικά, εγώ προοριζόμουν για συνθέτης της μπάντας. Ο Mike Pinder, ο πληκτράς των Moody Blues, άκουσε τα κομμάτια μου, με κάλεσε, γνωριστήκαμε και έτσι εντάχθηκα στο συγκρότημα, μέσω των τραγουδιών μου

M.G.: OK. Και νομίζω ότι ο Eric Burdon των The Animals έπαιξε το ρόλο του στο να γνωριστείτε με την μπάντα; Θυμάμαι σωστά;

J.H.: Νομίζω πως ναι, γιατί ήξερα κάποιον στο πρακτορείο ατζέντηδων που συνεργαζόταν με τον Eric Burdon και τους The Animals. Εγώ στο μεταξύ έπαιζα κιθάρα, από όταν είχα τελειώσει το σχολείο, για έναν rock n’ roll μουσικό, τον Marty Wilde, και στο μεταξύ έγραφα και μουσική. Έστειλα τα τραγούδια μου στο γνωστό μου, για να τα ακούσει ο Eric. Και τελικά, δεν έλαβα κάποια απάντηση από τον Eric αλλά από τον Mike Pinder, που με κάλεσε για να μου πει ότι άκουσε τα τραγούδια μου και ότι θα ήθελε να γνωριστούμε. «Προσπαθούμε να κρατήσουμε το συγκρότημα ενωμένο», είπε. Έτσι, τον γνώρισα και μετά γνώρισα και τον Graeme [Edge] και τον Ray [Thomas]. Εξάλλου, ήμουν ο μόνος από την παρέα που είχε ενισχυτή τότε, οπότε αυτό με έβαζε σε πλεονεκτική θέση για να με προσλάβουν!


Με τον Marty Wilde (κέντρο).


M.G.: Οπότε, πρέπει να αγαπούσατε τη μουσική και ως μαθητής πριν μπείτε στους The Moody Blues.

J.H.: Πράγματι, και είχα την τύχη να παίζω σε αρκετά γκρουπ στο Swindon, όπου μεγάλωσα. Έτσι, έβγαλα τα χρήματα που απαιτούνταν ώστε να πάρω μια ωραία Gibson 335 και έναν ενισχυτή Vox. Αφότου τέλειωσα το σχολείο, έψαχνα για δουλειά ως μουσικός. Πέρασα από οντισιόν για τον Marty Wilde και με διάλεξε. Με πήρε μαζί του στο Λονδίνο το 1964, τότε που ήταν μια υπέροχη περίοδος για να βρίσκεται κανείς εκεί, μουσικά μιλώντας.

M.G.: Φαντάζομαι πως ναι. Οπότε, μπήκατε στην μπάντα και… Ας έρθουμε στο πρώτο άλμπουμ που ηχογραφήσατε μαζί τους, το follow-up στο ντεμπούτο “The Magnificent Moodies”, που κυκλοφόρησε το 1965. και αυτό το άλμπουμ είναι το “Days Of Future Past”, σωστά;

J.H. Ναι.

M.G.: Νομίζω ότι θεωρείται ένα από τα πρώτα progressive rock άλμπουμ, και ένα από τα πρώτα, ας πούμε, concept άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής, καθώς εναλλάσσει blues μπαλάντες με ορχηστρικά κομμάτια. Πώς προέκυψε αυτή η δημιουργική ιδέα, δεδομένου ότι ως μουσικοί ερχόσασταν από ένα πιο «λιτό» r’n’b περιβάλλον με τον πρώτο σας δίσκο; Νομίζω ότι σε αυτό έπαιξε ρόλο και η δισκογραφική σας, η Decca Records? 

J.G.: Ναι. Το συγκρότημα ήταν σχετικά καινούργιο όταν μπήκα εγώ. Και όπως είπες, δύο μέλη έφυγαν από νωρίς. Μετά την αποχώρησή τους, το συγκρότημα είχε βγάλει το πρώτο του άλμπουμ, που ήταν μια συλλογή από διασκευές σε μορφή B-sides και singles. Όταν ξεκίνησαν μαζί μου, ο σκοπός του Mike Pinder ήταν να γίνουμε ένα συγκρότημα που έκανε δική του μουσική. Είχαμε πολλές φρέσκες ιδέες. Όμως, είχαμε και ένα χρέος προς τη δισκογραφική, αφότου οι προηγούμενοι μάνατζέρ μας μας εγκατέλειψαν έχοντας πάρει κάποια χρήματα από εμάς. Και έτσι, μείναμε μόνοι, προσπαθώντας να επιστρέψουμε το χρέος στη δισκογραφική.

Στο μεταξύ, η δισκογραφική ήθελε να φτιάξει ένα άλμπουμ που να δείχνει ότι ο στερεοφωνικός ήχος, που ως τότε χρησιμοποιούνταν κυρίως για ηχογραφήσεις κλασικής μουσικής, έχει μεγάλες δυνατότητες και στο rock ‘n roll. Και μας ζήτησαν να συμμετάσχουμε σε αυτό. Θα ήταν ένας προωθητικός δίσκος που θα πωλούνταν σε χαμηλή τιμή στα δισκοπωλεία. 

Και πρότειναν να κάνουμε μία διασκευή έργων του Αντονίν Ντβόρζακ σε rock. 

Διευθυντής παραγωγής στην Decca ήταν τότε ο Hugh Mendl. Αυτός γνώριζε το συνθέτη Peter Knight, που ήρθε να μας βρει στη Νέα Υόρκη και αποφάσισε να αφήσουμε τον Ντβόρζακ και να συνθέσουμε ορχηστρικά κομμάτια βασισμένα στα τραγούδια μας. Ο Mendl και οι υπόλοιποι στην Decca σκέφτηκαν ότι θα μπορούσαν αυτά τα τραγούδια να έχουν μία θεματική σύνδεση με βάση τις ώρες της μέρας.

Εμείς δεν είχαμε λεφτά, ούτε δύναμη, ούτε επιρροή, είχαμε όμως μερικά τραγούδια. Και έτσι, συμφωνήσαμε να πάρει ο Peter τέσσερα από τα τραγούδια μας, τα οποία είχε ήδη ακούσει, και να συνθέσει ορχηστρικά κομμάτια βασισμένα σε αυτά. Τα τραγούδια αυτά ήταν τα εξής: “Dawn Is A Feeling”, “Another Morning”, “Tuesday Afternoon” και “Nights In White Satin”. Άρα, δεν παίξαμε ποτέ μαζί με την ορχήστρα. Οι ηχογραφήσεις της έγιναν ξεχωριστά, εκ των υστέρων. Πήγα να τους ακούσω και έπαιζαν εξαιρετικά!

Τελικά, το άλμπουμ βγήκε ως κανονική κυκλοφορία και όχι απλά ως ένα μέσο επίδειξης της στερεοφωνίας. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν πολλοί rock δίσκοι σε stereo. Ο κόσμος δεν είχε τον εξοπλισμό για να τους ακούσει. Όμως, υπήρχαν και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί στα FM, που υποστήριζαν τη στερεοφωνία και χρειάζονταν φρέσκια μουσικη σε stereo. Και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο δίσκος μας να παίζεται στα ραδιόφωνα και σταδιακά να κερδίζει έδαφος.

M.G.: Αναφερθήκατε στο μάλλον πιο γνωστό σας κομμάτι, το “Nights In White Satin”. Να πούμε εδώ ότι το κομμάτι δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστό, μέχρι που επανακυκλοφόρησε το 1972. Εσείς στο μεταξύ είχατε κυκλοφορήσει άλλα έξι άλμπουμ και είχατε δημιουργήσει και το δικό σας label, την Threshold Records. Πώς ήταν, λοιπόν, το να έχετε αυτήν την ξαφνική επιτυχία με ένα κομμάτι από το παρελθόν; Νιώσατε μήπως ότι το “Nights In White Satin” υπερκάλυψε εμπορικά τις πιο πρόσφατες δουλειές σας;

J.H.: Ενδιαφέρουσα οπτική αυτή. Όχι, δεν νομίζω ότι το είδαμε έτσι. Το κομμάτι παιζόταν σταθερά όλα αυτά τα χρόνια στις συναυλίες μας, γιατί ξέραμε ότι είχε πολύ δυνατή επίδραση στο κοινό. Για αυτό το κρατούσαμε και για το τέλος στο setlist.

Όμως, δισκογραφικά το τραγούδι έκανε πράγματι χλιαρή επιτυχία όταν βγήκε. Έφτασε μόλις στο Νο 18 στα βρετανικά charts και στην Αμερική δεν κυκλοφόρησε καν. Αντ’ αυτού κυκλοφόρησε το “Tuesday Afternoon”. Αλλά τα ραδιόφωνα το έπαιζαν σταθερά, και έτσι το ενδιαφέρον γύρω από το τραγούδι δεν έλειψε ποτέ. 

Δεν πιστεύω, πάντως, ότι υπερκάλυψε τις άλλες δουλειές μας. Ίσα-ίσα, μας βοήθησε γιατί προώθησε αυτά τα έξι άλμπουμ. Όσοι άκουγαν τα νέα άλμπουμ είχαν το “Nights In White Satin” στο μυαλό τους, είχαν ήδη ένα δείγμα της δουλειάς μας στο μυαλό τους.

M.G.: Καταλαβαίνω. Και μιας και αναφερθήκατε ήδη στα ραδιόφωνα, ήθελα να ρωτήσω: Πώς βιώσατε τη μουσική βιομηχανία στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70; Γιατί νομίζω ότι σε μια άλλη συνέντευξή σας είπατε ότι υπήρχε πραγματικά μεγάλη διαφορά στο πώς δούλευαν τα πράγματα μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής, γιατί η Αμερική, για παράδειγμα, είχε ένα πολύ εκτεταμένο δίκτυο ραδιοφωνικών σταθμών, κάτι που η Ευρώπη δεν είχε. Πώς το βιώσατε αυτό ως μουσικοί;

J.H.: Η διαφορά ήταν εμφανής. Πήγαμε να παίξουμε στην Αμερική με το τίποτα, έχοντας μόνο το “Days Of Future Passed”, και είδαμε με τη μία το πώς τα ραδιόφωνα βοήθησαν στο να γίνουμε ευρύτερα γνωστοί. Ξέρουμε όλοι πώς το BBC έλεγχε το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο στην Αγγλία τότε. Στην Αμερική είχες, φυσικά, το αντίστοιχο Voice Of America αλλά υπήρχαν και άλλοι πολύ μεγάλοι ραδιοφωνικοί σταθμοί. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη χώρα όπου να ασκήθηκε τόσος έλεγχος στο ραδιόφωνο από έναν σταθμό και μόνο όπως ήταν εκείνη την εποχή η Αγγλία με το BBC. Ίσως και στην Ελλάδα η δημόσια ραδιοφωνία να ήταν η μόνη επιλογή τότε.


M.G.: Η ειρωνεία είναι ότι εκείνη την περίοδο είχαμε δικτατορία στην Ελλάδα και ο κόσμος άκουγε το BBC παράνομα, αφού το καθεστώς ασκούσε έλεγχο στο δημόσιο ραδιόφωνο. Και φυσικά, συγκροτήματα όπως οι Rolling Stones λογοκρίθηκαν επειδή ήταν πολύ δυτικότροπα και προωθούσαν έναν τρόπο ζωής που προφανώς το καθεστώς δεν θα ήθελε για τους Έλληνες. Άρα, και εδώ τα πράγματα ήταν πολύ αυστηρά.

J.H.: Ενδιαφέρον αυτό. Έχω υπόψιν μου ότι το “Nights In White Satin” είχε κάνει μια επιτυχία στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια. Νομίζω και ότι ένας τραγουδιστής το διασκεύασε και πήρε βραβείο σε έναν διαγωνισμό, κάτι τέτοιο…

M.G.: Ξέρω πολλούς σημερινούς εξηντάρηδες που το χόρευαν στην εφηβεία τους! Το γεγονός ότι ήταν ένα απολιτίκ τραγούδι ίσως το έκανε και ακίνδυνο για τους καθεστωτικούς. Μάλλον για αυτό δεν λογοκρίθηκε! Ποιος ξέρει;

J.H.: Η αλήθεια είναι ότι η δύναμη της μουσικής είναι πολύ μεγάλη, γιατί δεν έχει όρια ή σύνορα. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι, ειδικά οι νέοι, θα βρουν τρόπο να ακούσουν αυτό που θέλουν οπουδήποτε στον κόσμο. Η μουσική ενώνει τους ανθρώπους, ιδίως τους νέους, και τους βοηθά να βλέπουν πιο καθαρά τις ζωές τους και το μέλλον τους.

M.G.: Έτσι. Ας προχωρήσουμε τώρα στη δεκαετία του ‘80. Η μπάντα είχε ήδη μπει σε παύση για ένα διάστημα και υπήρξαν και επιπλέον αλλαγές στα μέλη. Και μετά προσαρμοστήκατε στην αισθητική των ‘80s βγάζοντας βιντεοκλίπ στο MTV, υιοθετώντας έναν πιο synthpop ήχο και προσκαλώντας στην μπάντα των Patrick Moraz, πρώην πληκτρά των Yes. Πώς ήταν για σας η μετάβαση από την progressive ψυχεδέλεια και το blues των ‘70s σε αυτή τη νέα κατάσταση;

J.H.: Κοίτα, πιστεύω ότι πάντα είχε ενδιαφέρον η συνεργασία των μουσικών παραγωγών μαζί μας. Συνεργαστήκαμε με μερικούς εξαιρετικούς παραγωγούς: με τον Pip Williams και κυρίως με τον Tony Visconti, που πραγματικά το «είδε αλλιώς» και ήθελε να δώσει μια νέα αισθητική στη μουσική μας. Είχε το δικό του στούντιο στο Soho και είχε αρχίσει να πειραματίζεται με τη χρήση timecodes και το sampling ήδη από τη δεκαετία του ‘60.

Ναι, η μουσική εξελίσσονταν. Δεν είμαι σίγουρος ότι όλα τα μέλη συμφωνούσαν με τις αλλαγές, αλλά έτσι συμβαίνει πάντα σε ένα συγκρότημα. Είναι αδύνατον να συμφωνήσουν όλοι. Και οι παραγωγοί, κυρίως ο Tony Visconti, ο Pip Williams, ο Alan Tarney και ο Chris Neill, είδαν πραγματικά το ζήτημα με άλλο μάτι και μας βοήθησαν να εξελιχθούμε. 

Το ίδιο ίσχυε και για τις συναυλίες. Δεν μπορούσαμε και δεν θέλαμε να είμαστε όπως πριν. Αλλάξαμε τη σκηνική μας παρουσία εντάσσοντας φωνητικά και δίνοντας πολύ μεγαλύτερη έμφαση στη διασκέδαση του κόσμου. Και αυτό ήταν πολύ ωραίο.

Και τέλος, όπως είπαμε, είχαμε πλέον και τη μετάδοση των βιντεοκλίπ, που νομίζω ότι σύστησαν τους The Moody Blues σε μια νέα γενιά.

M.G.: Τα επόμενα χρόνια έγιναν και άλλες αλλαγές στη σύσταση του συγκροτήματος, κάνατε και κάποιες ακόμα κυκλοφορίες, φτάνοντας έτσι στο 2018, όταν και διαλυθήκατε μετά από την αποχώρηση του ντράμερ σας Graeme Edge, που έφυγε και από τη ζωή το 2021, σωστά; Αναρωτιόμουν, πώς ήταν για εσάς το να συνεχίσετε σαν μουσικός αλλά και σαν άνθρωπος μετά την απώλεια ενός τόσο στενού φίλου και συνεργάτη, αλλά και έχοντας πλέον τελειώσει η πορεία της μπάντας; Μήπως η solo δουλειά σας λειτουργεί ως παρηγοριά σε όλο αυτό;

J.H.: Το πιο σημαντικό στοιχείο σε μια συναυλία είναι τα τραγούδια. Σε αυτήν τη φάση της καριέρας μου, η ουσία για μένα βρίσκεται στη βίωση, ξανά από την αρχή, όλων αυτών των τραγουδιών [των Moody Blues]. Είμαι αυτός που έγραψε πολλά από αυτά τα τραγούδια, που συχνά έγιναν και γνωστά στον κόσμο. Και είναι η φωνή μου που τα ερμηνεύει. Οπότε, κάπως έτσι βρίσκω μία συνέχεια σε αυτό, και με χαροποιεί ιδιαίτερα αυτό.

Ξέρετε, ο Graeme «έφυγε» σε μια περίοδο που όλος ο κόσμος άλλαζε [λόγω του Covid]. Εγώ είχα ξεκινήσει να κάνω solo περιοδείες το 2013 και το 2021 ήμουν ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες που είχαν την τύχη να βγουν ξανά για περιοδεία στις ΗΠΑ. Είμαι πολύ χαρούμενος για τους καλλιτέχνες που με συνοδεύουν στις εμφανίσεις μου τώρα, τον Mike Dawes, την Julie Ragins και την Karmen Gould. 


Όπως είπα, στο τέλος της ημέρας, όλη η ουσία βρίσκεται στα τραγούδια. Δεν έχει σημασία τι όνομα χρησιμοποιείς στη σκηνή. Όταν μπορείς να ερμηνεύσεις τα κομμάτια και να είσαι η αυθεντική φωνή που τα τραγούδησε πρώτη φορά, αυτό είναι κάτι όμορφο και ο κόσμος το εκτιμά.

M.G.: Συμφωνώ. Και να πούμε ότι πριν από έναν μήνα περίπου τιμηθήκατε από το Βασιλιά Κάρολο με τον τίτλο του Αξιωματικού του πιο Εξαιρέτου Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, ένα Τάγμα Ιπποσύνης που τιμά ανθρώπους των τεχνών, των επιστημών και της δημόσιας προσφοράς. Η παρασημοφόρηση έγινε από τον ίδιο το Βασιλιά και παρευρεθήκατε εκεί με τον εγγονό σας, σωστά;

J.H.: Ναι, έτσι έγινε.

M.G.: Πώς ήταν αυτό;

J.H.: Όλοι ήταν απίστευτα ευγενικοί! Ήταν η πιο όμορφα οργανωμένη, η πιο «καλοκουρδισμένη» μέρα που έχω ζήσει ποτέ. Όλοι έκαναν τα καθήκοντά τους όπως έπρεπε και εσύ απλά περιηγούσουν σε αυτό το όμορφο κάστρο στο Windsor, από δωμάτιο σε δωμάτιο, γνωρίζοντας εκπληκτικούς ανθρώπους με εκπληκτικά επιτεύγματα για την τοπική κοινότητα και τους ανθρώπους σε ανάγκη. Είχε και μερικούς στρατιωτικούς και κάποιους ιερωμένους.

Ήταν, λοιπόν, μια μεγάλη τιμή για μένα. Και αν μπορώ να πω ένα πράγμα για εκείνη τη μέρα, είναι ότι δεν ξανάδα ποτέ τόση ευγένεια. Αν υπήρχε περισσότερη ευγένεια στον κόσμο, όλα θα ήταν καλύτερα. Έτσι μου φέρθηκε και η Αυτού Μεγαλειότης, και φάνηκε ότι ήταν καλά ενημερωμένος για μένα και τη ζωή μου. 

Ο εγγονός μου ήταν κι αυτός εκεί. Κάποιες στιγμές ξεχνιόταν και έβαζε τα χέρια στις τσέπες και γώ του έκανα παρατήρηση: «Βγάλ’ τα χέρια από τις τσέπες!». Μια τυπική εικόνα παππού και εγγονού! Γενικά, και εκείνος έζησε κάθε στιγμή της ημέρας, σε σημείο που μπορώ να του ζητήσω να μου θυμίσει το καθετί. Και το κάστρο ήταν εκπληκτικό, με τόσο πολλή ιστορία. 


M.G.: Τέλεια. Και πριν λήξουμε τη συνομιλία μας, έχω δύο ερωτήσεις ακόμα. Ο πληκτράς σας, Mike Pinder, ήταν ένας από τους πρώτους μουσικούς, μαζί με τους Beatles και τους Rolling Stones που χρησιμοποίησε έντονα το Mellotron, ένα ηλεκτρομηχανικό μουσικό όργανο με πλήκτρα. Εκτός από αυτό, υπήρχαν άλλες καινοτομίες που κάνατε ως μουσικοί με τους The Moody Blues;

J.H.: Νομίζω ότι ήμουν από τους πρώτους που έκαναν χρήση timecodes και MIDI. Τα χρησιμοποιούσα στα ντέμο που έκανα σπίτι μου και μετά αξιοποιούσα αυτά τα ντέμο στο στούντιο.

Αλλά, όπως είπες, το Mellotron ήταν ρηξικέλευθο και έδωσε νόημα στα κομμάτια μας. Μέχρι τότε ο Mike έπαιζε με ένα όργανο Vox Continental ή ένα πιάνο. Μετά πήρε το Mellotron και αρχίσαμε να το δοκιμάζουμε. Εγώ στο μεταξύ είχα γράψει το “Nights In White Satin”, το έδειξα στους άλλους και δεν πολυενθουσιάστηκαν. Και τότε ο Mike είπε «Παίξ’ το πάλι» και άρχισε να ακολουθεί τη μελωδία με το Mellotron. Ξαφνικά, ακούστηκε πολύ πιο ενδιαφέρον για όλους.

Μετά έπρεπε να εισάγουμε κάπως το Mellotron και στις συναυλίες. Ο Mike έβγαλε όλα τα ηλεκτρονικά και τους μεταχημασιστές και το σύνδεσε με κάτι δυνατούς ενισχυτές Marshall. Νομίζω ότι ήμασταν το μόνο γκρουπ τότε που μπόρεσε να το «κουμπώσει» με το στήσιμο μιας συναυλίας.

Όμως, πρέπει να αναφέρω και τον Patrick Moraz και να του δώσω τα εύσημα για το πόσο συνέβαλε στον ήχο μας σε επόμενη φάση, για το πώς μας βοήθησε να αλλάξουμε τον ήχο μας στα ‘80s. Ελπίζω, λοιπόν, ότι πάντα προχωρούσαμε μπροστά, Κωστή.

M.G.: Πράγματι. Και φαντάζομαι ότι δεν είναι πάντα εύκολα το να παραμένεις παραγωγικός τόσα χρόνια. Λοιπόν, θα κλείσω με ένα γεγονός που ίσως δεν θυμάστε. Ενώ έκανα έρευνα για τη συνέντευξη μας, βρήκα το σκαναρισμένο αντίτυπο ενός παλιού μουσικού περιοδικού. Εκεί βρήκα μια άλλη συνέντευξη που δώσατε στο δημοσιογράφο Δημήτρη Αναγνωστόπουλο το 1980, λέγοντας ότι θα θέλατε πολύ να παίξετε στην Ελλάδα. Δεν το καταφέρατε αυτό, όμως 43 χρόνια μετά θα βρεθείτε έστω και μόνος στο Ηρώδειο, μαζί με τον Dave Evans και την Maggie Reily. Υπάρχει κάτι που θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας πριν από αυτό το πολυαναμενόμενο σόου;

J.H.: Θα είναι μια πολύ ιδανική περίσταση, γιατί θα έχουμε και την ορχήστρα και θα φέρω και μερικά όμορφα ορχηστρικά κομμάτια για να τα ερμηνεύσει. Είναι πολύ σημαντικό για μένα το ότι έρχομαι εδώ. Νομίζω ότι είχαμε εμφανιστεί στην ελληνική τηλεόραση με τους The Moody Blues. Και εγώ προσωπικά είχα την τύχη και τη χαρά να ερμηνεύσω το “Nights In White Satin” μαζί με το Μάριο Φραγκούλη στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη πριν από αρκετά χρόνια.

Και για μένα θα είναι μια υπέροχη εμπειρία. Έχω καιρό να δώσω μια τέτοια συναυλία, στην οποία η ορχήστρα ουσιαστικά θα οδηγεί εμένα από τραγούδι σε τραγούδι, όχι το ανάποδο. Ξέρω ότι είναι εξαιρετικοί μουσικοί και ο χώρος είναι μυσταγωγικός, οπότε ανυπομονώ.

M.G.: Το ίδιο και εμείς! Σας ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο σας. Αν δεν υπάρχει κάτι άλλο, μπορούμε να ολοκληρώσουμε.

J.H.: Να πω μόνο ότι κυκλοφόρησα ένα προσωπικό κομμάτι πέρσι, το “Living For Love”, ότι συνεχίζω να γράφω μουσική και ότι θα χαρώ να τη μοιραστώ με τους Έλληνες. Σαν μπάντα είχαμε πάντα όμορφους δεσμούς με την Ελλάδα και είναι κρίμα που δεν καταφέραμε να κάνουμε συναυλία εδώ. Τουλάχιστον θα έρθω εγώ να παίξω για εσάς, και το περιμένω με μεγάλη ανυπομονησία.

M.G.: Τέλεια. Παρομοίως και εμείς. Σας ευχαριστούμε!

J.H.: Εγώ σε ευχαριστώ, Κωστή. Χαρά μου.


Ο Justin Hayward θα εμφανιστεί μαζί με τον Dave Evans, συνιδρυτή των AC/DC, και τη Maggie Reily, τραγουδίστρια και συνεργάτιδα του συνθέτη Mike Oldfield, στο έβδομο Classic Rock στις 29 Σεπτεμβρίου στην Αθήνα. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Διαβάστε ακόμα