[Γράφει ο Χάρης Συμβουλίδης. Οι φωτογραφίες είναι του Θωμά Δασκαλάκη.]
Βροχή πέφτουν οι αφιερωματικές βραδιές στην εγχώρια επικαιρότητα. Και οι περισσότερες δείχνουν επιτυχημένες, αφού (με ή χωρίς την ενίσχυση των προσκλήσεων) όντως συσπειρώνουν έναν κόσμο κινούμενο ηλικιακά από τα 30-35 μέχρι τα 65, ο οποίος επιμένει να παρακολουθεί και να στηρίζει το λεγόμενο «καλό ελληνικό τραγούδι». Έστω κι αν έτσι υπογραμμίζεται συνάμα και μια διαρκής εντύπωση ότι το τελευταίο ασθμαίνει, ακριβώς γιατί δυσκολεύεται (για διάφορους λόγους) να δημιουργήσει νέες, ισχυρές και μαζικές μνήμες. Οπότε επιστρέφουμε, ξανά και ξανά, στις γνώριμες: στον Μάνο Λοΐζο, στην Αρλέτα, στον Γιώργο Ζαμπέτα ή στη Βίκυ Μοσχολιού.
Υπό ένα τέτοιο πρίσμα δεν έχεις να συζητήσεις πολλά, ακτινογραφώντας τη δημοφιλία τέτοιων εγχειρημάτων. Η βραδιά λ.χ. του ραδιοσταθμού «Μελωδία 99,2» για τη Βίκυ Μοσχολιού στο Ηρώδειο είχε βγει από μέρες sold-out και κατά τη διάρκειά της έγινε πασιφανές ότι οι περίπου 5.000 παρευρισκόμενοι τραγούδησαν, νοστάλγησαν, χάρισαν αφειδώς το χειροκρότημά τους. Δεν έκρυψαν στιγμή τον ενθουσιασμό τους, ο οποίος κορυφώθηκε στην τελική υπόκλιση της Δήμητρας Γαλάνη, της Ελένης Τσαλιγοπούλου και της Γιώτας Νέγκα. Εκεί δεν φαίνεται άλλωστε εάν σε «αντέχει το σκοινί»; Έτσι δεν μετριέται η επιτυχία, μα και η αγάπη;
Αυτή, όμως, είναι μία μόνο όψη των πραγμάτων. Ίσως η πιο καθοριστική για την ύπαρξη ανάλογων βραδιών – δεν θα φέρω αντίρρηση σε ένα τέτοιο επιχείρημα. Πίσω όμως από τα παλλαϊκά παλαμάκια μπορεί να κρύβονται και πιο δυσάρεστες αλήθειες. Ή, έστω, συμπεριφορές που ίσως δεν θα έπρεπε να παίρνουμε τόσο ελαφρά, εάν μας νοιάζει πράγματι το «καλό ελληνικό τραγούδι» και το μέλλον του.
Τι χειροκρότησαν άραγε αυτές οι χιλιάδες κόσμου; Τα 32 αγαπημένα διαμάντια και διαμαντάκια που αποτέλεσαν το πρόγραμμα της βραδιάς; Τις πρωταγωνίστριές της και τις επιδόσεις τους; Τις αναμνήσεις ενός από τους ισχυρότερους μύθους του εγχώριου πενταγράμμου; Και τι γίνεται με τα μεγέθη; Δεν ισοπεδώνονται άκριτα; Δεν εξισώνονται άδικα, μέσα στη γενική ευφορία; Το ίδιο είναι, αλήθεια, η Μοσχολιού και η Γαλάνη; Η Γαλάνη με την Τσαλιγοπούλου; Η Τσαλιγοπούλου με τη Νέγκα;
Πάει καιρός, βέβαια, που δεν φαίνεται να υπάρχει ενδιαφέρον να γίνουν τέτοιες συζητήσεις. Η ελληνική κοινωνία στριμώχνεται, έχει (όπως είχε πάντα) το τραγούδι ως καταφύγιο, οπότε δεν θέλει να ζαλίζεται με τέτοια. Και οι καλλιτέχνες, με τη σειρά τους, δείχνουν φοβισμένοι ή/και μουδιασμένοι: να ανησυχούν για το τι βγαίνει ή δεν βγαίνει, να μετράνε κουκιά και να προσπαθούν να βρουν την άκρη με τα ύψη και τα βάθη της ψηφιακής εποχής και των ταχυτήτων της. Δεν είναι αμελητέα όλα αυτά. Κάθε άλλο. Ας μην παριστάνουμε, όμως, ότι δεν οδηγούν και σε συμβιβασμούς, σε εκπτώσεις, ακόμα και σε νέα, εκτροχιασμένα ήθη, σύμφωνα με τα οποία όλοι ξαφνικά έγιναν (περίπου) ισότιμα σπουδαίοι και τρανοί.
Άριστη μα «λίγη» η Ελένη Τσαλιγοπούλου
Όμως τα μεγέθη υφίστανται. Και για όποιον δεν αρκείται να πλέει στο εύκολο συναίσθημα, όχι μόνο φαίνονται, μα και ακούγονται. Σε κάποιο σημείο της βραδιάς στο Ηρώδειο, ας πούμε, καθώς το φθινόπωρο έκανε αισθητή τη δροσερή του παρουσία, η Ελένη Τσαλιγοπούλου πήρε θέση «Κάτω Από Τη Μαρκίζα». Θα τα έβαζε με ένα στιγμιότυπο θρυλικό, σήμα κατατεθέν του τι εστί Βίκυ Μοσχολιού. Κι έλαβε σε ανταπόδοση το πιο παρατεταμένο από τα κάμποσα θερμά χειροκροτήματα της βραδιάς, έχοντας δώσει όλα όσα είχε.
Τη θαύμασα κι εγώ την Ελένη Τσαλιγοπούλου. Και «Κάτω Από Τη Μαρκίζα» και σε άλλα σημεία της συναυλίας – όπως, ας πούμε, στον «Αλήτη», στο τμήμα που της αναλογούσε από την ομαδική εκτέλεση του «Επεμβαίνεις» ή στο «Ένα Αστέρι Πέφτει Πέφτει». Υπήρξε άριστη μα «λίγη», σημείωσα στο μπλοκάκι μου, αναρωτώμενος συνάμα πώς μπορούσα να δικαιολογήσω μια τόσο έκδηλη αντίφαση. Όμως εκεί ακριβώς βρισκόταν όλο το «μεδούλι» αυτής της αφιερωματικής βραδιάς. Να τα μας πάλι τα μεγέθη, δηλαδή· και το πώς τα έχουμε (ξε)χάσει.
Η Τσαλιγοπούλου, λοιπόν, προέκυψε άριστη στον βαθμό που κατόρθωσε να κάνει δικά της κάποια τραγούδια από όσα διαλέχτηκαν, διασκευάζοντάς τα. Στον βαθμό όμως που κρίνουμε κατά πόσο μπόρεσε να «αφιερώσει» στη Βίκυ Μοσχολιού, το πράγμα γίνεται πιο περίπλοκο. Γιατί, παρά τη δουλειά που φαίνεται να έριξε για αυτήν τη συναυλία, παρά τη σοβαρή της επαφή με τη λαϊκότητα (η οποία την έσωσε από τα πολλά-πολλά έντεχνα), νομίζω ότι η γλυκιά, σχεδόν κοριτσίστικη φωνή της ήχησε πολύ μακριά από τη Μοσχολιού. Ναι, ήταν έξοχη η υπερπροσπάθεια της «Μαρκίζας». Αλλά χρειαζόμασταν όντως μια τέτοια εκδοχή του άσματος; Προσωπικά δεν θα έλεγα εύκολα το ΝΑΙ, αν και δέχομαι ότι χωράει συζήτηση.
Ο πιο αδύναμος κρίκος η Γιώτα Νέγκα
Η Γιώτα Νέγκα, πάντως, αν και τη γνωρίζουμε ως καλή και δοκιμασμένη φωνή, αποδείχθηκε ο πιο αδύναμος κρίκος. Προς το τέλος κατόρθωσε και βρήκε ορισμένα πατήματα, λέγοντας π.χ. με μια κάποια πειθώ το «Ασφαλώς Και Δεν Πρέπει». Γενικώς, όμως, στάθηκε απογοητευτική, κάτι που αποτυπώθηκε ηχηρά σε πρωτοκλασάτες στιγμές της Μοσχολιού σαν το «Αδιέξοδο», το «Δεν Ξέρω Πόσο Σ' Αγαπώ» (αν κι εδώ έβαλε τα δυνατά του και το κοινό) ή το «Ξενύχτησα Στην Πόρτα Σου». Έλειπε ο όγκος της φωνής; Έφταιγαν οι τρόποι, που ενώ εκκινούσαν (ορθώς) προς κάτι σαν Πίτσα Παπαδοπούλου κατέληγαν στην άνευρη εντεχνίλα; Γεγονός είναι ότι δεν κατάφερε να σταθεί στο ίδιο επίπεδο με την Τσαλιγοπούλου και τη Γαλάνη: η απόσταση δε από τη Μοσχολιού φάνηκε πελώρια.
Η Γαλάνη έλαμψε ως τραγουδίστρια ξεχωριστής κλάσης
Η Δήμητρα Γαλάνη, από την άλλη, στάθηκε καταπληκτικά. Νικήθηκε μεν κι εκείνη σε στιγμές σαν το «Νυν Και Αεί», όπου παραφώναξε, δίχως να συλλάβει τις δονήσεις της Μοσχολιού. Όμως μπόρεσε να ρίξει αποτελεσματικές γέφυρες προς τον μύθο της, τραγουδώντας θαυμάσια τόσο σε έξω καρδιά επιλογές σαν τον «Λευτέρη» ή το «Έτσι Είναι Η Ζωή», όσο και σε κομμάτια που απαιτούσαν διαφορετικές δυνάμεις και χρώματα, σαν τα «Άνθρωποι Μονάχοι», «Θα Κλείσω Τα Μάτια» ή τα «Δειλινά». Πότε επιστρατεύοντας το βιμπράτο της, πότε το κέφι και το χαμόγελό της, πότε τα βάθη των ερμηνευτικών της τρόπων, η Γαλάνη έλαμψε ως τραγουδίστρια ξεχωριστής κλάσης. Χαρίζοντας στο όλο αφιέρωμα τις καλύτερες και πιο πετυχημένες (καλλιτεχνικά) στιγμές του.
Με αυτά και με αυτά, λοιπόν, η τελική εικόνα μένει φοβάμαι σε ένα άβολο έτσι-κι-έτσι. Η συναυλία μπορεί να ξεκίνησε και να τελείωσε με τη φωνή και την εικόνα της Μοσχολιού, η ίδια, όμως, ήταν και δεν ήταν στο Ηρώδειο. Αν ζούσε, βέβαια, θα ευτυχούσε να τραγουδούσε με τη συγκεκριμένη ορχήστρα, έχοντας στις ενορχηστρώσεις και στο πιάνο έναν τόσο θαυμαστό μουσικό σαν τον Νεοκλή Νεοφυτίδη (ο οποίος βίωνε θαρρείς κάθε νότα), τον Μανώλη Πάππο στο μπουζούκι ή τον Φώτη Σιώτα στο βιολί.
Αλλά, με δεδομένη την απουσία της, δεν αισθάνομαι τόσο σίγουρος ότι δεν θα τιμούσα περισσότερο τη μεγάλη αγάπη που κι εγώ της έχω εάν παρέμενα σπίτι μου, ξαναπαίζοντας τους δίσκους της. Ίσως βέβαια να φαντάζει άδικο κάτι τέτοιο, ειδικά για τις επιδόσεις της Γαλάνη ή για τις προσπάθειες της Τσαλιγοπούλου. Ίσως όμως να είναι και κομμάτι (έστω) μιας σκληρής αλήθειας, με ισχύ για όλες τις ανάλογες βραδιές. Ασχέτως της λαοφιλίας τους ή των επαγγελματικών ευκαιριών που δίνουν στους άξιους καλλιτέχνες μας, σε διαρκώς αβέβαιες εποχές, αναντίρρητα δύσκολες.