Στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, ένα χώρο - επίκεντρο του μοντέρνου και ρηξικέλευθου ελληνικού θεάτρου, παρουσιάζεται μια ιδιαίτερη αλληγορία, η οποία, αφορμώμενη από αληθινά γεγονότα, καταλήγει να επιστήσει την προσοχή σε αρχετυπικές έννοιες όπως η ταυτότητα και η πατρίδα. «Μόλλυ Σουήνη» ονομάζεται η νέα παράσταση της ομάδας ΠΥΡ, βασισμένη στο κείμενο του Βορειοϊρλανδού συγγραφέα Μπράιαν Φρίελ, μεταφρασμένο απ’ τον Αργύρη Ξάφη και σε σκηνοθεσία Ιώς Βουλγαράκη. Στους τρεις ρόλους του έργου εμφανίζονται η Δέσποινα Κούρτη, ο Αργύρης Ξάφης και ο Δημήτρης Γεωργιάδης.
Η ιστορία ξεκινάει, γνωρίζοντας τη Μόλλυ Σουήνη μέσα από την αφήγηση της ιδίας για τη ζωή και τα παιδικά της χρόνια. Περιγράφονται η απώλεια της όρασης της κοπέλας περίπου στο δέκατο μήνα της ζωής της και η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης από εκείνη, αλλά και τον κοινωνικό της περίγυρο. Όμως, μια μέρα, μετά από σαράντα χρόνια τυφλότητας, στο χωριό όπου μένουν η Μόλλυ (Δέσποινα Κούρτη) και ο άντρας της, Φρανκ (Αργύρης Ξάφης), εμφανίζεται ένας ευφυής, αλλά ματαιόδοξος γιατρός, ο κ. Ράις (Δημήτρης Γεωργιάδης), ο οποίος, αφού εξετάσει τη γυναίκα, συνειδητοποιεί πως δύναται να επιδιορθωθεί η όρασή της εάν εγχειριστεί. Από εκείνο το σημείο και μετά, ξεκινάει μια παράλληλη αφήγηση των τριών πρωταγωνιστών με τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τα σχέδια και τις ελπίδες τους γι’ αυτό το γεγονός. Η Μόλλυ πείθεται απ’ τους δύο άντρες, να κάνει την εγχείρηση και, τελικά, ξαναβλέπει το φως. Όμως, αυτή η αλλαγή της προκαλεί τρομερές ανασφάλειες, φοβίες καθώς και τη συνεπαγόμενη ανάγκη της να επιστρέψει στην πρότερη, γνώριμη και ασφαλή κατάσταση των τεσσάρων μόνο αισθήσεων.
Σ’ ένα σκηνικό λιτό και κομψό που θύμιζε χρωματική παλέτα, με διάφανα υφάσματα ποικίλων αποχρώσεων να κρέμονται από το ταβάνι, η Ιώ Βουλγαράκη δημιούργησε μια μινιμαλιστική ατμόσφαιρα προκειμένου να μεταδώσει τα αισθήματα υλικής ανυπαρξίας που νιώθει ένας εκ γενετής τυφλός άνθρωπος. Τα μόνα αντικείμενα που υπήρχαν επί σκηνής ήταν τρία σκαμπό, μια κιθάρα, ένα μπουκάλι ουίσκι κι ένα ποτήρι. Στο σκηνογραφικό καμβά εναρμονίζονταν και οι αμφιέσεις των τριών ηθοποιών, με τη συναισθηματική αλλά δυναμική Μόλλυ να είναι ντυμένη σε ροζ αποχρώσεις και να κάθεται σ’ ένα ροζ σκαμπό, τον αφελή και ενθουσιώδη άντρα της, Φρανκ, να φοράει κίτρινα ρούχα, καθισμένος σ’ ένα κίτρινο σκαμπό και αντιστοίχως τον επιφανειακά ψυχρό και μεγαλομανή γιατρό Ράις να αντικατοπτρίζει το μπλε χρώμα. Η Βουλγαράκη, όμως, δεν έμεινε μόνο στην οπτική αποτύπωση των χαρακτήρων των τριών πρωταγωνιστών της, αλλά ενίσχυσε αυτή τη σκηνοθετική της πινελιά και με τις σταθερές και επαναλαμβανόμενες εκφράσεις τους, όταν εκείνοι βρίσκονταν στη σκηνή, αλλά δε μιλούσαν.
Σ’ όλη την διάρκεια της παράστασης, δεν υπήρξαν καθόλου διαλεκτικά σημεία, παρά μόνο εναλλασσόμενες αφηγήσεις των τριών ανθρώπων, επεξηγώντας τα γεγονότα και τις καταστάσεις που λάμβαναν χώρα, αλλά απ’ τη δική τους οπτική γωνία. Αυτή η «υποκειμενική αφήγηση» αναδεικνύει την έντονη διαφορετικότητα στις απόψεις είτε της τριπλέτας ασθενής - οικογένεια - γιατρός, σε μικροσκοπική κλίμακα, είτε πολίτης - κοινωνικός περίγυρος - κράτος μακροσκοπικά. Η ταχύτητα στην ομιλία και οι έντονες συναισθηματικές εναλλαγές ως χρωματισμοί στο λόγο, αν και θύμιζαν αφήγηση παραμυθιού ή βιβλίου με θεατρικό τρόπο, σε μια παράσταση διάρκειας 100’ λεπτών, κούρασαν, αν και η συγκεκριμένη τεχνοτροπία, αποτελεί προσέγγιση προσφιλή στη σκηνοθέτιδα.
Όσον αφορά στο κείμενο, το «Μόλλυ Σουήνη» αποτελεί ένα κομψοτέχνημα ως προς την πλοκή και τη σημειολογία του, με τους τρεις ηθοποιούς να το ζωντανεύουν με επιτυχία επί σκηνής. Η Δέσποινα Κούρτη, καθ' όλη τη διάρκεια του έργου παρουσίασε εύστοχα ένα κοριτσάκι που ακόμη κρύβει το κεφάλι του κάτω απ’ το μαξιλάρι τα βροχερά βράδια, αλλά ταυτόχρονα δε φοβάται και να το σηκώσει ψηλά προκειμένου να δοκιμάσει μια κατάσταση, στην οποία οι γύρω της την προτρέπουν. Ο Αργύρης Ξάφης, άντρας της Μόλλυ στο έργο, και σύζυγος της Κούρτη στη ζωή, απεικόνισε εκείνον τον άνθρωπο που ναι μεν ενδιαφέρεται ειλικρινά για τη γυναίκα του, αποδεικνύοντάς το με τις αναρίθμητες γνώσεις του περί ποικίλων ιατρικών και μη θεμάτων, αλλά ταυτόχρονα δε διαθέτει τη συναισθηματική νοημοσύνη που χρειάζεται για να αντιληφθεί τις πραγματικές ανάγκες της Μόλλυ. Χαρακτηριστική είναι η φράση που αρχικά ειπώνεται από το γιατρό Ράις, αλλά την επαναλαμβάνει κι εκείνος, σε μια στιγμή συνειδητοποίησης λίγο καιρό μετά την εγχείρηση της γυναίκας του: «Άμα η Μόλλυ μου πάει σε έναν οφθαλμίατρο, τότε θα επιβεβαιωθεί πως βλέπει, αλλά άμα πάει σε ένα ψυχολόγο, τότε θα αποφανθεί ότι είναι ακόμη τυφλή». Τέλος, ο Δημήτρης Γεωργιάδης δίνει φωνή σ’ ένα γιατρό που εκ πρώτης όψεως δείχνει ωφελιμιστής και ματαιόδοξος, όμως, στην πορεία του έργου, διαφαίνεται και η πλευρά του ανιδιοτελή γιατρού, του σωτήρα, που ενώ θέλει πραγματικά να δώσει «το θείο δώρο της όρασης» στην ασθενή του, σύντομα συμπεραίνει πως μόνο κακό έκανε στη γυναίκα αυτή.
Εν κατακλείδι, σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία απάτριδες άνθρωποι δίχως ταυτότητα και ατομικά χαρακτηριστικά εμφανίζονται όλο και πιο συχνά, η Μόλλυ Σουήνη μας θυμίζει πόσο σημαντικό είναι να διαθέτει κανείς εκείνο το δικό του προσωπικό μέρος, τη δική του κατάσταση, την οποία μπορεί να αναζητήσει στις δύσκολες μέρες που εμφανίζονται στη ζωή. Για το μικρό κοριτσάκι του κειμένου, η πατρίδα της ήταν ανέκαθεν το σκοτάδι, όπου με τη φαντασία της είχε χτίσει τους δικούς της κόσμους, είχε συνδυάσει τον κάθε άνθρωπο που γνώριζε, με συγκεκριμένα απτικά χαρακτηριστικά του και βίωνε τη δική της ασφάλεια μέσω της τυφλότητας. Επομένως, μόλις της δόθηκε μια νέα πατρίδα, το φως, εκείνη τράπηκε σε φυγή, καθώς τώρα έπρεπε να ανοικοδομήσει έναν ολόκληρο, νέο κόσμο. Η ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και η ανάγκη του ατόμου για δοκιμή, της δημιούργησε την περιέργεια να δει με άλλα μάτια τον κόσμο και μετά να επιστρέψει πίσω. Όμως, δεν μπορούν όλες οι επιλογές που εμφανίζονται στην πορεία της ζωής μας να δοκιμάζονται πρώτα και ύστερα να διαγράφονται. Συνεπώς, το ερώτημα είναι το εξης: Επιλέγεις το άγνωστο φως ή το γνώριμο σκοτάδι;
Συντελεστές παράστασης:
Μετάφραση: Αργύρης Ξάφης
Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη
Σκηνικά - Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου
Φωτογραφίες αφίσας: Κική Παπαδοπούλου
Graphic design: Γιώργος Παντελάκης
Trailer: Σεμπάστιαν Φραγκόπουλος
Φωτογραφίες παράστασης: Δομνίκη Μητροπούλου
Παίζουν οι ηθοποιοί: Δέσποινα Κούρτη, Αργύρης Ξάφης, Δημήτρης Γεωργιάδης
Πληροφορίες παράστασης:
Θέατρο Νέου Κόσμου-Δώμα, Αντισθένους 7, Αθήνα.
Διάρκεια: 100 λεπτά.
Ημέρες & Ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 21:15, Κυριακή στις 19:00.
Τιμή εισιτηρίου: Κανονικό 13€, Φοιτητικό 10€, Ανέργων 8€.
Η ιστορία ξεκινάει, γνωρίζοντας τη Μόλλυ Σουήνη μέσα από την αφήγηση της ιδίας για τη ζωή και τα παιδικά της χρόνια. Περιγράφονται η απώλεια της όρασης της κοπέλας περίπου στο δέκατο μήνα της ζωής της και η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης από εκείνη, αλλά και τον κοινωνικό της περίγυρο. Όμως, μια μέρα, μετά από σαράντα χρόνια τυφλότητας, στο χωριό όπου μένουν η Μόλλυ (Δέσποινα Κούρτη) και ο άντρας της, Φρανκ (Αργύρης Ξάφης), εμφανίζεται ένας ευφυής, αλλά ματαιόδοξος γιατρός, ο κ. Ράις (Δημήτρης Γεωργιάδης), ο οποίος, αφού εξετάσει τη γυναίκα, συνειδητοποιεί πως δύναται να επιδιορθωθεί η όρασή της εάν εγχειριστεί. Από εκείνο το σημείο και μετά, ξεκινάει μια παράλληλη αφήγηση των τριών πρωταγωνιστών με τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τα σχέδια και τις ελπίδες τους γι’ αυτό το γεγονός. Η Μόλλυ πείθεται απ’ τους δύο άντρες, να κάνει την εγχείρηση και, τελικά, ξαναβλέπει το φως. Όμως, αυτή η αλλαγή της προκαλεί τρομερές ανασφάλειες, φοβίες καθώς και τη συνεπαγόμενη ανάγκη της να επιστρέψει στην πρότερη, γνώριμη και ασφαλή κατάσταση των τεσσάρων μόνο αισθήσεων.
Σ’ ένα σκηνικό λιτό και κομψό που θύμιζε χρωματική παλέτα, με διάφανα υφάσματα ποικίλων αποχρώσεων να κρέμονται από το ταβάνι, η Ιώ Βουλγαράκη δημιούργησε μια μινιμαλιστική ατμόσφαιρα προκειμένου να μεταδώσει τα αισθήματα υλικής ανυπαρξίας που νιώθει ένας εκ γενετής τυφλός άνθρωπος. Τα μόνα αντικείμενα που υπήρχαν επί σκηνής ήταν τρία σκαμπό, μια κιθάρα, ένα μπουκάλι ουίσκι κι ένα ποτήρι. Στο σκηνογραφικό καμβά εναρμονίζονταν και οι αμφιέσεις των τριών ηθοποιών, με τη συναισθηματική αλλά δυναμική Μόλλυ να είναι ντυμένη σε ροζ αποχρώσεις και να κάθεται σ’ ένα ροζ σκαμπό, τον αφελή και ενθουσιώδη άντρα της, Φρανκ, να φοράει κίτρινα ρούχα, καθισμένος σ’ ένα κίτρινο σκαμπό και αντιστοίχως τον επιφανειακά ψυχρό και μεγαλομανή γιατρό Ράις να αντικατοπτρίζει το μπλε χρώμα. Η Βουλγαράκη, όμως, δεν έμεινε μόνο στην οπτική αποτύπωση των χαρακτήρων των τριών πρωταγωνιστών της, αλλά ενίσχυσε αυτή τη σκηνοθετική της πινελιά και με τις σταθερές και επαναλαμβανόμενες εκφράσεις τους, όταν εκείνοι βρίσκονταν στη σκηνή, αλλά δε μιλούσαν.
Σ’ όλη την διάρκεια της παράστασης, δεν υπήρξαν καθόλου διαλεκτικά σημεία, παρά μόνο εναλλασσόμενες αφηγήσεις των τριών ανθρώπων, επεξηγώντας τα γεγονότα και τις καταστάσεις που λάμβαναν χώρα, αλλά απ’ τη δική τους οπτική γωνία. Αυτή η «υποκειμενική αφήγηση» αναδεικνύει την έντονη διαφορετικότητα στις απόψεις είτε της τριπλέτας ασθενής - οικογένεια - γιατρός, σε μικροσκοπική κλίμακα, είτε πολίτης - κοινωνικός περίγυρος - κράτος μακροσκοπικά. Η ταχύτητα στην ομιλία και οι έντονες συναισθηματικές εναλλαγές ως χρωματισμοί στο λόγο, αν και θύμιζαν αφήγηση παραμυθιού ή βιβλίου με θεατρικό τρόπο, σε μια παράσταση διάρκειας 100’ λεπτών, κούρασαν, αν και η συγκεκριμένη τεχνοτροπία, αποτελεί προσέγγιση προσφιλή στη σκηνοθέτιδα.
Όσον αφορά στο κείμενο, το «Μόλλυ Σουήνη» αποτελεί ένα κομψοτέχνημα ως προς την πλοκή και τη σημειολογία του, με τους τρεις ηθοποιούς να το ζωντανεύουν με επιτυχία επί σκηνής. Η Δέσποινα Κούρτη, καθ' όλη τη διάρκεια του έργου παρουσίασε εύστοχα ένα κοριτσάκι που ακόμη κρύβει το κεφάλι του κάτω απ’ το μαξιλάρι τα βροχερά βράδια, αλλά ταυτόχρονα δε φοβάται και να το σηκώσει ψηλά προκειμένου να δοκιμάσει μια κατάσταση, στην οποία οι γύρω της την προτρέπουν. Ο Αργύρης Ξάφης, άντρας της Μόλλυ στο έργο, και σύζυγος της Κούρτη στη ζωή, απεικόνισε εκείνον τον άνθρωπο που ναι μεν ενδιαφέρεται ειλικρινά για τη γυναίκα του, αποδεικνύοντάς το με τις αναρίθμητες γνώσεις του περί ποικίλων ιατρικών και μη θεμάτων, αλλά ταυτόχρονα δε διαθέτει τη συναισθηματική νοημοσύνη που χρειάζεται για να αντιληφθεί τις πραγματικές ανάγκες της Μόλλυ. Χαρακτηριστική είναι η φράση που αρχικά ειπώνεται από το γιατρό Ράις, αλλά την επαναλαμβάνει κι εκείνος, σε μια στιγμή συνειδητοποίησης λίγο καιρό μετά την εγχείρηση της γυναίκας του: «Άμα η Μόλλυ μου πάει σε έναν οφθαλμίατρο, τότε θα επιβεβαιωθεί πως βλέπει, αλλά άμα πάει σε ένα ψυχολόγο, τότε θα αποφανθεί ότι είναι ακόμη τυφλή». Τέλος, ο Δημήτρης Γεωργιάδης δίνει φωνή σ’ ένα γιατρό που εκ πρώτης όψεως δείχνει ωφελιμιστής και ματαιόδοξος, όμως, στην πορεία του έργου, διαφαίνεται και η πλευρά του ανιδιοτελή γιατρού, του σωτήρα, που ενώ θέλει πραγματικά να δώσει «το θείο δώρο της όρασης» στην ασθενή του, σύντομα συμπεραίνει πως μόνο κακό έκανε στη γυναίκα αυτή.
Εν κατακλείδι, σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία απάτριδες άνθρωποι δίχως ταυτότητα και ατομικά χαρακτηριστικά εμφανίζονται όλο και πιο συχνά, η Μόλλυ Σουήνη μας θυμίζει πόσο σημαντικό είναι να διαθέτει κανείς εκείνο το δικό του προσωπικό μέρος, τη δική του κατάσταση, την οποία μπορεί να αναζητήσει στις δύσκολες μέρες που εμφανίζονται στη ζωή. Για το μικρό κοριτσάκι του κειμένου, η πατρίδα της ήταν ανέκαθεν το σκοτάδι, όπου με τη φαντασία της είχε χτίσει τους δικούς της κόσμους, είχε συνδυάσει τον κάθε άνθρωπο που γνώριζε, με συγκεκριμένα απτικά χαρακτηριστικά του και βίωνε τη δική της ασφάλεια μέσω της τυφλότητας. Επομένως, μόλις της δόθηκε μια νέα πατρίδα, το φως, εκείνη τράπηκε σε φυγή, καθώς τώρα έπρεπε να ανοικοδομήσει έναν ολόκληρο, νέο κόσμο. Η ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και η ανάγκη του ατόμου για δοκιμή, της δημιούργησε την περιέργεια να δει με άλλα μάτια τον κόσμο και μετά να επιστρέψει πίσω. Όμως, δεν μπορούν όλες οι επιλογές που εμφανίζονται στην πορεία της ζωής μας να δοκιμάζονται πρώτα και ύστερα να διαγράφονται. Συνεπώς, το ερώτημα είναι το εξης: Επιλέγεις το άγνωστο φως ή το γνώριμο σκοτάδι;
Συντελεστές παράστασης:
Μετάφραση: Αργύρης Ξάφης
Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη
Σκηνικά - Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου
Φωτογραφίες αφίσας: Κική Παπαδοπούλου
Graphic design: Γιώργος Παντελάκης
Trailer: Σεμπάστιαν Φραγκόπουλος
Φωτογραφίες παράστασης: Δομνίκη Μητροπούλου
Παίζουν οι ηθοποιοί: Δέσποινα Κούρτη, Αργύρης Ξάφης, Δημήτρης Γεωργιάδης
Πληροφορίες παράστασης:
Θέατρο Νέου Κόσμου-Δώμα, Αντισθένους 7, Αθήνα.
Διάρκεια: 100 λεπτά.
Ημέρες & Ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 21:15, Κυριακή στις 19:00.
Τιμή εισιτηρίου: Κανονικό 13€, Φοιτητικό 10€, Ανέργων 8€.