ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος εξηγεί γιατί «Τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα»

Σε όλη μας την ιστορία μάς συνοδεύει μια ροπή προς το χάος.
Διαβάστηκε φορες
Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954. Σπούδασε στο Παρίσι συγκριτική λογοτεχνία, θεατρολογία και ανθρωπολογία του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Το 1985 εξέδωσε με τον Μάνο Χατζιδάκι το πολιτιστικό περιοδικό «Το Τέταρτο». Έχει υπογράψει μυθιστορήματα και δοκίµια. Από τα μυθιστορήματά του, το «Αδιανόητο Τοπίο» και η «Πτώση Του Νάρκισσου» έχουν εκδοθεί σε αρκετές ξένες γλώσσες (γαλλικά, ιταλικά, σερβικά, τουρκικά, βουλγάρικα). Το μυθιστόρημά του «Η Δύναμη Του Σκοτεινού Θεού» τιμήθηκε το 1999 με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστας και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2004 η Γαλλική Ακαδημία του απένειμε ένα από τα μεγάλα της βραβεία, το «Αργυρό Μετάλλιο για την ακτινοβολία της γαλλικής γλώσσας και της λογοτεχνίας». Μεταξύ Μαρτίου 2010 - Οκτωβρίου 2011 (οπότε παραιτήθηκε για προσωπικούς λόγους), διετέλεσε πρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού.

Σήµερα διατηρεί στήλη καθημερινού χρονογραφήματος στην εφημερίδα Καθημερινή. Το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Τα Πρώτα Διακόσια Χρόνια Είναι Δύσκολα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, με τον υπότιτλο «δύο αιώνες νευρικής κρίσης». Στο βιβλίο αυτό πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, τον ρόλο του θυμού στη νεοελληνική ύπαρξη και εμείς μιλήσαμε μαζί του για αυτό και διάφορα άλλλα, όπως τα διαβάζετε παρακάτω.

MixGrill: Υπάρχουν ακόμα «θυμωμένες πληγές» στους Έλληνες;

Τάκης Θεοδωρόπουλος: Υπάρχουν στον φαντασιακό μας ορίζοντα. Στον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας. Ο εμφύλιος ή η χούντα έχουν πάψει να είναι βιώματα. Ανήκουν στην Ιστορία. Όμως κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε πρόβλημα, τα βγάζουμε στην επιφάνεια. Θυμάστε την πλατεία των Αγανακτισμένων. Τότε με τις κρεμάλες και το σύνθημα «Η χούντα δεν τέλειωσε το '73». Είναι προφανές ότι αυτοί που το έγραψαν δεν έζησαν τη χούντα. Όσοι την έζησαν ξέρουν ότι η χούντα τέλειωσε το '74. Το 2011 αν δεν ήσουν θυμωμένος σε αποκαλούσαν «γερμανοτσολιά». Ο θυμός τότε ήταν η εθνική μας πόζα. Ένα προσωπείο που το φορούσαμε για να αμυνθούμε απέναντι στην πραγματικότητα. Γι' αυτό και ξεθύμανε τόσο γρήγορα μετά το δημοψήφισμα του 2015. Ο Τσίπρας, το θυμωμένο παιδί της Ευρώπης, έγινε το αγαπημένο παιδί της Ευρώπης. Πιστεύω πως αυτή η στάση εξηγείται επειδή θέλουμε πάντα να υιοθετούμε τον ρόλο του κυνηγημένου, του αδικημένου. Γιατί; Γιατί στον πολιτισμό μας το δίκιο είναι με το μέρος του αδικημένου, του ηττημένου. Ήρωες του εμφυλίου έγιναν στη συλλογική συνείδηση οι ηττημένοι κομμουνιστές και όχι οι νικητές. Εν κατακλείδι, «θυμωμένες πληγές» με τη σημασία του Μακρυγιάννη δεν υπάρχουν. Τις χρησιμοποιούμε όμως ως πρόσχημα, ως πόζα.

MG: Διαβάζοντας το νέο σας βιβλίο «Τα Πρώτα Διακόσια Χρόνια Είναι Δύσκολα» διέκρινα έναν δικό σας θυμό απέναντι στον θυμό που διακατέχει ως λαό τους Έλληνες παλαιόθεν. Ισχύει;

ΤΘ: Θυμωμένος όχι. Προσπάθησα να εντοπίσω με ποιον τρόπο ο «θυμός» επηρέασε τη συλλογική μας συμπεριφορά σ' αυτά τα πρώτα διακόσια χρόνια. Κι αν θέλεις πραγματικά να ψάξεις διαπιστώνεις πως ο θυμός, η οργή, είναι ένα σταθερό ορυκτό στο υπέδαφος της «ελληνικής ψυχής». Από τη χαραυγή της. Μην ξεχνάμε ότι το πρώτο ελληνικό ποίημα, το πρώτο ποίημα του Δυτικού Πολιτισμού, ξεκινά με τη λέξη «μήνιν», την οργή του Αχιλλέα. Δεν υπήρξε πάντα στείρος ο θυμός μας. Ο Όμηρος και η τραγωδία δείχνουν ότι γονιμοποιεί τη σκέψη και τη συνείδηση. Το πρόβλημα αρχίζει όταν ο θυμός γίνεται πόζα, ύφος.



MG: Ο «θυμός» και το «χάος» έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο νέο σας βιβλίο. Ο θυμός γεννάει το χάος ή το χάος οδηγεί στον θυμό;

ΤΘ: Το αυγό έκανε την κότα ή η κότα το αυγό; Σε όλη μας την ιστορία μάς συνοδεύει μια ροπή προς το χάος. Λέμε ότι έχουμε την τάση να παράγουμε εμφύλιους. Είναι νομίζω η γοητεία που ασκεί μέσα μας η ιδέα του χάους. Για τους Έλληνες ο κόσμος δεν γεννήθηκε από κάποια παντοδύναμη θεϊκή βούληση, όπως για τους Ιουδαίους. Τον γέννησε το χάος και οι θεοί που γεννήθηκαν μαζί του έβαλαν τάξη στο χάος και το έκαναν κόσμο. Το 1828 υποδέχθηκαν μετά φανών και λαμπάδων τον Καποδίστρια κι όταν αυτός πήγε να βάλει τάξη στο χάος τον δολοφόνησαν. Υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό τον Όθωνα και μέχρι να τον διώξουν έγιναν εννέα, αν δεν κάνω λάθος, εξεγέρσεις. Το αγαπάμε το χάος, μας τραβάει απ' το μανίκι. Οι διαδηλώσεις που γίνονται τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα στην Αθήνα ως σήμερα ακόμη έχουν αποδειχθεί ατελέσφορες. Πόσα από τα αιτήματά τους έχουν ικανοποιηθεί; Ελάχιστα. Όμως γίνονται και οι οργανωτές τους αισθάνονται ικανοποιημένοι γιατί προκάλεσαν, έστω και για μερικές ώρες χάος. Ο θυμός και το χάος είναι δυο θεατρικές πόζες που μας ψυχαγωγούν.

MG: Η νοοτροπία για μια θέση στο δημόσιο φαίνεται ότι δεν είναι σημερινή. Όπως αναφέρετε απασχολούσε από το 1844 τους προγόνους μας. Θα ήθελα το σχόλιό σας.

ΤΘ: Απ' αυτήν την άποψη, έχουμε σταθερές αξίες ως κοινωνία. Τότε, όπως και τώρα, μας απασχολεί ποιοι και πώς θα διορίζονται στο δημόσιο. Στόχος ζωής η σύνταξη. Όμως κι εδώ υπάρχει κάτι ουσιαστικότερο. Αυτή η υπόθεση εμπόδισε την Ελλάδα να ολοκληρωθεί ως εθνικό κράτος. Κοινώς να προσελκύσει τις δυνάμεις του μείζονος ελληνισμού που τότε ήταν κυρίαρχος και στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια. Προσπάθησε να τις εντάξει με τη βία στη Μικρασιατική εκστρατεία που κατέληξε με τη μεγάλη Καταστροφή. Γιατί; Γιατί οι αγωνιστές, όπως ο Μακρυγιάννης, φοβήθηκαν τις ελίτ και θέλησαν να μη χάσουν τα προνόμιά τους. Το αποτέλεσμα ήταν να επιβάλουν τη μετριοκρατία, η οποία καταδυναστεύει τον δημόσιο βίο μας ακόμα και σήμερα. 

MG: Ως δημοσιογράφος (Διευθυντής Σύνταξης) συνεργαστήκατε με τον Μάνο Χατζιδάκι στην έκδοση του περιοδικού «Το Τέταρτο». Τι κρατάτε από αυτό το ταξίδι;

ΤΘ: Κυρίως την υπέροχη αναρχική μορφή του Χατζιδάκι και την ήρεμη σοφία του Γκάτσου. Επειδή το περιοδικό το εξέδιδε ο Κοσκωτάς που το υπονόμευσε όταν δεν του έκανε, διδάχθηκα, ευτυχώς πολύ νέος, πόση δύναμη έχει η μικρότητα, η κουτοπονηριά. Οι διάφοροι ατάλαντοι παρατρεχάμενοι που τον έγλειφαν φοβούνταν να συγκρουστούν με τον Χατζιδάκι και τα έβαζαν μ' εμένα. Η Μεγάλη του Γένους Σχολή.



MG: Στο βιβλίο σας «Το Τελευταίο Τέταρτο» (χρονικό για την δημιουργία του περιοδικού Τέταρτο) έχετε γράψει: «Το θάρρος μιας ατομικότητας που αντλεί την ορμή της, όχι από την αυθαιρεσία των όποιων απόψεων, αλλά από το κεφάλαιο της ευαισθησίας που κατατίθεται στο δημιουργικό έργο. Αυτή η νοοτροπία στη σημερινή Ελλάδα βρίσκεται στην παρανομία. Τη νομιμότητα την ορίζει η δημοκρατικά μοιρασμένη αταλαντοσύνη της μετριότητας, που πάσχει από ακράτεια απόψεων και υποστηρίζεται, εννοείται, από το απύθμενο θράσος». Δεν είναι λίγο αφοριστική αυτή η διατύπωση;

ΤΘ: Νομίζω ότι απάντησα πριν. Μην ξεχνάτε ότι το 1985 οι περισσότεροι απ' αυτούς που σήμερα ομνύουν στο όνομα του Χατζιδάκι τον έβριζαν. Τον έλεγαν δεξιό, κάτι που εξ ορισμού ήταν αμάρτημα. Μόνον που ο δεξιός Χατζιδάκις συγκρούστηκε με κυβερνήσεις της δεξιάς και της τα έσουρνε όπως δεν τόλμησε ποτέ να κάνει ο αριστερός Θεοδωράκης, παρά το ταλέντο του, με την αριστερά. Αυτό δεν μπορούσαν να το δουν όσοι τότε συντάχθηκαν με τον πόλεμο που του έκανε η φυλλάδα Αυριανή. Ανάμεσά τους η Μελίνα και ο Κουβέλης. Όλη η ιστορία της μεταπολίτευσης. Στο όνομα της πολιτικής ένταξης ισοπεδώθηκαν όλες οι αξίες. Δεν πα να 'σουν ηλίθιος ή τενεκές. Έφτανε να είσαι αριστερός για να αναδειχθείς. Πίστευαν τότε πως οι «ελίτ» - «ελίτες» τις έλεγε ο Παπανδρέου - ήταν αντιδημοκρατικές. Όμως από αρχαιοτάτων χρόνων η δημοκρατία, για να λειτουργήσει, χρειάζεται τους επίλεκτους. Στα χρόνια εκείνα δημιουργήθηκε το καθεστώς της μετριοκρατίας που ακόμα και σήμερα μας ταλανίζει. Παράδειγμα η υπόθεση Κακλαμανάκη-Μπεκατώρου. Με χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς ήσαν έρμαια στα χέρια παραγόντων που η μόνη τους αξία ήταν οι δημόσιες σχέσεις τους.

MG: Τόσο ως χρονογράφος όσο και ως συγγραφέας σχολιάζετε με τον δικό σας τρόπο τα -κατ' εσάς- κακώς κείμενα. Τελικά μήπως είστε απλά γκρινιάρης;

ΤΘ: Καλύτερα γκρινιάρης παρά ηλίθιος. Αν και νομίζω ότι αυτό που ενοχλεί περισσότερο στη δουλειά μου δεν είναι τόσο η γκρίνια όσο η ειρωνεία και ο σαρκασμός. Μεγάλη λύτρωση για το μυαλό η ειρωνεία, όταν έχεις να κάνεις με φανατικούς. 

MG: Ποιο είναι το μεγαλύτερο λάθος στη ζωή και στην καριέρα σας;

ΤΘ: Έχω κάνει τόσο πολλά που δεν ξέρω ποιο να πρωτοδιαλέξω.

Αξιολόγηση
Βαθμολογήστε το άρθρο
10,0 / 10 (σε 3 αξιολογήσεις)
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα