1200px JEAN LOUIS THÉODORE GÉRICAULT   La Balsa de la Medusa (Museo del Louvre, 1818 19)

Μικρά Μαθήματα Ζωγραφικής: Η σχεδία της Μέδουσας του Gericault

Ήταν ένα μικρό καράβι, ήταν ένα μικρό καράβι... Η μακάβρια ιστορία πίσω από έναν σπουδαίο πίνακα.

Διαβάστηκε φορες

Ήταν ένα μικρό καράβι, ήταν ένα μικρό καράβι, που ήταν αταξίδευτο, που ήταν αταξίδευτο, οεοέ οε οε. Κι έκαν' ένα μακρύ ταξίδι, κι έκαν' ένα μικρό ταξίδι, μέσα εις την Μεσόγειο, μέσα εις την Μεσόγειο, οεοέ οε οε.

Και σε πεντέξι εβδομάδες, και σε πεντέξι εβδομάδες, σωθήκαν ο - ο - όλες οι τροφές, σωθήκαν ο - ο - όλες οι τροφές, οεοέ οε οε. Και τότε ρίξανε τον κλήρο, και τότε ρίξανε τον κλήρο, να δούνε ποιος ποιος ποιος θα φαγωθεί, να δούνε ποιος ποιος ποιος θα φαγωθεί, οεοέ οε οε.*

Η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη. Τα κύματά της ορθώνονται πελώρια, έτοιμα να καταπιούν την «σχεδία της Μέδουσας» που πλέει κόντρα. Ο ήλιος δεν φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα, ίσως κρύφτηκε από ντροπή. Ο Jean Charles, αποτραβηγμένος από τους συνταξιδιώτες του, κλείνει τα μάτια του μπροστά στην αγριεμένη φύση. Αισθάνεται κουρασμένος από τούτο το ατέρμονο και φρικιαστικό ταξίδι. Πότε ξεκίνησαν τον απόπλου τους από την Γαλλία; Πόσες μέρες ταξιδεύουν με τούτη την σχεδία; Πότε χάθηκε η ανθρώπινη φύση τους; Αδυνατεί να θυμηθεί. Ή ίσως πάλι να τα θυμάται όλα και να αποφεύγει να τα ανακαλεί στην μνήμη του. Επικεντρώνεται στον ήχο των κυμάτων. Ο βίαιος παφλασμός τους τον ηρεμεί για λίγο. Βήματα και φωνές έρχονται από την άλλη μεριά της σχεδίας. Ανοίγει τα μάτια του... Άνθρωποι απελπισμένοι και πτώματα είναι οι συνταξιδιώτες του, μα τους πλησιάζει. «Ένα καράβι!», αναφωνεί με ασυγκράτητη αγωνία ο Alexandre Correard. Ο Jean Charles στρέφει το βλέμμα του στον ορίζοντα. Το πλοίο βρίσκεται εκεί, είναι αλήθεια. Ανεβαίνει, ακαριαία, σε κάποια κιβώτια και με περίσσεια δύναμη κάνει σινιάλα προς την πλεούμενη ελπίδα τους. Ή θα σωθούν σήμερα ή θα χαθούν για πάντα.

Μετά το Βατερλώ το 1815, η βασιλεία εγκαθίσταται εκ νέου στην Γαλλία, με τον Louis XVIII να αναλαμβάνει χρέη μονάρχη, ασπαζόμενος τις απολυταρχικές νοοτροπίες και πρακτικές του παρελθόντος. Στο πνεύμα της απόλυτης μοναρχίας, ξεκινά στα μέσα του Ιουνίου του 1816 ο απόπλους ενός μικρού στολίσκου, αποτελούμενου από τα πλοία Argus και τη Medusa μεταξύ άλλων, για τη Σενεγάλη, νεαποκτηθείσα αποικία της Γαλλίας.

Κυβερνήτης της Medusa, που μεταφέρει τους στρατιωτικούς και διοικητικούς αξιωματούχους της αποικίας, έχει οριστεί ο Hugues Duroy de Chaumareys, ο οποίος αν και απείχε από τις θάλασσες για περισσότερα από είκοσι χρόνια, φέρει το μεγαλύτερο προσόν όλων: διατηρεί στενές σχέσεις με την γαλλική Αυλή. Αγνοώντας τα στοιχειώδη περί ναυσιπλοΐας, σε μια αλαζονική προσπάθεια να υπερφαλαγγίσει χρονικά τα άλλα σκάφη του στολίσκου, ο de Chaumareys «κατορθώνει» να προσαράξει την Medusa στις ακτές της σημερινής Μαυριτανίας. Όταν όλες οι προσπάθειας αποκόλλησης αποτυγχάνουν, θα αποφασιστεί η επιβίβαση των επιβαινόντων στις σωσίβιες λέμβους και η παράλληλη κατασκευή μιας σχεδίας για την μεταφορά 147 μελών του πληρώματος, που δεν χωρούσαν στις λέμβους. Σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, η «σχεδία της Μέδουσας» θα προσδενόταν στις λέμβους. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού για τις ακτές, τα σχοινιά της πρόσδεσής κόπηκαν από το «αόρατο χέρι» του κυβερνήτη, που μάλλον θεώρησε αναγκαίο κακό τον θάνατο εκατόν σαράντα επτά μελών του πληρώματός του, προκειμένου να σωθεί ο ίδιος και οι λοιποί υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι.

Με ελάχιστα τρόφιμα, σχεδόν καθόλου νερό και φυσικά χωρίς κανένα μέσο πλοήγησης, η σχεδία έμεινε να πλέει σε αχαρτογράφητα νερά επί δεκατρείς ημέρες, όταν και περισυλλέγει από το Argus. Oι δέκα από τους εκατόν σαράντα επτά επιζήσαντες της «σχεδίας της Μέδουσας» θα περιγράψουν με γλαφυρότητα την φρίκη που βίωσαν, παρουσιάζοντας με τα μελανότερα χρώματα στον γαλλικό τύπο τις βίαιες σκηνές που διαδραματίστηκαν επί της σχεδίας, οι οποίες και οδήγησαν στην δολοφονία αρκετών συνταξιδιωτών τους, ενώ δεν θα παραλείψουν να αναφερθούν και στον κανιβαλισμό που επιδώθηκαν για να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους.


H σχεδία της Μέδουσας, Jean-Louis-Théodore Gericault, 1818-1819. Πηγή: Louvre

Το 1818, δύο μόλις έτη από το σκάνδαλο που ακολούθησε της διάσωσης, ο νεαρός ρομαντικός ζωγράφος Jean-Louis-Théodore Gericault βρίσκεται σ' εξερεύνηση του επόμενου ζωγραφικού του θέματος. Επιθυμεί να δημιουργήσει μια σύνθεση που αφενός θα εγείρε το ενδιαφέρον του κοινού και αφετέρου θα τον εδραίωνε στον χώρο της ζωγραφικής. Η τραγική ιστορία των ναυαγών της Medusa είναι το θέμα που αναζητά! Η επικαιρότητα της θεματικής του και ο φρικιαστικός της χαρακτήρας, που έχει σκιαγραφηθεί με κάθε λεπτομέρεια από τον γαλλικό τύπο και ως εκ τούτου είναι αδύνατον να έχει λησμονηθεί από το κοινό, καθώς επίσης και η πολιτική αντικαθεστωτική διάστασή της, είναι στοιχεία που ο Gerocault θεωρεί πως θα συμβάλλουν στην επιτυχία του. Αν το θέμα του πίνακα δεν ήταν ικανό αυτό καθ' αυτό να σκανδαλίσει τον κόσμο της ζωγραφικής, ο Gericault επιφύλλασε μια ακόμη έκπληξη, σπάζοντας, όπως έκανε και ο Delacroix έντεκα χρόνια αργότερα με την «Ελευθερία που οδηγεί τον Λαό», τον άτυπο κανόνα της γαλλικής Ακαδημίας Τεχνών που ήθελε την απεικόνιση σε καμβά μεγάλων διαστάσεων μόνο επεισοδίων που αντλούσαν την έμπνευσή τους από την αρχαιότητα ή που παρουσίαζαν ευγενείς πράξεις. Έπειτα από επίπονες εργασίες ενός έτους, το 1819 παρουσιάζεται σε διαστάσεις 4,91 x 7,16 μέτρων ο πίνακας "Scene de naufrage" («Σκηνή ναυαγίου») που αργότερα έγινε γνωστός ως «Η σχεδία της Μέδουσας» ("Le Radeau de la Méduse").

Η ανταπόκριση που γνώρισε το έργο δεν υπήρξε ανάλογη των προσδοκιών του Gericault. Αναμφίβολα κατάφερε να σοκάρει το κοινό του, το οποίο αναλόγως του πολιτικού του προσανατολισμού επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε το έργο. Αρκετοί ήταν όσοι αναγνώρισαν την αρτιότητα της σύνθεσης και εξύμνησαν τον πολιτικό της χαρακτήρα, όπως ο ιστορικός Jules Michelet, ενώ υπήρξαν πολλοί που δήλωσαν αποτροπιασμένοι από το «σωρό πτωμάτων» που αντίκρισαν. Στα μάτια του σύγχρονου θεατή, που ενδεχομένως αγνοεί τα ιστορικά γεγονότα, ο πίνακας ίσως φαντάζει ως ένα έργο ελπίδας, παρά την δυστυχία που κυριαρχεί στο κάτω τμήμα της σύνθεσης. Εντούτοις, για το γαλλικό κοινό του 19ου αιώνα ήταν ένας πίνακας πτωμάτων. Ο Gericault μάλιστα εργάστηκε μ' εξαιρετική επιμονή, επισκεπτόμενος νεκροτομεία και άσυλα για να μελετήσει την αποσύνθεση των σωμάτων, προκειμένου να παρουσιάσει με την μεγαλύτερη δυνατή αληθοφάνεια την όψη των νεκρών. Ωστόσο, απέφυγε συνειδητά την σύνθεση ακραίων εικόνων σήψης, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε παρατηρώντας το κάτω τμήμα του πίνακα με τα τέσσερα «καλώς διατηρημένα» πτώματα. Η προσήλωσή του στην αποτύπωση της πραγματικότητας τον οδήγησε στην λήψη συνεντεύξεων από τους επιζώντες της σχεδίας και συγκεκριμένα από τον γιατρό Henri Savigny, τον μηχανικό Alexandre Correard, καθώς και τον Lavillette, ο οποίος υπήρξε ένας εκ των κατασκευαστών της σχεδίας. Η σύνθεση της «Σχεδίας της Μέδουσας» είναι βασισμένη κατά κύριο λόγο στις αφηγήσεις των τριών ανδρών, οι οποίοι εμφανίζονται στον πίνακα μπροστά από το κατάρτι, με τον Correard να έχει προτεταμένο το χέρι του προς την θάλασσα.


Ένα εκ των πολλών προσχεδίων του Gericault που καταδεικνύει το μέγεθος της εργασίας που κατέβαλε για να καταλήξει στην οριστική σύνθεση. Πηγή: Louvre

Αν και λάτρης της αλήθειας, ο Gericault απόκλινε αρκετά απ' αυτή για να υπηρετήσει την ιστορία που ήθελε να προβάλει. Η πρώτη απόκλιση σχετίζεται με την εμφάνιση των επιβαινόντων της σχεδίας. Ας μην ξεχνάμε πως πρόκειται για άνδρες που βρίσκονταν εκτεθειμένοι στις καιρικές συνθήκες για δεκατρείς ημέρες δίχως τροφή και πόσιμο νερό. Aντί λοιπόν για εξαντλημένους, ο ζωγράφος τους απεικονίζει απελπισμένους μεν ρωμαλέους δε, όπως ο Michelangelo στην «Ημέρα της Κρίσεως». Η επιλογή αυτή έχει γίνει συνειδητά για να τονιστεί η γενναιότητα και το σθένος αυτών των ανδρών, που στην σκέψη του Gericault είναι ήρωες και ως τέτοιους επιθυμεί να τους απεικονίσει.

Η δεύτερη απόκλιση έγκειται στο μέγεθος της σχεδίας, η οποία στην πραγματικότητα ήταν σαφώς μεγαλύτερη. Ο ζωγράφος επιλέγει να παρουσιάσει ένα ψέμα για να εξυπηρετήσει την ιστορία του, μικραίνοντας την σχεδία, φέρνοντάς την όσο το δυνατόν εγγύτερα στον θεατή και προσκαλώντας τον να επιβιβαστεί. Προκαλώντας συνωστισμό στο κέντρο και παράλληλα βυθίζοντας μέρος αυτής, κλιμακώνει την αγωνία και αναδεικνύει τον αγώνα της επιβίωσης. Ο σκοπός αυτός, επίσης, εξυπηρετείται από την τρίτη παρέκβαση που σχετίζεται με τις καιρικές συνθήκες. Ενώ λοιπόν, η περισυλλογή των επιζώντων από το Argus έλαβε χώρα σε μια ηλιόλουστη ημέρα, ο Gericault τοποθετεί την δράση του μέσα σε τρικυμία.

Η πιο σημαντική δε παρεκτροπή είναι η ελλιπής απεικόνιση σκηνών κανιβαλισμού. Όπως και στην εποχή μας, έτσι και στον 19ο αιώνα η ανθρωποφαγία αποτελούσε ταμπού. Ως εκ τούτου, ο ζωγράφος μονάχα υπαινίσσεται την τέλεση αυτού του εγκλήματος, αφαιρώντας επιδέξια τον κορμό από το πρώτο πτώμα εξ' αριστερών, βάζοντας έναν πατέρα να προστατεύει το νεκρό σώμα του γιου του και τοποθετώντας ένα μαχαίρι στην σκηνή.

Όσον αφορά τα τεχνικά μέρη της σύνθεσης μας, ο Gericault επιλέγει να ζωγραφίσει χρησιμοποιώντας τόνους λευκού, γκρίζου και καφέ στα σώματα και ανοιχτού πράσινου και προρφυρού στον ουρανό και στην θάλασσα. Παράλληλα, ενισχύει την δραματικότητα της ιστορίας χρησιμοποιώντας φωτοσκιάσεις. Εξαιρετική είναι η ροή του φωτός, που ξεκινά από το σώμα του πρώτου νεκρού στα αριστερά μας, σχηματίζοντας μια καμπυλωτή γραμμή που ολοκληρώνεται στο σώμα του άνδρα που κάνει το σινιάλο στο Argus, τον Jean Charles.

Η μεγαλύτερη ανατροπή που επιφύλλασε ο Gericault στο ζωγραφικό κόσμο της εποχής του δεν ήταν ούτε ο έντονος πολιτικός χαρακτήρας του έργου του, ούτε η παράβαση των κανόνων της Ακαδημίας, αλλά ο πρωταγωνιστικός ρόλος του Jean Charles, του μοναδικού έγχρωμου επιζώντα της σχεδίας (αν και στον πίνακα εμφανίζονται και άλλα δύο πρόσωπα). Την δεκαετία του 1820 το δουλεμπόριο ήκμαζε στην Γαλλία, ενώ η κατάργησή του θα ερχόταν την δεκαετία του 1850. Επίσης, όλες οι μέχρι τότε, περιορισμένες, απεικονίσεις έγχρωμων ανδρών και γυναικών τόνιζαν το καθεστώς της σκλαβιάς τους. Ο Gericault όμως αρνείται να ακολουθήσει αυτό τον δρόμο. H πιο ρωμαλέα φιγούρα του πίνακα του, που επιπροσθέτως γίνεται σύμβολο ελπίδας και σωτηρίας είναι ο Jean Charles. Το δε κράτημα του χεριού με τον άνδρα που βρίσκεται πίσω του είναι η ύψιστη δήλωση αλληλεγγύης.

Η «Σχεδία της Μέδουσας» αν και δεν εκτόξευσε την καριέρα του δημιουργού της, όπως ήλπιζε, κατάφερε με το πέρας των χρόνων όχι μόνο να θεωρείται ένα εκ των σημαντικότερων έργων της γαλλικής και παγκόσμιας ζωγραφικής, αλλά και να επηρεάσει τα έργα των μετέπειτα καλλιτεχνών και κυρίως του φίλου του Delacroix. Σήμερα, η «Σχεδία της Μέδουσας» καταλαμβάνει περίοπτη θέση στην Salle 700 του μουσείου του Λούβρου, δίπλα στο έργο «Η Ελευθερία οδηγεί τον Λαό».

Fun Facts:
1*. Το τραγούδι «Ήταν ένα μικρό καράβι» αποτελεί διασκευή γαλλικού παιδικού τραγουδίου, εμπνευσμένου από την ιστορία της σχεδίας της Μέδουσας. Μπορείτε πλέον να καταλάβετε ότι οι στίχοι του υπαινίσσονται ξεκάθαρα κανιβαλισμό.
2. Ο Gericault πέθανε το 1824 σε ηλικία μόλις 32 ετών (όχι fun, αλλά σίγουρα fact).
3. Ο Delacroix, όντας φίλος του Gericault, πόζαρε για τον πίνακα. Μάλιστα το τρίτο πτώμα της σύνθεση είναι ο Delacroix!

Διαβάστε ακόμα