mousikoiTouKosmou14 argentina mercedesSosa dinoSaluzzi

Μουσικοί του κόσμου #14 - Αργεντινή: Από το τάνγκο ως το άπειρο

Κάθε δεύτερη εβδομάδα η στήλη αυτή καταπιάνεται με μουσικές και μουσικούς από ολόκληρο τον κόσμο, αποφεύγοντας τα οικεία αγγλόφωνα δρώμενα που ούτως ή άλλως βρίσκουν σχετικά εύκολα τον δρόμο τους για τα αυτιά μας. Σήμερα, η Violeta Parra και ο Victor Jara.

Διαβάστηκε φορες

Είναι άραγε εφικτό η στάση της στήλης στην Αργεντινή να αναφερθεί στο τάνγκο μόνο στην πρώτη πρόταση, αποκλειστικά και μόνο λόγω της εξαιρετικής δημοφιλίας του, για να συνεχίσει την εξερεύνηση σε διαφορετικές μουσικής από τη μεγάλη αυτή χώρα; Για να δούμε. Στις τεράστιες πεδιάδες, τα ψηλά βουνά και τα δάση της Αργεντινής έχει ζήσει και δραστηριοποιηθεί πολύς κόσμος, κι ας είναι η πρωτεύουσα Μπουένος Άιρες που συγκεντρώνει την πλειονότητα των τουριστών και του σύγχρονου πολιτισμού (και όχι μόνο). Η μουσική άνθισε στις περιφερειακές πόλεις και χωριά, όπως σε ολόκληρο τον κόσμο, με την παράδοση να μεταφέρεται και να συνεχίζεται, άλλοτε με λιγότερες και άλλοτε με περισσότερες εξωτερικές επιρροές. Αντίστοιχα, στις πόλεις οι επιρροές αυτές από Ευρωπαίους κυρίως μετανάστες - και λίγο περισσότερο από Ιταλούς - έβαλαν το λιθαράκι τους στην ενσωμάτωση οργάνων όπως το ακορντεόν στη μουσική της χώρας και στην πορεία του συνόλου προς το άπειρο. Οι δύο μουσικοί της σημερινής αναφοράς κατάγονται από μικρές πόλεις στο βόρειο άκρο της χώρας, αλλά τα ονόματα και οι μουσικές τους έχουν εδώ και δεκαετίες ακουστεί σε όλες τις άκρες του κόσμου.

Mercedes Sosa - ¿Será Posible El Sur? (1984)

Στη Mercedes Sosa έγινε αναφορά και σε προηγούμενη στάση της στήλης με αφορμή την πολύ δημοφιλή διασκευή της στο τραγούδι “Gracias A La Vida” της Χιλιανής Violeta Parra. Δεν ήταν «πυροτέχνημα» αυτή η διασκευή, που κυκλοφόρησε το 1971. Η Mercedes Sosa υπήρξε πολύ σημαντική για τη folk μουσική της Λατινικής Αμερικής (nueva canción) συνεχίζοντας το έργο της Parra, η οποία έφυγε από τη ζωή όταν η Sosa ήταν 32 χρονών. Εξόριστη και αυτή από τη χώρα της κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, έζησε και έδρασε στην Ευρώπη (Παρίσι και Μαδρίτη) πριν επιστρέψει στην Αργεντινή στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Από εκείνη την εποχή είναι ο δίσκος που επέλεξα. Υπάρχει και ένα ντοκιμαντέρ με τον ίδιο τίτλο που αναρωτιέται αν «θα είναι εφικτός ο Νότος», το οποίο καταγράφει την περιοδεία της τραγουδίστριας στην Αργεντινή λίγα χρόνια μετά τη δικτατορία. Αντίστοιχο ύφος υπάρχει και στους στίχους άλλων που τραγουδάει. Η φωνή της είναι η πρωταγωνίστρια, συνήθως συνοδευόμενη από λιτή κιθάρα ή πιάνο, αλλά υπάρχουν και μουσικές διαφορετικές, σύγχρονες, χωρίς απαραίτητα να είναι περίπλοκες. Για παράδειγμα, στο εναρκτήριο “Todavía Cantamos” (μετάφραση «Ακόμα Τραγουδάμε», του σημαντικού και δημοφιλούς Victor Heredia) μαζί με τη φωνή ακούγονται μόνο τύμπανα, που θα μπορούσαν να έχουν θέση σε εισαγωγές τραγουδιών πολλών arena-rock συγκροτημάτων της εποχής. «Ακόμα τραγουδάμε, ακόμα ρωτάμε / ακόμα ονειρευόμαστε, ακόμα περιμένουμε / πού κρύψανε τα λουλούδια / που γλυκαίνουν τους δρόμους» με αναφορές στους εξόριστους και τους «αγνοούμενους».

Υπάρχουν κι άλλα ωραία τραγούδια για να ανακαλύψετε στα 36’ που διαρκεί ο δίσκος, αλλά αυτό που ξεχωρίζει τόσο ανάμεσα στα δέκα αυτά όσο και συνολικά στη δισκογραφία της Mercedes Sosa είναι το “Todo Cambia” («Όλα Αλλάζουν»). Το τραγούδι είναι σε στίχους και μουσική του Χιλιανού μουσικού Julius Numhauser (ιδρυτικού μέλους των Quilapayún). Τα πνευστά και οι κιθάρες δίνουν το χαρακτηριστικό «τοπικό» στοιχείο και η φωνή της Sosa εκφράζει εκ πείρας όσα έγραψε ο επίσης εξόριστος στιχουργός. Τους στίχους μπορείτε εύκολα να τους βρείτε στο διαδίκτυο και με ελληνική μετάφραση. Το τραγούδι κορυφώνεται στο κλείσιμο με την αναφορά στον «τόπο μου και τον λαό μου» για τα οποία η αγάπη «δεν αλλάζει». Η αναφορά αυτή πηγάζει βέβαια από τις σκέψεις του/της εξόριστου/ης και εκφράζει πολύ κόσμο, αλλά η ομορφιά των στίχων μέχρι εκεί μπορεί να σταθεί αυτούσια και να χορτάσει εικόνες και σκέψεις όσες και όσους έχουν ως αμετάβλητη βάση κάτι διαφορετικό από έναν τόπο ή έναν λαό.

Dino Saluzzi - Cité De La Musique (1997)

Το bandoneon είναι ένα αερόφωνο όργανο, όμοιο με το ακορντεόν, το οποίο είναι ευρέως διαδεδομένο στην Αργεντινή. Χρησιμοποιείται στα σχήματα που παίζουν τάνγκο, έχοντας «κερδίσει» την εξέχουσα θέση του εδώ και δεκαετίες, καιρό αφότου το έφεραν στη χώρα οι Ευρωπαίοι μετανάστες. Ο Dino Saluzzi - με όνομα που προδίδει την καταγωγή - είναι ένας από τους σημαντικότερους δεξιοτέχνες του bandoneon, με πληθώρα αξιόλογων κυκλοφοριών στο ενεργητικό του. Έχει συνδράμει σε πολλές ηχογραφήσεις ήδη από τη δεκαετία του 1970, ενώ από τα μέσα της επόμενης δεκαετίας οι δίσκοι του κυκλοφορούν με το «βαρύ» label της σπουδαίας ECM. Δικαίως.

Μετά από χρόνια συνεργασιών σε ντουέτο, τρίο και άλλα σχήματα, το 2020 ο Dino Saluzzi κυκλοφόρησε τον δίσκο “Albores”, στον οποίο ακούγεται μόνο το bandoneon του. Δεν είναι ο πρώτος solo bandoneon δίσκος - ούτε ο τελευταίος - αλλά η αισθητική του αξία συμπλέει με το κύρος που της προσδίδει το γεγονός ότι είναι η πρώτη μοναχική ηχογράφηση του μουσικού μετά από πολύ καιρό. Από τις προηγούμενες ηχογραφήσεις πολλές θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν, αλλά η σημερινή στάση της στήλης θα γίνει στο μακρινό 1997 και τον δίσκο που έχει τον γαλλόφωνο τίτλο “Cité De La Musique” («Πόλη Της Μουσικής»).

Η φόρμα στα εννιά κομμάτια είναι κοντινή με ένα jazz trio, με τον ίδιο τον Dino Saluzzi στο bandoneon, τον γιο του, José Maria Saluzzi, στην ακουστική κιθάρα και τον Αμερικάνο κοντραμπασίστα Marc Johnson να συμπληρώνει την εκλεκτή παρέα. Διάλεξα αυτόν τον δίσκο επειδή οι συνθέσεις του Saluzzi εκφράζονται όμορφα από το trio, το οποίο ταυτόχρονα έχει και το ηχητικό εύρος (συγκριτικά λ.χ. με το προαναφερθέν solo bandoneon) για να κερδίσει και όσες ή όσους από εσάς δεν τα πάτε καλά με την ευρύτερη jazz. Οι τρεις μουσικοί μοιράζονται τη δράση κι ας είναι το bandoneon ο κρυφός πρωταγωνιστής. Ένα ωραίο παράδειγμα εναλλαγών είναι το εξαιρετικό “El Rio Y El Abuelo” και σίγουρα δεν είναι το μόνο. Αναφέρω επίσης τα “Introduccion Y Milonga Del Ausente” και “Winter” ως δύο ακόμα κομμάτια που ξεχωρίζω, και σας προτρέπω να ξεκινήσετε το ταξίδι αυτής της στάσης, που διαρκεί μόλις μία ώρα, εδώ από κάτω.

Διαβάστε ακόμα