Οι φωτογραφίες ανήκουν στη Σοφία Οικονόμου.
CHARLATANS
Fuzz
13/5/2011
19 χρόνια πριν, πήγαινα λύκειο και στο μυαλό μου το Manchester (ή αλλιώς Madchester) φάνταζε ως η Γη της Επαγγελίας. Εύλογα λοιπόν, η είδηση εκείνη την εποχή, της επερχόμενης εμφάνισης των Charlatans στο Ρόδον, ήρθε ως μάννα εξ’ ουρανού. Στα διαλείμματα, το καθαυτό γεγονός, αλλά και η βασανιστική αναμονή της κρίσιμης ημερομηνίας, μονοπωλούσε τις συζητήσεις με κάποιους ομοιοπαθείς, μουσικόφιλους συμμαθητές. Προσθέταμε μάλιστα, ότι αν μέχρι το καλοκαίρι βλέπαμε και τους Happy Mondays (υπήρχε η φήμη), τα πιο τρελά συναυλιακά μας όνειρα θα είχαν γίνει πραγματικότητα. Οι Charlatans έπαιξαν τελικά σε ένα κατάμεστο και «ηλεκτρισμένο» Ρόδον, στις 27 Μαρτίου του 1992, μια από τις λίγες φορές (ειδικά τότε) που ένα «καυτό» group ερχόταν πραγματικά στην ώρα του. Θυμάμαι τις ανατριχίλες που ένιωσα, ακούγοντας το πολύ αγαπημένο Flower…
Στην πορεία, οι Stone Roses οδηγήθηκαν στην αυτοκαταστροφή, οι Happy Mondays τίναξαν στον αέρα την καριέρα τους και η περίφημη σκηνή του Manchester, πέρασε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Οι Charlatans όμως άντεξαν και όχι μόνο επιβίωσαν (και επιβιώνουν), αλλά κατάφεραν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘90 να σημειώσουν υψηλότερες πωλήσεις, ακόμα και από αυτές που είχαν ήδη καταγράψει στα baggy χρόνια. Ωρίμασαν, εξελίχθηκαν και αγκαλιάστηκαν από την brit pop κατάσταση, ως ισότιμα, ή και επίτιμα μέλη της. Μια χαμηλότερου (από άλλες) προφίλ μπάντα, συνεπής, ουσιαστική και με σεβασμό στο όνομα και το ακροατήριο της - ακόμα και όταν πειραματίστηκαν με ετερόκλητες επιρροές και είδη (από τον Bob Dylan, μέχρι τον Curtis Mayfield).
Μπαίνοντας στο Fuzz το βράδυ της Παρασκευής διαπίστωσα δυο πράγματα. Το πρώτο ήταν ότι ο χώρος δεν επρόκειτο να γεμίσει με τίποτα. Το δεύτερο, αφορούσε στις ηλικίες των θεατών…οι τριαντάρηδες είχαν αν μη τι άλλο, την τιμητική τους. Οι όποιοι φόβοι μου πάντως για το ενδεχόμενο, να γίνουμε μάρτυρες ενός αμήχανου ή χλιαρού live, γρήγορα εξανεμίστηκαν. Οι Charlatans απτόητοι, βγήκαν στη σκηνή λίγο πριν τις 10 και για περίπου 90 λεπτά μας χάρισαν ένα υποδειγματικό, 100 % επαγγελματικό set. Με το θρυλικό “Then” και το ρυθμικό “Weirdo” μας μετέφεραν στις αρχές των 90’s, στρώνοντας κατάλληλα το έδαφος για αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει…
…και το οποίο ουσιαστικά ήταν η αντιπροσωπευτική παρουσίαση μιας αξιοζήλευτης καριέρας, με αδιαμφισβήτητο στίγμα στην pop κουλτούρα της τελευταίας 20ετίας. Καλά τραγούδια - hit singles από ιστορικούς δίσκους και μια υγιής ανάγκη για τρέχουσα έκφραση και δημιουργία – όλα αυτά ξεδιπλώθηκαν με τρόπο, που σταδιακά «ζέσταινε» την ατμόσφαιρα, αφήνοντας σου στο τέλος μια γλυκύτατη αίσθηση. Την αίσθηση μιας «γεμάτης» μουσικής βραδιάς, στην οποία τελικά, όλοι οι παρευρισκόμενοι (συμπεριλαμβανομένων και των μουσικών) πέρασαν καλά και με το παραπάνω.
Στις επιτυχίες βέβαια, η υποδοχή ήταν ενθουσιώδης – ειδικά στις πρώτες σειρές. Θα αδικούσα όμως τους Charlatans, αν δεν αναφερόμουν και στα πιο πρόσφατα κομμάτια τους, τα οποία ως επί το πλείστον, όχι μόνο δεν «σκότωσαν» το momentum, αντιθέτως το διατήρησαν στο ακέραιο. Στιγμές που προσωπικά ξεχώρισα ήταν…η μελαγχολική power pop του “Bad Days”, το τύπου New Order, “The Misbegotten” (αμφότερα από το “You Cross My Path” του 2008) και φυσικά το «γκαζιάρικο» “Love Is Ending” (από το περυσινό “Who We Touch”).
Από εκεί και πέρα, οι επιλογές ήταν αυτές που περιμέναμε… “Can’t Get Out Of Bed”, “Telling Stories”, “North Country Boy”, “Impossible”…και εννοείται ότι τα “One To Another” και “The Only One I Know” (το ένα δίπλα στο άλλο) έδωσαν στην ατμόσφαιρα μια αποφασιστική και αμετάκλητη θετική ώθηση. Μας οδηγούσαν στο encore με τα στιβαρά grooves των “You’re So Pretty, We’re So Pretty” και “Blackened Blue Eyes”, ακριβώς όμως πριν, επεφύλασσαν το πανέμορφο “This Is The End” – σε αυτό έχω την εντύπωση ότι ο Burgess μας χάρισε την πιο ψυχωμένη ερμηνεία του.
Επέστρεψαν με το ιδιαίτερα αγαπητό “My Beautiful Friend”, ανέβασαν στροφές με το “How High” και αποχώρησαν οριστικά και καταχειροκροτούμενοι, αφού πρώτα παρέδωσαν μια εκτεταμένη εκτέλεση του έπους που λέγεται “Sproston Green”. Του κομματιού δηλαδή, που έκλεινε μέσα σε καταιγισμό από πλήκτρα και κιθάρες το “Some Friendly”, εκείνο το θρυλικό ντεμπούτο τους από το 1990.
19 χρόνια μετά, όλοι φαινόμασταν μεγαλύτεροι (στην όψη τουλάχιστον). Όλοι εκτός από τον 44άρη Tim Burgess που έμοιαζε κυριολεκτικά να έχει «παγώσει» την εικόνα του στο πέρασμα των ετών. Λεπτός, με απλό, νεανικό ντύσιμο και …κατάμαυρα μαλλιά, σκορπούσε σεμνά χαμόγελα στον κόσμο και τον παρότρυνε με συνεχείς χειρονομίες να ξεσηκωθεί. Με δεδομένο ότι η μοίρα έχει παίξει διάφορα παιχνίδια στην πλάτη των Charlatans (αναφέρομαι στον πρόωρο χαμό του Rob Collins και την πρόσφατη σοβαρή ασθένεια του Jon Brookes), η ανθεκτικότητα είναι ένα από τα πολλά πράγματα που μπορεί κανείς να θαυμάσει σε αυτούς …
Σχετικό θέμα