«Ήμουν εκεί». Μπορώ να το λέω και να αναπολώ με νοσταλγία εκείνο το βράδυ Μαΐου πίσω στο 1994, όταν μία παρέα από το Manchester σκορπούσε πανικό πάνω στη σκηνή του Club του Μύλου. Τα CD τους κοσμούσαν ήδη τη συλλογή μου, το ίδιο και κάποια κομμάτια από το merch τους, πολύτιμο πλέον για τους μυημένους.
Τα χρόνια περάσαν και οι Inspiral Carpets «έντυσαν» μουσικά πολλές στιγμές μου. Την ίδια στιγμή, οι ίδιοι βίωναν έντονες αλλαγές, με «παγώματα» στη δραστηριότητα της μπάντας, αλλαγές στα μέλη και αποκορύφωμα το θάνατο του ντράμερ Craig Gill σε ηλικία μόλις 44 ετών. Θα περνούσαν άλλα οχτώ χρόνια για να ξαναβγούν στο δρόμο, έχοντας μεταβολίσει κάπως την απώλεια.
Σε αυτήν τη φάση τούς πετυχαίνουμε τώρα, πάντα “cool as f*ck”, πάντα ανήσυχους μουσικά, να φλερτάρουν με την ιδέα για νέες κυκλοφορίες. Ετοιμάζουν δύο εμφανίσεις έξτρα σπέσιαλ για τη χώρα μας, με τις μνήμες ζωντανές ακόμα από την υποδοχή που τους επιφυλάσσουμε κάθε φορά. Η Αθήνα τούς χάρηκε και άλλες φορές και θα τους ξαναχαρεί, αλλά η Θεσσαλονίκη τούς περίμενε 31 χρόνια.
Μετράμε αντίστροφα μέρες, λοιπόν, και μέχρι τότε κάναμε μία κουβέντα με τον Martyn Walsh, τον… 13ο μπασίστα της μπάντας και έναν από τους μακροβιότερους. Πάμε να δούμε τι είχε να μας πει.
MixGrill: Σε ευχαριστούμε, Martyn, για το χρόνο σου! Όταν ξεκινήσατε το συγκρότημα πίσω στο 1983, στην πατρίδα σας, το Oldham, φανταζόσασταν ότι θα μπορούσε να είναι ακόμα ενεργό τόσες δεκαετίες αργότερα;
Martyn Walsh: Εγώ μπήκα στο συγκρότημα το 1988… Είμαστε ακόμα εδώ ως Inspiral Carpets και αυτό έχει πλέον κάπως γλυκόπικρη γεύση. Τη μια στιγμή είσαι σε μια μπάντα, έτοιμος να κατακτήσεις τον κόσμο, νιώθεις αθάνατος, δεν υπάρχει χρόνος για αναστοχασμό… και την άλλη στιγμή ο Craig φεύγει από τη ζωή. Πλέον, εν έτει 2025, μας φαίνεται κάπως περίεργο το να φτιάχνουμε ξανά μουσική, αλλά η ανάγκη για δημιουργία είναι πάντα εκεί. Εξάλλου, το να είσαι επαγγελματίας μουσικός σε συγκρότημα είναι μια ζωή που οι περισσότεροι μπορούν μόνο να την ονειρευτούν, όχι να τη ζήσουν. Όσοι τη ζούμε κιόλας, ας την αγκαλιάσουμε λίγο παραπάνω.
M.G.: Είναι αλήθεια ότι έχετε περάσει ιδιαίτερα δύσκολες στιγμές, τόσο ως μπάντα —με πολλές αλλαγές στη σύνθεση των μελών— όσο και σε προσωπικό επίπεδο, με την απώλεια του Craig το 2016. Τι πιστεύετε ότι σας βοήθησε να ξεπεράσετε αυτές τις προκλήσεις και να συνεχίσετε την πορεία σας με το συγκρότημα;
M.W.: Αυτό που μένει στο τέλος είναι η δημιουργικότητα που μας διακατέχει και αναζητά πάντα μια διέξοδο. Διάβασα πρόσφατα μια συνέντευξη της Cher, όπου τη ρώτησαν γιατί συνεχίζει να εμφανίζεται στα 80 της χρόνια. Απάντησε: «Επειδή κάποια μέρα μπορεί να μην μπορώ!». Νομίζω ότι είναι μια εξαιρετική απάντηση… Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα έκανα quote τη Cher σε μια συνέντευξη… Να και ένα αποκλειστικό για το δικό σας μέσο!
M.G.: Πώς βιώνατε τη συμμετοχή σας στη φημισμένη Madchester σκηνή εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ‘80-αρχές δεκαετίας ‘90; Σας έκανε να νιώθετε ότι ανήκετε κάπου ή σας περιόριζε το γεγονός ότι η μουσική βιομηχανία και το κοινό σάς χαρακτήριζαν ως «πρεσβευτές» μιας πολύ συγκεκριμένης σκηνής;
M.W.: Ποτέ δεν θεωρήσαμε ότι ανήκαμε σε μια «σκηνή». Φτιάχναμε τη μουσική που θέλαμε να φτιάξουμε και εκμεταλλευτήκαμε το γεγονός ότι, πριν από το κίνημα Madchester, το Μάντσεστερ ήταν μια πόλη πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά παραγκωνισμένη. Δεν τραβούσε ιδιαίτερη την προσοχή, ούτε σε εθνικό ούτε σε παγκόσμιο επίπεδο. Χρησιμοποιήσαμε αυτό το αίσθημα του “outsider” ως καύσιμο για τη δημιουργικότητά μας… Όταν η Madchester σκηνή έγινε δημοφιλής, εμείς ήδη ταξιδεύαμε σε όλο τον κόσμο, διαδίδοντας το μήνυμα των Inspiral Carpets! Γίναμε Indie Ευαγγελιστές!
M.G.: Πώς ήταν να ξεκινάτε την καριέρα σας «στη σκιά» τόσο εμβληματικών συγκροτημάτων της πόλης, όπως οι The Smiths, οι New Order ή οι The Fall; Νιώθατε πίεση να ανταποκριθείτε στα υψηλά standards που είχαν θέσει ή ήσασταν έτοιμοι να χαράξετε τον δικό σας δρόμο, αδιαφορώντας για το τι είχε προηγηθεί;
M.W.: Θέλαμε να χαράξουμε το δικό μας δρόμο, έναν δρόμο στρωμένο εξίσου με στιγμές αλαζονείας, αυτοπεποίθησης, αντοχής στα δύσκολα και… χαζομάρας! Ξες τι λέγαμε; «Δίνε στον κόσμο αυτό που θέλεις εσύ, όχι αυτό που θέλουν εκείνοι!».
M.G.: Τι πιστεύετε ότι έκανε τον ήχο σας να ξεχωρίζει από τα άλλα συγκροτήματα της γενιάς σας, ειδικά από εκείνα που συνδέθηκαν με τη διάσημη Madchester σκηνή;
M.W.: Η λέξη «πίστη»!
Φτιάχναμε τη μουσική που θέλαμε να φτιάξουμε, αντλώντας επιρροές από πολλά μουσικά είδη. Η δεκαετία του ‘90 ήταν συναρπαστική από αυτή την άποψη: Techno, Hip Hop, Indie, Grunge, όλα αυτά τα είδη υπήρχαν γύρω μας και, μέσω μιας διαδικασίας «όσμωσης», επηρέασαν τον ήχο μας. Ως μπάντα, είχαμε όλοι διαφορετικές καταβολές και εμπειρίες, αλλά αυτό που μας ένωνε ήταν η επιθυμία να επικοινωνήσουμε μέσω της μουσικής και να μη φοβόμαστε να γράψουμε τραγούδια που πραγματικά αγγίζουν τον κόσμο —είτε η επιρροή προερχόταν από τα “Nuggets” των ’60s, τη Motown, το Acid House ή το Punk.
M.G.: Ενώ η πρώιμη περίοδός σας είχε έντονες επιρροές από τη Garage και την ψυχεδελική σκηνή, ιδιαίτερα στα πρώτα σας βήματα, τα μεταγενέστερα άλμπουμ σας έδειξαν μια αλλαγή στο ύφος. Τι οδήγησε σε αυτή την αλλαγή;
M.W.: Η εξέλιξή μας πάνω στη σύνθεση και το γράψιμο, η έκθεση σε διαφορετικά είδη μουσικής, το ότι βρεθήκαμε σε ένα περιβάλλον που ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα, χάρη στη Mute Records· επίσης, τα ταξίδια σε όλο τον κόσμο και η προθυμία μας να συνεργαστούμε με ανθρώπους που μας ωθούν σε νέα δημιουργικά μονοπάτια. Ο Daniel Miller (επικεφαλής της Mute Records), ο Pascal Gabriel (εξαιρετικός παραγωγός) και ο Mark E. Smith (που δεν χρειάζεται συστάσεις) ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.
M.G.: Θα λέγατε ότι είστε ικανοποιημένοι με την ανταπόκριση του κοινού από τότε που επανενωθήκατε; Τι πιστεύετε ότι σας έχει κάνει αξέχαστους στους θαυμαστές σας μετά από τόσα χρόνια;
M.W.: Είμαι πολύ χαρούμενος που ο κόσμος θέλει ακόμα να έρχεται και να μας βλέπει να παίζουμε ζωντανά. Μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά χωρίς κοινό, είμαστε ένα τίποτα. Να πούμε, όμως, κι ότι μάλλον τα τραγούδια μας παραμένουν επίκαιρα και εξακολουθούν ακόμα να προσελκύουν κοινό. Οι συναυλίες μας δεν είναι απλώς μία σύναξη νοσταλγών του τι κάναμε παλιά.
M.G.: Δεδομένης της εμπειρίας σας με δισκογραφικές εταιρείες —καθώς δημιουργήσατε την Cow Records και συνεργαστήκατε με τη φημισμένη Mute Records, όπως προείπες—, θα θέλαμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας. Τι συμβουλή θα δίνατε σε ένα νέο συγκρότημα σήμερα σχετικά με το ενδεχόμενο συνεργασίας (ή μη) με μια δισκογραφική εταιρεία;
M.W.: Ήμουν στο Βερολίνο πριν μερικά χρόνια και μιλούσα με τον Daniel Miller, ο οποίος περιέγραψε τη σχέση μεταξύ συγκροτήματος και δισκογραφικής ως μια λεπτή ισορροπία μεταξύ δημιουργικότητας και επιχειρηματικού πνεύματος —και της διαχείρισης αυτών των προσδοκιών αναλόγως. Αν θέλεις να βγάλεις πολλά χρήματα, ίσως χρειαστεί να θυσιάσεις κάποιες από τις δημιουργικές σου απαιτήσεις —εκτός αν βρεις τη σωστή δισκογραφική και έχεις ανθρώπους γύρω σου που πιστεύουν σε εσένα όσο κι εσύ!
Μια συμβουλή προς τους νέους καλλιτέχνες: Έλεγξε αυτά που μπορείς να ελέγξεις —τα τραγούδια που γράφεις και τις σχέσεις που χτίζεις. Αν προστατεύσεις αυτά τα δύο, θα είσαι λίγο πιο έτοιμος για το συναρπαστικό αλλά τρομακτικό ταξίδι του rock n’ roll!
M.G.: Ανά τα χρόνια, έχετε συνεργαστεί με μερικά απίστευτα ονόματα της μουσικής, όπως ο Mark E. Smith και ο John Cooper Clarke. Να αναφέρουμε επίσης ότι ο Noel Gallagher ήταν κάποτε ο roadie σας! Και, φυσικά, μια καθοριστική στιγμή ήταν η συνεργασία σας με τον θρυλικό ραδιοφωνικό παραγωγό John Peel για κάποιες πολύ ξεχωριστές ηχογραφήσεις. Θα μπορούσατε να μοιραστείτε μια αξέχαστη στιγμή από τις εμπειρίες σας με αυτούς τους σπουδαίους καλλιτέχνες;
M.W.: Να αναφέρω αρχικά μια τυχαία συνάντηση με τον John Peel έξω από μια pub στο Λονδίνο. Ήταν μια σπουδαία ανάμνηση! Μιλήσαμε για ποδόσφαιρο και μουσική, όπως θα κάναμε αν ήταν απλά ένας φίλος μας από το Μάντσεστερ.
Ακούγοντας την εκπομπή του John Peel, πήραμε τεράστια μουσική παιδεία. Μας έμαθε να μη φοβόμαστε να δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό! Όταν ακούσαμε για πρώτη φορά τα τραγούδια μας να παίζονται στην εκπομπή του, ήταν μια από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις της ζωής μας.
Όσο για τον Mark E. Smith, ο χρόνος που περάσαμε μαζί κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων και της προώθησης του “I Want You” ήταν πραγματικά αποκαλυπτικός. Η δημιουργικότητά του, το χιούμορ του, η επιμονή του και η διάθεσή του να πάει κόντρα στο κατεστημένο θα μείνουν για πάντα χαραγμένα μέσα μου!
M.G.: Το συγκρότημά σας έχει αλλάξει πολλά μέλη με τα χρόνια, οπότε θα θέλαμε να μάθουμε ποια σύνθεση του συγκροτήματος θα δούμε σε μία εβδομάδα περίπου. Μπορούμε επίσης να περιμένουμε κάποιες εκπλήξεις στο setlist; Ή ίσως μερικά αξεσουάρ από το εμβληματικό σας merch σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη;
M.W.: Αυτές οι συναυλίες στην Ελλάδα θα είναι η πρώτη φορά που θα παίξω με τους Inspiral μετά τον θάνατο του Craig, οπότε θα είναι πολύ συγκινητικό για μένα.
Η σύνθεση είναι η εξής: Walsh, Boon, Lambert, Holt και ο νέος μας ντράμερ, Kev Clark.
Έχουμε γράψει καινούργια τραγούδια και υπάρχει πιθανότητα ένα ή δύο από αυτά να κάνουν το παγκόσμιο ντεμπούτο τους σε εσάς! Υπάρχουν, επίσης, μερικά παλιότερα κομμάτια που δεν έχουμε παίξει από το 1991 και ίσως τα ξαναφέρουμε στη σκηνή. Θα δείξει!
Αυτήν τη στιγμή, υπάρχει μεγάλη δημιουργική ελευθερία στο συγκρότημα. Νιώθουμε ότι δεν υπάρχουν περιορισμοί. Σίγουρα θα παίξουμε τις επιτυχίες μας, γιατί ακόμα λατρεύουμε να τις παίζουμε, αλλά τα νέα τραγούδια και οι σπάνιες επιλογές κάνουν τις συναυλίες συναρπαστικές τόσο για εμάς όσο και για το κοινό!
Θα υπάρχει και merchandise διαθέσιμο. Δεχόμαστε μόνο μετρητά… λόγω του χάους που λέγεται Brexit!
M.G.: Ως Έλληνας, δεν μπορώ να μην ρωτήσω πώς προέκυψε το “Greek Wedding Song” και γιατί του δώσατε αυτόν τον τίτλο.
M.W.: Δεν ήμουν στο συγκρότημα όταν γράφτηκε αυτό… Θα πρέπει να σας το απαντήσει ο Graham, αν τον πετύχετε!
M.G.: Υπάρχει πιθανότητα να δούμε κάποιο νέο άλμπουμ από εσάς ή ίσως κάποιες επανεκδόσεις παλιότερων δίσκων σας;
M.W.: Γράφουμε συνεχώς νέα τραγούδια. Αν αυτά θα εξελιχθούν σε άλμπουμ, κανείς δεν ξέρει. Ο τρόπος που ο κόσμος καταναλώνει μουσική έχει αλλάξει δραματικά, οπότε πρέπει να σκεφτούμε αν και πώς θα εισάγουμε τη νέα μας μουσική στο κοινό… Θα δείξει!
M.G.: Μιας και ζω στη Θεσσαλονίκη, θεωρώ τη sold-out εμφάνισή σας στο Μύλος Club μία από τις καλύτερες στην πόλη. Ο Clint Boon έχει κάνει κι ένα εκπληκτικό DJ set σε ένα από τα πιο θρυλικά μπαρ της πόλης, το Lucky Luke. Έχετε αναμνήσεις από αυτές τις δύο εμφανίσεις; Ή γενικότερα, έχετε κάποιες αναμνήσεις από την Ελλάδα;
M.W.: Η ανάμνησή μου από την τελευταία μας συναυλία στη Θεσσαλονίκη είναι λίγο θολή… Θυμάμαι ένα καταπληκτικό κοινό και μία κοπέλα από τους διοργανωτές που είχε μεγάλο ενδιαφέρον για την Αιγυπτιολογία. Το μακιγιάζ, τα τατουάζ και τα μαλλιά της την έκαναν να μοιάζει με την Κλεοπάτρα!
Ομολογώ ότι δεν θυμάμαι το Lucky Luke, όμως θυμάμαι το DJing με τον Craig στο Mad Club της Αθήνας. Αυτό κι αν ήταν εμπειρία! Οι συναυλίες στην Ελλάδα ήταν τόσο διασκεδαστικές! Ανυπομονώ να επιστρέψω στη χώρα σας!
M.G.: Τέλος, καθώς κλείνουμε αυτή τη συνέντευξη, θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε ξανά και να ρωτήσουμε αν υπάρχει κάτι που θα θέλατε να πείτε στους θαυμαστές σας.
M.W.: Να έρθετε όλοι μετά τις συναυλίες να μας πείτε ένα γεια! Τα ελληνικά μου είναι πολύ φτωχά, αλλά θα αναπληρώσω το κενό με τη παγκόσμια γλώσσα των μπασογραμμών!
Οι Inspiral Carpets θα εμφανιστούν την Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου στη Θεσσαλονίκη (WE) και Σάββατο 22 Φεβρουαρίου στην Αθήνα (Gagarin205). Περισσότερες πληροφορίες-εισιτήρια εδώ και εδώ.