Αυτό το πλοίο που όλο φτάνει

Γιατί θα αγαπώ πάντα τον δίσκο «Αυτό Το Πλοίο Που Όλο Φτάνει» του Παύλου Παυλίδη

Το album έκλεισε φέτος 10 χρόνια και «από τότε περάσανε χρόνια κυλήσαν νερά / όμως κάπου βαθιά η φωτιά καίει ακόμη».
Διαβάστηκε φορες
Στο αιώνιο ερώτημα για την υποκειμενικότητα και την αντικειμενικότητα της μουσικής, έρχεται αυτό το album, για να δείξει ότι, μπορεί ένας καλλιτέχνης να έχει πολλούς δίσκους-αριστουργήματα, αλλά εσένα, για κάποιον περίεργο και εντελώς υποκειμενικό λόγο, έχει φωλιάσει στην καρδιά σου ένας αντικειμενικά «λιγότερος» δίσκος. 

Διένυα την τελευταία τάξη του Λυκείου στην Κύπρο και από τη δισκογραφία του Παύλου Παυλίδη ήξερα τα βασικά. Αρχίζοντας από τα κλασικά ελληνικά τραγούδια λίγα χρόνια πριν, ο Παυλίδης μπήκε στη διαδρομή μου με τα Ξύλινα Σπαθιά, που, φυσικά, αγάπησα. Έτσι, τον ήξερα ως τον frontman του συγκροτήματος (ή ενός ακόμα συγκροτήματος) που λάτρεψα και δεν πρόλαβα να ακούσω ζωντανά πριν διαλυθεί. Σιγά σιγά είχα ανακαλύψει και τα προσωπικά τραγούδια από τη solo καριέρα του, με τους δίσκους «Αφού Λοιπόν Ξεχάστηκα» (2004), «Άλλη Μια Μέρα» (2006) και, βεβαίως, το «Live Στο Θέατρο Απόλλων Της Σύρου» (2008), ωστόσο, και πάλι θεωρούμουν «πρωτάρα». 

Εκεί, λοιπόν, στον χειμώνα του 2009-2010 κάποια παιδιά από το σχολείο, με τους οποίους κάναμε  μαζί το μάθημα των «Γραφικών Τεχνών» (μη ρωτάς πώς και γιατί!) μου έβαλαν να ακούσω τη «Λευκή Καταιγίδα» και με κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Λίγο το βροχερό τοπίο της περιόδου, λίγο η εικονοπλαστική δύναμη των στίχων, λίγο ο συνδυασμός φωτιάς – καταιγίδας – έρωτα, το ερωτεύτηκα. Τότε, συγκαταλεγόταν στα ακυκλοφόρητα τραγούδια του, ενώ αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο προπομπό του επερχόμενου δίσκου του, που θα έβγαινε την άνοιξη του 2010. 

Το album, στο οποίο παίζει με τους B-Movies, ονομαζόταν «Αυτό Το Πλοίο Που Όλο Φτάνει», κυκλοφόρησε στις 3 Μαΐου του 2010 και φέτος έκλεισε δέκα χρόνια κυκλοφορίας. Και τελικά, έμελλε, αυτό το album να μου ανοίξει το δρόμο σε ολόκληρη τη δισκογραφία και την καριέρα του Παύλου Παυλίδη και να με κάνει σήμερα, μια δεκαετία μετά, να το έχω στο μυαλό μου σαν μια τρυφερή ανάμνηση, αλλά και σαν ένα καταφύγιο. Ένα καταφύγιο όπου μπορώ να επιστρέφω κάθε φορά που έχω ανάγκη να θυμηθώ ποια είμαι και όποτε κουράζομαι από τους δύσκολους και γρήγορους ρυθμούς της καθημερινότητας.

Αυτό το πλοίο που όλο φτάνει

Αισθάνομαι, όμως, πως αυτός ο δίσκος άνοιξε τον δρόμο και στον Παύλο Παυλίδη, για να μας προσφέρει αργότερα τα «Ιστορίες Που Ίσως Έχουν Συμβεί» (2013) και «Μια Πυρκαγιά Σ' Ένα Σπιρτόκουτο» (2016). Στο μυαλό μου θα μπορούσα να τα φανταστώ ως μια τριλογία, με κοινό παρονομαστή τους ταξιδιάρικους στίχους, τις ενδιαφέρουσες ενορχηστρώσεις, τις μελωδικές συνθέσεις και την στροφή προς ένα πιο φωτεινό μουσικό σύμπαν, μακριά, αφενός, από τη μελαγχολία και αφετέρου από τον έντονο rock ήχο άλλων δίσκων του.

Το «Αυτό Το Πλοίο Που Όλο Φτάνει» είναι ένα ταξίδι γεμάτο πλοία, θάλασσες, αστέρια, ηλιαχτίδες, σύννεφα, κήπους και φως. Πολύ φως. Ακούγοντας το album στροβιλίζεσαι σε ένα ονειρικό σύμπαν, με μελωδίες και εφέ που μοιάζουν να φτάνουν στα αυτιά σου από τα ουράνια. Οι μελωδίες του Παυλίδη, τόσο σε προηγούμενους δίσκους όσο και σε επόμενους, πάντα έμοιαζαν εξωπραγματικές, αλλά εδώ συμβαίνει κάτι πραγματικά όμορφο και μοναδικό, που έρχεται σε απόλυτη συνάρτηση με τους φωτεινούς στίχους του. Μεγάλο, τεράστιο «συν» σε όλα αυτά, είναι τα γυναικεία φωνητικά της Σταυρούλας Επιμενίδου που επέλεξε στην πλειονότητα των τραγουδιών, τα οποία απογειώνουν την ατμόσφαιρα του δίσκου, αλλά και το εξαιρετικό artwork του Στέφανου Ρόκου.

Παράλληλα, όμως, αυτό το album σε προσγειώνει στην πραγματικότητα με δυο τραγούδια που περιγράφουν, με τον τρόπο που μόνο εκείνος ξέρει, την καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου, ενώ άλλα δύο κομμάτια του δίσκου, που είναι ορχηστρικά, λειτουργούν ως οι κατάλληλες γέφυρες για τη μετάβαση από τον ένα σταθμό στον άλλον αυτού του υπέροχου ταξιδιού. 

Και αυτό που μένει τελικά, ίσως να είναι οι στίχοι της «Λευκής Καταιγίδας», που μοιάζουν να περιγράφουν κατάλληλα την αίσθηση που έχω δέκα χρόνια αργότερα για αυτόν το δίσκο: «Από τότε περάσανε χρόνια κυλήσαν νερά / όμως κάπου βαθιά η φωτιά καίει ακόμη». Και φαίνεται πως αυτή η φωτιά θα καίει για πολύ ακόμη, για να μην πω για πάντα.

14 τραγούδια = 14 λόγοι για να αγαπήσεις τον δίσκο

Ας τα πάρουμε, όμως, από την αρχή. Το album ξεκινά με το ομώνυμο (σχεδόν) τραγούδι με τίτλο «Αυτό», και κάπως έτσι, αρχίζει και το ταξίδι. Η τεχνική που χρησιμοποιεί στους στίχους, όπου το νόημα συνεχίζεται στην επόμενη γραμμή της στροφής και που κάνει το «κείμενο» του τραγουδιού να μοιάζει πως δεν έχει παύση, πετυχαίνει καταπληκτικά και ενισχύει το παιχνιδιάρικο ύφος. 

Η «Ανάμνηση Της Ευτυχίας» που ακολουθεί μας μεταφέρει από το θαλασσινό στοιχείο στην αυλή ενός σπιτιού γεμάτη φως, όπου οι ηλιαχτίδες μπορεί να πέφτουν σαν μαχαιριές, αλλά σου ζεσταίνουν την καρδιά. Η ομορφιά, εδώ, έχει την τιμητική της και εξυμνείται με έναν μοναδικό, σχεδόν παιδικό και καθόλου γλυκανάλατο τρόπο. 

Η «Όμορφη Μέρα» μας φέρνει αντιμέτωπους τόσο με τον εαυτό μας όσο και με το αντικείμενο του έρωτά μας. Μια ακτή εμφανίζεται ξανά μπροστά μας, αλλά και ένας ξένος στον καθρέφτη, που αν θέλουμε να είμαστε διακειμενικοί, τότε εύκολα τον εντοπίζουμε και σε  τραγούδια του Παυλίδη από μεταγενέστερους δίσκους.

Το πολύ σύντομο ορχηστρικό «Λίγο Πριν» ρίχνει τους τόνους και δίνει πάσα στην επόμενη μπαλάντα. 

Η «Λευκή Καταιγίδα» είναι ένα κόσμημα. Η πρώτη εικόνα και η τελευταία που σου μένει ακούγοντάς την, είναι ένας χορός στον δρόμο, μέσα στη βροχή. Μια «συγγνώμη» και μια αγάπη που ναι μεν χάθηκε, αλλά υπάρχει κάπου βαθιά κρυμμένη. Η ανάμνησή της, όμως, δεν προκαλεί πόνο, αλλά νοσταλγία, ενώ γεννά ευγνωμοσύνη για το «θαύμα» που είχες την ευκαιρία να ζήσεις.

Το «Όλα Όσα Αγάπησα» το αγαπώ πολύ. Περιγράφει με μοναδική λυρικότητα το δρόμο προς τη συνειδητοποίηση και τον απολογισμό των περασμένων. Χωρίς φανφάρε και δακρύβρεχτους στίχους, αλλά με εικόνες. Ένα βλέμμα, μια λάμψη και το φως, που εδώ, όμως, αναμειγνύεται με τη στάχτη. Σαν ό,τι κάηκε να έγινε άστρο, που τώρα σου δείχνει την πορεία. 

Η «Μηχανή» μάς επαναφέρει στο παιχνιδιάρικο ύφος του δίσκου, σε συνδυασμό με μια γλυκόπικρη διάθεση. Οι έντονες ενορχηστρώσεις από το μισό του τραγουδιού και μετά, το απογειώνουν και προκαλούν μια «έκρηξη» που ταιριάζει απόλυτα. Το «play» που περιμένει το ξεχασμένο κασετόφωνο, θα μπορούσε να είναι ένα «restart» και η αναγέννησή μας.

Σειρά έχει το «Ράδιο Lollipop» που συμπυκνώνεται σε ένα σύμπαν ανάμεσα στην ονειρική και την κανονική πραγματικότητα. Από τη μία οι ειδήσεις και οι καταστροφές ανά τον κόσμο, από την άλλη ένα ιπτάμενο χαλί και η ζωή μπροστά σου, που σε καλεί να την «αρπάξεις» και να μην την αφήσεις να πάει χαμένη. Τα γυναικεία φωνητικά σε συνδυασμό με τους ηλεκτρικούς ήχους, το καθιστούν ένα άκρως ενδιαφέρον τραγούδι.

Το «Αντικαταπληκτικά» είναι ένα ευφυέστατο τραγούδι, που περιγράφει με έναν σουρεάλ τρόπο την καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου: άγχος, εργασιακό περιβάλλον, διαδίκτυο, καταιγισμός ειδήσεων, εξουσία. Η πίεση και το στρες των γρήγορων ρυθμών που ζούμε αποτυπώνονται με τον πιο (αντι)καταπληκτικό τρόπο. Και μια σημείωση: βρίσκω πολύ έξυπνο το ότι το «Ράδιο Lollipo» και το «Αντικαταπληκτικά» διαδέχονται το ένα το άλλο στη σειρά των τραγουδιών του δίσκου.

Το ορχηστρικό «Πέλαγος ΙΙ» σου αφήνει μια γλυκιά μελαγχολία και σε παρασύρει σαν κύμα. Στην ουσία, πετυχαίνει αυτό ακριβώς που αναφέρει το όνομά του. Νομίζεις ότι επιπλέεις στα κύματα της θάλασσας ανά τα πελάγη και αφήνεσαι να σε πάνε όπου θέλουν. Το μόνο που σε νοιάζει είναι μην τελειώσει αυτή η μελωδία. 

Τελειώνει, όμως, και σε παραδίδει στο «Σε Ζωγράφισα». Σκέψου να βρίσκεσαι στην άκρη του γκρεμού, αλλά να σε γεμίζει ένα δυνατό φως και να σε σώζει ένας τρελός αστερισμός. Ζωγραφιές από μελάνι και δάκρυα, αλλά καμία θλίψη, αφού το τραγούδι περιγράφει την ομορφιά του έρωτα, περιγράφει εκείνη την κατάσταση στην οποία το πρόσωπο του πόθου σου συνοδεύει διαρκώς τη σκέψη σου και σε ακολουθεί ολημερίς και ολονυχτίς. 

Η Θεσσαλονίκη εντοπίζεται σε πολλά από τα τραγούδια του Παύλου Παυλίδη (όπως και των Ξύλινων Σπαθιών). Αν, λοιπόν, την ψάχνεις, θα την βρεις στο «Ποδήλατο», κατά την ταπεινή μου άποψη. Ένα κορίτσι περνάει ξέγνοιαστο με το ποδήλατό του και γεμίζει τον κόσμο με φως. Αν όχι κάτω στην Παραλία, τότε πού;   

Το «Νοσφεράτου» μπορεί να σε βυθίσει στα πιο βαθιά νερά και να σε κατακλύσει με σκιές, που, όμως, δεν τις φοβάσαι, παρά τις αγκαλιάζεις. Παραδομένος και καθόλα αφημένος στα χέρια του έρωτα, για όσο το σκοτάδι κυριαρχεί. Γιατί μετά, όλα θα σβήσουν και όλα πάλι απ’ την αρχή. Μέχρι την επόμενη στιγμή. Ο τίτλος του παραπέμπει αλλού, ωστόσο, αν προσέξεις τους στίχους θα βρεις τη σύνδεση και τον συνειρμό.

Το καταληκτικό τραγούδι του δίσκου, το «Περιμένω», αποτέλεσε για τα επόμενα χρόνια το εναρκτήριο τραγούδι των συναυλιών του Παύλου Παυλίδη, αλλά και το καταληκτικό σε πολλά lives του. Ήταν ένας τρόπος είτε για να μας «μπάσει» ομαλά στο live, είτε για να μας αποχαιρετήσει με αυτό φυλαχτό, μια για πάντα: «Λένε ότι άμα το πιστέψεις κάποτε ανοίγουν οι ουρανοί...». Κάπως έτσι κι εδώ.

Αξιολόγηση
Βαθμολογήστε το άρθρο
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα