Whoosh

Deep Purple - Whoosh

Το “Whoosh”είναι μια δουλειά η οποία έγινε χωρίς συμβιβασμούς και πίεση αλλά με τόλμη και ωριμότητα. Δίχως την ανάγκη να αποδείξουν κάτι και έχοντας πολλά ακόμα να πουν, οι Deep Purple καταθέτουν μια τίμια κυκλοφορία ικανή να διατηρήσει το ενδιαφέρον ενός ακροατηρίου που εκτείνεται πέρα από τα πλαίσια των φανατικών οπαδών του γκρουπ. 
Διαβάστηκε φορες
Τι θα ακούσετε:
Κλασικό Hard Rock

Ποια τραγούδια να προσέξετε:
“Nothing at All”, “The Power of the Moon”, “Remission Possible”, “Man Alive”

Βαθμολογία:
8,5

Στο κλείσιμο κάθε χρονιάς όλοι κάνουμε τον απολογισμό μας. Μετράμε και ζυγίζουμε όλα αυτά που η χρονιά που πέρασε μας χάρισε ή μας στέρησε. Σε έναν τέτοιο μουσικό απολογισμό δεν μπόρεσα να μην σταθώ στην κυκλοφορία του 2020 που άκουσα περισσότερες φορές , το “Whoosh” των Deep Purple, και να γράψω λίγες σειρές για αυτό.

Οι Deep Purple δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις, ειδικά στο ελληνικό κοινό με το οποίο διατηρούν στενές σχέσεις. Οι δεκαεπτά φορές που επισκέφτηκαν τη χώρα μας για αντίστοιχες συναυλίες επί ελληνικού εδάφους το αποδεικνύουν.

Το “Whoosh” είναι το εικοστό πρώτο άλμπουμ της μακρόχρονης καριέρας τους και το τρίτο στη σειρά στο οποίο o Bob Ezrin (Kiss, Peter Gabriel, Pink Floyd, Alice Cooper) έχει αναλάβει την παραγωγή ακροβατώντας επιδέξια ανάμεσα σε μια σύγχρονη αισθητική και τον κλασικό ήχο των Purple. Στην πρώτη του συνάντηση με το γκρουπ πριν ξεκινήσουν οι ηχογραφήσεις ο Ezrin τους ρώτησε ποιες είναι οι προσδοκίες και οι στόχοι τους από αυτό το άλμπουμ. Η απάντηση που εισέπραξε ήταν “Let’s put Deep back into Purple”. Χρειάστηκαν ελάχιστες προσεκτικές ακροάσεις για να πειστώ ακράδαντα πως ο στόχος επετεύχθη!

Όταν ο Gillan ρωτήθηκε για τον τίτλο του άλμπουμ απάντησε πως πρόκειται για μια ηχοποίητη λέξη που αν τη δει κανείς από τη μια μεριά ενός ραδιοτηλεσκόπιου, περιγράφει την μεταβατική φύση της ανθρωπότητας στη γη ενώ από την άλλη μεριά, σε μια πιο κοντινή προοπτική, αντιπροσωπεύει την καριέρα των Deep Purple.

Οι ρυθμοί με τους οποίους ως ακροατές καταναλώνουμε μουσική καθώς και η πληθώρα των μουσικών ερεθισμάτων που εναγωνίως αποζητούν ελάχιστη από την προσοχή μας, συχνά επιβάλλουν σύντομες επιφανειακές ακροάσεις και μία πηγαία ευκολία στο να εντάξουμε, συγκροτήματα με παρουσία δεκαετιών σαν τους Deep Purple σε προκάτ στερεότυπα όπου κυρίαρχο στοιχείο είναι το ανέμπνευστο αναμάσημα του ένδοξου παρελθόντος. Η περίπτωση της πρόσφατης κυκλοφορίας των Purple ευτυχώς διαφέρει.

Ο ακροατής που θα επενδύσει πενήντα δύο λεπτά από το χρόνο του για να ακούσει με προσοχή τα 13 τραγούδια του “Whoosh”, με έκπληξη θα διαπιστώσει πως πρόκειται για μια δουλειά η οποία έγινε χωρίς συμβιβασμούς και πίεση αλλά με τόλμη και ωριμότητα. Δίχως την ανάγκη να αποδείξουν κάτι και έχοντας πολλά ακόμα να πουν, οι Deep Purple καταθέτουν μια τίμια κυκλοφορία. Ίσως τη σημαντικότερη μετά το “Purpendicular” του 1996.

Στο “Whoosh” είναι εμφανείς οι blues ρίζες, το hard rock νεύρο, οι funk επιρροές και οι progressive ανησυχίες των Purple. Από το εναρκτήριο λάκτισμα του “Throw my Bones” που μας καλωσορίζει με τα γνώριμα ηχοχρώματα του, μέχρι το bonus track “Dancing in my sleep” και τις electro αναφορές του, το “Whoosh” με την ποικιλομορφία του, τις μεστές συνθέσεις, τις προσεγμένες ενορχηστρώσεις και μία άρτια παραγωγή είναι ικανό να διατηρήσει το ενδιαφέρον ενός ακροατηρίου που εκτείνεται πέρα από τα πλαίσια των φανατικών οπαδών του γκρουπ.

Η φωνή του Gillan απέχει πολύ από τα δυσθεώρητα ύψη του “Child in Time” και την έκταση που τον καθιέρωσε ως έναν από τους κορυφαίους rock τραγουδιστές στη δεκαετία του ’70. Διατηρεί όμως την αναγνωρίσιμη χροιά της και με την ωριμότητα των εβδομήντα δύο του χρόνων ερμηνεύει υποδειγματικά μερικούς από τους σημαντικότερους στίχους που έγραψε ποτέ. Με κυρίαρχη την ανησυχία του για την περιβαλλοντική καταστροφή και την επερχόμενη εκδίκηση της φύσης, τολμά και αγγίζει δύσκολα θέματα με μια αφοπλιστική απλότητα. Χωρίς να κουνάει το δάχτυλο κηρύσσοντας, καταφέρνει εύστοχα και μεταφέρει εικόνες, διλλήματα και απόψεις που δεν παλεύουν να επιβληθούν ζητώντας συναίνεση.



Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό που για πρώτη φορά συναντάμε στο “Whoosh” είναι η πυκνή παρουσία δεύτερων φωνητικών. Ενώ τα χορωδιακά refrain αποτελούν σπάνιο φαινόμενο σε όλη την προηγούμενη δισκογραφία των Purple, εδώ τα συναντάμε σχεδόν σε κάθε τραγούδι προσδίδοντας κάποιες στιγμές μια Tom Pettyική αισθητική που ξαφνιάζει.

Ο Ian Paice και ο Roger Glover στα τύμπανα και στο μπάσο αντίστοιχα, αποδεικνύουν για μία ακόμη φορά πως δεν αποτελούν τυχαία ένα από τα σημαντικότερα rhythm section του rock στερεώματος. Το παίξιμο του Steve Morse στην κιθάρα, πιο μεστό και μελωδικό από ποτέ, σου δίνει την αίσθηση πως κάθε νότα που παίζει την έχει επιλέξει με μεγάλη προσοχή και επιμέλεια. Μπορεί τα σημαντικά μυοσκελετικά προβλήματα που αντιμετωπίζει στο δεξί του χέρι να έχουν περιορίσει την υπερβατική δεξιοτεχνία με την οποία έχει συνυφαστεί το όνομα του, αλλά απουσία των εκτελεστικών πυροτεχνημάτων που θάμπωναν στο παρελθόν με τη λάμψη τους, μπορούμε να εστιάσουμε πλέον στο συναίσθημα και τη μουσικότητα που αναδύεται από κάθε του κιθαριστική φράση στο τελευταίο άλμπουμ των Deep Purple.

To παίξιμο του Don Airey στα πλήκτρα υπογραμμίζει κάθε φορά που ακούω το “Whoosh” την διαπίστωση πως αυτό είναι το «άλμπουμ του». Καταφέρνει να παρέχει το ιδανικό πλαίσιο σε κάθε σύνθεση προσθέτοντας ενορχηστρωτικές πινελιές που αναδεικνύουν τις συνθέσεις, ενώ ταυτόχρονα με εντυπωσιακή ηχητική πολυμορφία και πλούσιες δυναμικές, ελίσσεται ανάμεσα στο παρασκήνιο και το προσκήνιο εμπλουτίζοντας αριστοτεχνικά τα ηχοτοπία των τραγουδιών. Τα solo του δε, πραγματικά εντυπωσιακά, είναι για σεμινάριο.

Μια λεπτομέρεια στην οποία νιώθω την ανάγκη να σταθώ είναι η επιλογή του “And the Address” για το κλείσιμο του άλμπουμ. Πρόκειται για επανεκτέλεση της instrumental σύνθεσης με την οποία πενήντα δύο χρόνια πριν, οι Deep Purple μας συστήθηκαν μέσα από το “Shades of Deep Purple”. Σε αυτό, το πρώτο τους άλμπουμ του 1968 παραπέμπει και η γραμματοσειρά του λογότυπου που χρησιμοποιήθηκε στο εξώφυλλο του “Whoosh”. Οι δύο εκτελέσεις, με μοναδικό κοινό μέλος τον Ian Paice, δημιουργούν συνειρμούς για έναν κύκλο μιας ένδοξης διαδρομής που κλείνει με τον ίδιο τρόπο που πριν μισό αιώνα ξεκίνησε. Η σημειολογία της νέας ηχογράφησης του “And the Address” σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι Purple αρνούνται πεισματικά να παίξουν το χαρτί του «τελευταίου δίσκου» και της «αποχαιρετιστήριας περιοδείας» προαναγγέλλοντας το κλείσιμο της αυλαίας, με κάνουν να εικάζω ότι ίσως αυτή ήταν η τελευταία φορά που κράτησα στα χέρια μου κυκλοφορία τους με νέο υλικό. Ο Glover μάλιστα σε συζήτησή του με τον Ezrin στο DVD της deluxe έκδοσης αναφέρει πως αν τον ρωτούσες πριν λίγο καιρό, ήταν σίγουρος πως το προηγούμενο ήταν το τελευταίο τους άλμπουμ.

Έχοντας όλα αυτά κατά νου, λυπάμαι διπλά που λόγω της πανδημίας ακυρώθηκε η εμφάνισή τους στο περσινό Rockwave. Το ραντεβού τους με το ελληνικό κοινό ανανεώθηκε για φέτος, στις 6 Ιουνίου όπου, covid επιτρέποντος, ελπίζουμε να έχουμε την ευκαιρία να δούμε επί σκηνής, ίσως για μια τελευταία φορά, ένα από τα μεγαλύτερα rock συγκροτήματα όλων των εποχών.


Αξιολόγηση δίσκων
Βαθμός δίσκου
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα