Δημήτρης Μπαβέλλας (2)

Δημήτρης Μπαβέλλας: «Ίσως η παραγωγή στον "Πόλεμο των Άστρων" να ήταν λίγο πιο ακριβή από τη δική μας, αλλά το συναίσθημα παραμένει το ίδιο»

Ο δημιουργός και σκηνοθέτης της πιο «γλυκιάς» ελληνικής ταινίας του φετινού καλοκαιριού «Η Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ» μιλάει για τα '80s, τη μουσική και ασφαλώς για τον κινηματογράφο. Όλα τα 'χε η κουβέντα, απο Μπέργκμαν μέχρι Πανούση.

Διαβάστηκε φορες

Συναντήθηκα με το σινεμά του Δημήτρη Μπαβέλλα στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 2013, όταν το "Runaway Day" παρουσιάστηκε στη μεγάλη οθόνη. Απεικόνιζε την έξοδο των απελπισμένων κατοίκων από το χάος και το αδιέξοδο της πόλης. Ασπρόμαυρο, δυστοπικό, αλληγορικό. Με κέρδισαν τα κάδρα του, οι εμφανείς κινηματογραφικές αναφορές και το ταξίδι στο φανταστικό που επιχειρούσε.

Το ίδιο ταξίδι στο φανταστικό, στην χαμένη αθωότητα και σε μια εφηβεία που δεν τελειώνει απαραίτητα όταν περάσεις κάποια –άντα επιχειρεί και στην νέα του ταινία με τίτλο «Η αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ» που προβάλλεται αυτές τις μέρες. Βρεθήκαμε εκεί που συντελείται κάθε βράδυ το «έγκλημα», δηλαδή στον θερινό κινηματογράφο ΒΟΞ στα Εξάρχεια. Δύο άγνωστοι, ίδιας γενιάς, μεγαλωμένοι σε αλάνες, χωρίς ηλεκτρονικούς υπολογιστές, με εργατοώρες σε δισκάδικα, βιντεοκλάμπ και θερινά σινεμά. Εκ των πραγμάτων είχαμε να πούμε πολλά.

Mix Grill: Χθες έφυγα από το ΒΟΞ μετά την προβολή της ταινίας σου «Η Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ» με μία γλυκιά αίσθηση. Είχες τέτοια πρόθεση; Ή φταίει ο  παρατεταμένος εγκλεισμός;

Δημήτρης Μπαβέλλας: Να είσαι καλά, γιατί αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός μας, να αποτελεί η ταινία ένα πάρτυ των αισθήσεων σε εικόνα και ήχο, με ένα τέλος που θα μας δείχνει τον δρόμο για μια άλλη, καλύτερη παραλία. Κάποιες ταινίες είναι πιο εγκεφαλικές, άλλες όχι τόσο. Όλες ανεξαιρέτως πρέπει να βλέπονται στο σινεμά και όχι σε κάποιο υποκατάστατό του. Ιδιαιτέρως η «Λώρα» είναι μια ταινία που βασίζεται στη συλλογική εμπειρία του να βλέπει κανείς σινεμά μαζί με κόσμο μπροστά στη μεγάλη οθόνη, καθώς και στην διαδραστική σχέση του κοινού με την ταινία που δημιουργείται στη διάρκεια της προβολής. Να είμαστε καλά, η Λώρα έχει δείξει μέχρι στιγμής ότι διασκεδάζει πολύ όλο τον κόσμο που την βλέπει στο σινεμά!

MG: Σινεμά με Bergman‎ και Antonioni ή με J. Hughes, R. Donner και Spielberg;

ΔΜ: (Γελάει) Καλά, δεν το συζητάω. Bergman‎, Antonioni, John Hughes, Richard Donner (R.I.P.) και χίλιοι καλοί χωράνε! Δεν φτάνει που έχει γίνει η ζωή μας σαν την «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη» χωρίς να ανοίξει ρουθούνι, θα βάζουμε κουτάκια και στην τέχνη; Whatever works!

MG: Τι σε ρωτάει περισσότερο ο κόσμος στις παρουσιάσεις και τα Q&A της ταινίας;

ΔΜ: Η αλήθεια είναι ότι περνάμε ωραία στα Q&A στο ΒΟΞ. Οι περισσότερες ερωτήσεις επικεντρώνονται στο πόσο τους αρέσει η σκηνή στο στοιχειωμένο σπίτι με την Υβόννη Μαλτέζου, στη δουλειά που έχει γίνει στη μουσική, καθώς και στη διαδικασία των γυρισμάτων.

MG: Είναι ο Αντώνης και ο Χρήστος οι δικοί μας "Indiana Jones" στο κυνήγι του Χαμένου Θησαυρού; Γιατί σίγουρα είναι «δραπέτες στον ίλιγγο της φαντασίας».

ΔΜ: Ναι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι. Η γενιά μας ανδρώθηκε κινηματογραφικά στα 80's με τη θεωρία του μυθολόγου Joseph Campbell περί «ταξιδιού του ήρωα». Από τον «Πόλεμο των Άστρων», τα «Ιντιάνα Τζόουνς» και το «Γκούνις» μέχρι το "Blues Brothers" και τα φιλμ του Τζον Κάρπεντερ, βλέπαμε ως παιδιά μπροστά στα μάτια μας να επαναλαμβάνεται το εξής μοτίβο: ένας άνθρωπος δέχεται το κάλεσμα στην περιπέτεια και από εκεί μπαίνει σε έναν κόσμο όπου όλα – μα όλα – μπορούν να συμβούν. Ίσως η παραγωγή στον «Πόλεμο των Άστρων» να ήταν λίγο πιο ακριβή από τη δική μας, αλλά το συναίσθημα παραμένει το ίδιο. Και πέρα από την πλάκα, αυτό είναι που μετράει.

MG: Και στην «Αναζήτηση» και στην προηγούμενη ταινία σου το "Runaway Day" οι ήρωές σου βρίσκονται «στο δρόμο», On the Road που λένε και στ’ αμερικάνικα. Tο ζητούμενο είναι το «ταξίδι» ή η «Ιθάκη»;

ΔΜ: Νομίζω ότι ζητούμενο είναι το κυνήγι της προσωπικής ελευθερίας που συνεχώς υπεκφεύγει, αλλά και η άτακτη φυγή του μέσου ανθρώπου από το ασφυκτικό περιβάλλον της μεγαλούπολης που τον καταπνίγει. Στο "Runaway Day" κυνηγούν την ελευθερία όλοι οι κάτοικοι της Αθήνας. Στη «Λώρα» αρχικά αναζητά την ελευθερία η πρωταγωνίστρια, ξεφεύγοντας από τον βίαιο κύκλο της σόουμπιζ που την περιβάλλει. Και στη συνέχεια ακολουθούν οι δύο βασικοί χαρακτήρες που ενδόμυχα θαυμάζουν αυτή την επιλογή και την ακολουθούν υποσυνείδητα στην απόδραση.

MG: Φαντάζομαι είναι παρόμοιο το ταξίδι των ηρώων σου με ενός κινηματογραφιστή που ετοιμάζει την ταινία του. Η/οι κριτική/οι πού ανήκει/ουν; Στους «Κύκλωπες» ή στους «Λαιστρυγόνες»;

ΔΜ: (Χαμογελάει) Μα η Λώρα μπορεί να αναγνωστεί και σαν μια παραβολή πάνω στο τι σημαίνει να κάνεις μια ταινία και σαν ένα σχόλιο για τον κόσμο του σινεμά. Πάνω από όλα, ήθελα η «Λώρα» να λειτουργεί για τον κάθε θεατή, ανεξαρτήτως πόσο σινεφίλ είναι. Όσοι βιάστηκαν βολικά να την κατατάξουν πρόχειρα σε κάποιου είδους... ενδοκινηματογραφικό ανέκδοτο θα πρέπει να έχουν δυσαρεστηθεί με το γκελ στον κόσμο που την απολαμβάνει straight forward χωρίς σινεφιλικές αναφορές. Δεν μου αρέσει να γενικεύω. Δε θεωρώ ότι όλοι οι κριτικοί εμπίπτουν σε μια κατηγορία, αλλιώς θα έπεφτα στην ίδια λούμπα με τους χειρότερους εξ αυτών. Αν και είμαι πολλά χρόνια στο σινεμά, έχω μιλήσει μετά βίας με 4-5 από κοντά, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν ξένοι. Δεν κάνουμε την ίδια δουλειά, σπανίως συναντιόμαστε εγκεφαλικά ή δια ζώσης. Ξέρεις, υπάρχει μια σαφής γραμμή στο χώρο μας: από τη μία μεριά είναι όσοι δημιουργούν και από την άλλη όσοι τρέφονται από αυτή τη δημιουργία, έντιμα ή παρασιτικά. Σίγουρα υπάρχει έλλειψη σε κριτικούς και κυρίως θεωρητικούς του κινηματογράφου. Πάντως, οι λίγοι σοβαροί θα πρέπει να διαχωρίσουν τη θέση τους από τους υπόλοιπους που είτε έχουν καταντήσει να μισούν τον κινηματογράφο, είτε έχουν σκοτώσει το παιδί μέσα τους. Αυτό που δεν αντιλαμβάνομαι είναι πώς σκηνοθέτες όπως ο Orson Welles ή ο Alejandro Iñárritu αφιερώνουν ολόκληρες σκηνές στις ταινίες τους ασχολούμενοι μαζί τους.

MG: Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ταινίας είναι η πρωτότυπη μα τόσο γνώριμη '80 μουσική του - Never Grow Old - Γιώργου Μπουσούνη. Για πες μας για τη συνεργασία;

ΔΜ: Με τον Γιώργο περάσαμε πολλά, είχε ένα τεράστιο όγκο δουλειάς να φέρει σε πέρας και τα κατάφερε περίφημα, όπως και οι υπόλοιποι συντελεστές που μας έδωσαν κομμάτια. Τους ευχαριστώ όλους! Θεωρώ ότι δίκαια βραβεύτηκε για αυτή στο Creation Film Festival και πολύ άδικα αγνοήθηκε στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Μπορείτε να βοηθήσετε το "Never Grow Old" να γίνει viral; (Γελάει) Να πληρώσουμε κάτι παραπάνω! (Γελάει) Αν και νομίζω ότι η μεγαλύτερη ικανοποίηση είναι η αγάπη με την οποία αγκαλιάζεται το κομμάτι από το κοινό της ταινίας. Όποιος μάλιστα παραβρεθεί στην προβολή της Παρασκευής 30/7 στο ΒΟΞ θα έχει τη δυνατότητα να ακούσει τον Γιώργο Μπουσούνη να μιλά ζωντανά με το κοινό για τη δουλειά του.


H παραπάνω φωτογραφία ανήκει στη Μαριά Χουρδάρη.

MG: Η «Λώρα» είχε αξιόλογη φεστιβαλική πορεία. Είναι πρόβλημα η διανομή στην Ελλάδα για έναν κινηματογραφιστή;

ΔΜ: (Σοβαρεύει) Βράσε όρυζα! Τα έχω πει επανειλημμένως, το βαρέλι δεν έχει πάτο και πλέον δεν θέλω να γίνομαι δυσάρεστος, όπως λέγεται και η καινούργια ταινία του σκηνοθέτη Γιώργου Γεωργόπουλου που έκανε και το μοντάζ της Λώρα. Μόνο οι νέοι μπορούν να μας σώσουν με τη δημιουργική τους ορμή. Μάλιστα, τις προάλλες βρέθηκα σε ένα wrap party (τέλους γυρισμάτων) μιας ανεξάρτητης ταινίας μαζί με τον Θοδωρή Μάτσκα, παλιό μου συμφοιτητή από τη σχολή Σταυράκου. Τον ρωτάω «Τι βλέπεις;» και μου λέει «Φρέσκα πρόσωπα». Και ευτυχώς «λάμψη στα μάτια» θα πρόσθετα εγώ. Και με αυτή τη λάμψη ως βασικό όπλο πορεύονταν στο παρελθόν, πορευόμαστε εμείς και θα πορεύονται στο μέλλον όσοι έχουν τα κότσια να κάνουν ταινίες. Ευτυχώς.

MG: Αχνοφαίνεται άλλο «ταξίδι» στον ορίζοντα;

ΔΜ: Τώρα που βγήκε η ταινία είναι σαν να γεννήθηκε ένα παιδί, το δεύτερο μετά το "Runaway Day". Κλείνει ο κύκλος της «Λώρα» και ανοίγει ο δρόμος για την επόμενη. Τρέχω παράλληλα και δυο μικρότερα σχέδια, αλλά έχω πλέον τη διαύγεια να σκεφτώ πώς θέλω να υπάρχω μέσα σε αυτή τη δουλειά που έχει πάψει από καιρού να είναι δουλειά, ενώ συνεχώς αλλάζει με την τεχνολογία να παίρνει το πάνω χέρι. Πάντως, όπως νιώθω τώρα, στο επόμενό μου «ταξίδι» - όπως το λες - θέλω να ασχοληθώ με την αλήθεια. Ό,τι κι αν αυτό σημαίνει.

MG: Θα σου παραθέσω - καθόλου τυχαία - μερικά ονόματα και ό,τι θέλεις πες μου: Κωνσταντίνος Σταρίδας, Τζίμης Πανούσης, Σταύρος Τσιώλης, Νίκη Λειβαδάρη.

ΔΜ: Είναι όλοι άνθρωποι στους οποίους αφιερώνω την ταινία και που έχουν φύγει από τη ζωή. Τους ήξερα λιγότερο ή περισσότερο τον καθένα και τους νιώθω πάντα δίπλα μου.

MG: Τελειώνοντας, μια ερώτηση που θα ήθελες να απαντήσεις και που ποτέ δεν έγινε.

ΔΜ: Θα σου απαντήσω με μια ερώτηση από συνέντευξη που απέσυρα πρόσφατα: «Γιατί αποφασίσατε να βγάλετε τώρα την ταινία στις αίθουσες;» Η συνειδητή επιλογή να βγάλουμε την ταινία τώρα το καλοκαίρι ήταν μια επιθυμία που η διανομέας μου Tulip Entertainment σεβάστηκε απόλυτα και την ευχαριστώ. Αυτό συνέβη επειδή θέλω να έχουν πρόσβαση στην προβολή εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι, μαύροι και άσπροι, στρέιτ-γκέι-λεζ-τρανς και γενικώς όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως φύλου, φυλής και υγειονομικού στάτους. Αυτοί που σίγουρα δεν θέλω να έρθουν είναι όσοι διαχωρίζουν τους ανθρώπους σε κατηγορίες βάσει των παραπάνω χαρακτηριστικών και προετοιμάζουν έναν χειμώνα κανιβαλισμού που θα ζήλευε και ο Ruggero Deodato, με τα κανάλια να σερβίρουν ως κυρίως γεύμα τον ένα πολίτη στον άλλο. Οπότε, όλοι οι υπόλοιποι ελάτε τη δεύτερη εβδομάδα στο ΒΟΞ ή όπου αλλού προβληθεί η ταινία! Με μάσκα μόνο, δεν χρειάζεται τεστ για να μπείτε στα θερινά! Get Ready for the Future!

«Η αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ» προβάλλεται στον θερινό κινηματογράφο ΒΟΞ στα Εξάρχεια.

Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο ΒΟΞ για την φιλοξενία και το υπέροχο ποπ κορν!

*Οι φωτογραφίες ανήκουν στον Κωνσταντίνο Ρουμελιώτη και το Mix Grill.

Διαβάστε ακόμα