Charlotte Marionneau

Τα περίεργα τα κρέντιτς

Σε δίσκους και σε λάιβ.

Διαβάστηκε φορες

Δεν είναι δα και μυστικό ότι, εάν και εφόσον έχεις ψυχαναγκασμό με κάτι, πολλές φορές θα ανακαλύψεις στην πορεία περίεργες πτυχές του, μη ορατές στο γυμνό, απαίδευτο μάτι. Οι φίλοι σου θα ανησυχήσουν για την ψυχική σου υγεία αλλά εσύ, φουσκωμένος από περηφάνεια, θα αραδειάσεις στο τραπέζι κάμποσες (άχρηστες) γνώσεις που αποκόμισες από την έρευνα. 

Εάν, παραδείγματος χάριν, σκάβεις σε μουσικά χώματα, θα δεις ότι στα liner notes (σ.σ.: credits και σημειώσεις) των δίσκων ελλοχεύουν ενδιαφέρουσες εκπλήξεις. Καλή η φωνή, η κιθάρα, το μπάσο, τα πλήκτρα και τα ντραμς, αλλά μήπως κάποιες φορές τα credits που αντικρίζεις είναι κομματάκι, εχμ, ιδιοσυγκρασιακά; Ας δούμε την περίπτωση του Lou Reed στο δεύτερο δίσκο των Velvet Underground: για τις ανάγκες προσομοίωσης κατακέφαλου λογχίσματος έναντι ανυποψίαστου, ερωτοχτυπημένου φοιτητή (έτσι πάει η ιστορία στο "The Gift"), μετουσίωσε τη συμβουλή του Frank Zappa να χρησιμοποιήσει ένα πεπόνι σε πράξη. Σκεφτείτε το λίγο: αν και το καθ’ όλα συμπαθές αυτό φρούτο ΔΕΝ έλαβε θέση στα credits του δίσκου, πώς θα ήταν αν δίπλα από το όνομα του Reed διαβάζατε «κιθάρα, φωνή, ΠΕΠΟΝΑΚΙ»;

Τα περίεργα credits σε δίσκους είναι πάντα κάτι που με ιντρίγκαρε με έναν κάπως ανεξήγητο τρόπο, τόσο που άρχισα να προβληματίζομαι από ένα σημείο και μετά για το τι κάνω με τον ελέυθερό μου χρόνο. Βέβαια, στο παρόν κείμενο, ούτε έχω σκοπό να παραθέσω κάποιον Πάπυρο Larousse Britannica των περίεργων credits (αυτά που θυμάμαι και μου έμειναν αρκούν κατ' εμέ), ούτε και να βάλω μέσα στο παιχνίδι περίεργα, εξωτικά όργανα τα οποία τα αγνοούμε εδώ, στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου. Επίσης, εξαιρούνται ιδιόρρυθμα μουσικά υποείδη όπως το noise – το εξηγεί με περισσή σαφήνεια το ίδιο του το όνομα ότι μάλλον δεν θα ακούσεις γλυκά νανουρίσματα με πλήρη υπακοή στους νόμους της αρμονίας.  

Το πρώτο πράγμα που ήρθε κατά νου –και αποτέλεσε κάποιου είδους θρυαλλίδα για τον παρόν παροξυσμό- δεν είναι ακριβώς credit. Credit ναι, δίσκου όχι. Θα αναφερθώ σε μια παρουσία που θήτευσε πλάι στον Noel Gallagher σε κάποιες προ ετών ζωντανές εμφανίσεις του: αν παρατηρήσεις προσεκτικά το τότε line-up του πάλαι ποτέ ηγέτη της πιο δημοφιλούς σέχτας προς τιμήν του John Lennon, εκτός από το πατροπαράδοτο τετράπτυχο κιθάρα-μπάσο-πλήκτρα-φωνή, θα εντοπίσεις μια γυναίκα να παίζει... ψαλίδι. Ναι. Ψαλίδι. Αυτό που χρησιμοποιούσες μικρός για χειροτεχνίες. Αυτό ακριβώς. Σαν να μην έφτανε αυτό, η μη-έκφραση της εν λόγω καθ’ όλη τη διάρκεια της οργανοπαιξίας της αποκαλύπτει μια πρωτοφανή ένταξη στο ρόλο, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Σαν να «ΠΑΙΖΩ ΨΑΛΙΔΙ ΣΕ ΡΟΚ ΜΠΑΝΤΑ, ΔΗΛΑΔΗ ΤΟ ΠΙΟ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΑΓΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΟΚ;». Οκ. Κρίμα βέβαια που δεν ακούγεται πραγματικά ΤΙ-ΠΟ-ΤΑ. Λιγότερο κρίμα, φυσικά, για τη χλεύη που ακολούθησε από τον αδερφό του, Liam. Λες και ήθελε πολύ ο τελευταίος. 

Πέραν από την ψαλιδίστρια [sic] του Noel (ο οποίος να υπενθυμίσουμε ότι είχε επιφορτίσει άνθρωπο με το καθήκον να παίζει ποτήρια κρασιού σε κομμάτι από τον πρώτο του δίσκο), φόρος τιμής αξίζει και στη σύζυγο του απόλυτου υποκείμενου λατρείας του τελευταίου: τη Yoko την Ono, φυσικά – ο συνειρμός της μετάβασης εδώ υπήρξε πανεύκολος. Πέρα από το να μπαίνει σφήνα μεταξύ συζύγου και κάποιου Chuck Berry σε κοινή τους εμφάνιση, κάνοντας τα ανεκδιήγητα δικά της, έμπαινε σφήνα ακόμα και σε δίσκους στους οποίους είχε σχεδόν μηδενικη συνεισφορά: στο ιστορικό solo ντεμπούτο του John Lennon, βλέπουμε στα credits το όνομά της, πράγμα διόλου μυστήριο. Αυτό που προκαλέι όντως κάποιο μυστήριο είναι ο ρόλος της – ή, αν θέλετε, το «όργανο» που έπαιζε στις ηχογραφήσεις: "wind". Αέρας. Ναι, ναι, ξέρω τι σκέφτεστε, το ίδιο με μένα μάλλον. Όσες φορές κι αν ακούσεις το δίσκο, και ανάποδα να τον παίξεις, αμφιβάλλω έαν θα εντοπίσεις έστω και ίχνος από κάποιο Γραίγο ή κάποιο Σιρόκο. Τώρα, εάν όντως είμαστε εμείς οι αδαείς, τουλάχιστον δείξτε μας πώς να εντοπίζουμε τους α(γ)έρηδες, ρε παιδιά, μην ξεφτιλιστούμε πάλι. Ωστόσο, για να μη στοχοποιούμε μόνο τη Yoko, ο Mel Evans, roadie του John, τσίμπησε και αυτός ένα αρκετά ζουμερό credit ρηξικέλευθης οργανοπαιξίας: «τσάι και συμπάθεια». Δεν ξέρω τι σόι όργανο είναι αυτό, αλλά, διάολε, (ξανα)πήγαινα ωδείο για πάρτη του. 


Οι Einstürzende Neubauten υπήρξαν, ούτως ή άλλως, μια ιδιαίτερη συνθήκη. Ίσως η μοναδική γνωστή περίπτωση σχήματος που τίμησε πραγματικά τον όρο "industrial", δίνοντάς του μια κυριολεκτική προσέγγιση. Αποδομητικοί, το δίχως άλλο, έβγαζαν πράγματι μια, πώς να το πω, «βιομηχανίλα»: επιστράτευαν σφυριά, πριόνια και μπλακεντέκερ [sic και πάλι], κατοχυρώνοντας την απόλυτη καταστροφή προς υπηρεσίαν της δημιουργίας του ολόδικού τους ηχοχρώματος. Είπαμε πιο πάνω ότι ναι μεν θα εξαιρέσουμε το noise, αλλά οι τύποι μάλλον βαρέθηκαν τα χαώδη τερτίπια της νιότης τους (σ.σ.: μεγάλωσαν) και κάπου εκεί στη μέση της καριέρας τους αποφάσισαν να βγάλουν λίγη παραπάνω μελωδία, αγγίζοντας μέχρι και την pop ευαισθησία στις ύστερες δουλειές τους. Εντούτοις, οι ζωντανές εμφανίσεις τους υπήρξαν διαβόητες, με επιστέγασμα αυτή του Ιανουαρίου του 1984 στο Λονδίνο: οι άνθρωποι έφεραν όλα τα προαναφερθέντα οικοδομικά εργαλεία επί σκηνής, συν μια μπετονιέρα, ούτως ώστε να ΣΚΑΨΟΥΝ (ω, ναι) την ίδια τη σκηνή και να περιηγηθούν στα υπόγεια στρώματα του συναυλιακού χώρου γιατί ΕΤΣΙ. Ούτε το πιάνο επί σκηνής έμεινε αλώβητο: ξεκίνησε αρτιμελές, κατέληξε κομμάτια. Στο μεταξύ, ο Alexander Hacke, εκ των ιδρυτών της μπάντας, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι πετούσε γυάλινα μπουκάλια στη μπετονιέρα, θραύσματα των οποίων πετάγονταν στο κοινό. «Η κατάσταση θύμιζε κάτι μεταξύ οικοδομής και πολέμου», λέει ο ίδιος. Εσύ το λες «πόλεμο», αυτοί το λένε «Τρίτη βράδυ». 

Εάν μας άφησαν κάτι οι Neubauten (εκτός από μια διαβόητη performance που μάλιστα κέρδισε και αναπαράσταση χρόνια αργότερα) είναι ότι εισήγαγαν τον όρο του "custom percussion". Το απάγκιο του κάθε μουσικού κομπογιαννίτη εκεί έξω που θέλει ντε και καλά να δει το όνομά του σε credits δίσκου ή την παρουσία του σε ζωντανή εμφάνιση κάποιας συμπαθούς κομπανίας. Έστω ότι οι συγκεκριμένοι είχαν μια υπέρ του δέοντος leftfield προσέγγιση στο τι μπορεί να σημαίνει «κρουστικός πλουραλισμός» - σκαρφιζόμενοι μέχρι και δικές τους πατέντες κατά καιρούς. Ο όρος "custom" που μπαίνει μπροστά από το percussion είναι τόσο ασαφής, που μπορείς, όντας βιρτουόζος στο να παίζεις μια ντουλάπα ή κάποιο είδος υγιεινής, να εξασφαλίσεις μια καριέρα για τον εαυτό σου στο χώρο της μουσικής. Πάντα με την προϋπόθεση ότι κάποιος πληρώνει για αυτό. 

Δες τους Death Grips, για παράδειγμα. Η πειραματική hip-hop τριάδα από την Καλιφόρνια ήρθε σε επαφή, για τις ανάγκες του τελευταίου τους δίσκου, με έναν τύπο ονόματι Lucas Abela – τον οποίο, μάλιστα, ο ντράμερ της μπάντας περιέγραψε ως «ιδιοφυία». Και τι ακριβώς είναι αυτό που τον κάνει ιδιοφυία; Να παίζει ένα τριγωνικό γυαλί, δικής του ευρεσιτεχνίας, με το στόμα του. Και πολλές φορές να ματώνει επί σκηνής από τη υπερπροσπάθεια (ή την υπερβιρτουοζιτέ, εσείς διαλέγετε). Και όλα αυτά συνδεδεμένα σε μια εφεδιέρα. Ο ίδιος έχει περιγράψει τη διαδικασία ως μια «οριακά εξωσωματική εμπειρία», οπότε μάλλον κάτι θα ξέρει παραπάνω.   

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ανθυπομέταλ ιδίωμα της τελευταίας εικοσαετίας. Οι σαν από εφιάλτη εφηβικής νυχτός Slipknot κατάφεραν να ξεχωρίσουν από το ευρύτερο nu-metal είδος χάρη στην συμπερίληψη δύο "backing vocalists/custom percussionists" – λες και ο συνδυασμός δύο ρόλων καλύπτει την ανεπάρκεια του ενός εξ' αυτών, καθιστώντας τους «κανονικά» μέλη μπάντας. Το εν λόγω job description λοιπόν, τους καθιστά υπεύθυνους για ορισμένες προσθήκες στη μανιώδη φωνητική λαίλαπα του μπροστάρη της μπάντας καθώς και το να βγάζουν το άχτι τους πάνω σε κάτι βαρέλια χημικών αποβλήτων (μάλλον). Ακόμα κι αν ο ένας εκ των δυο (ο «Κλόουν») αποτελεί τον συνιδρυτή και de facto CEO της μπάντας (με τη σκηνική του παρουσία να αποτελεί τη λιγότερο σημαντική του συνεισφορά στο συγκρότημα), ο έτερος μπάκιν βόκαλιστ/κάστομ περκάσιονιστ [sic για τελευταία φορά σήμερα], ο «Πινόκιο» δηλαδή, έφυγε κακήν κακώς από τη μπάντα προ διετίας – γιατί δεν πληρωνοταν αρκετά ή κάτι τέτοιο. Περιττό να πούμε ότι αντικαταστάθηκε ευθύς αμέσως από τύπο που φορούσε μια τορτίγια για μάσκα, εξίσου περιττό να πούμε ότι κανείς απολύτως δεν κατάλαβε τη διαφορά. «Ένας κατσαρολάς έφυγε, ένας άλλος ήρθε», όπως πολύ χαριτωμένα παρατήρησαν φαν της μπάντας.

Συνεχίζοντας με το ανθυπομέταλ, οι Deftones, αξιοποιώντας φιλία χρόνων με τον προαναφερθέντα Zach Hill (ντράμερ των Death Grips), τον κάλεσαν στο στούντιο, λογικά για μπύρες. Στην πορεία, βέβαια, προέκυψε ένα αυθόρμητο credit σε κομμάτι του περσινού τους δίσκου: "finger snaps". Τουτέστιν, κροταλισμοί δακτύλων. Ο οποίος, προς έκπληξη όλων, λειτουργεί τόσο αποτελεσματικά ως επιπλέον κρουστό, χάριν επιδέξιας μίξης, που όντως έχει λόγο και ουσία ύπαρξης στο συγκεκριμένο κομμάτι. Οι πρωτομάστορες του stoner metal, Sleep, στον τελευταίο τους δίσκο, είχαν βάλει τον τραγουδιστή/μπασίστα τους να παράγει ήχο με έναν αργιλέ, ενώ οι Tool, στους δύο τελευταίους τους δίσκους, είχαν προσλάβει τον παλιόφιλο Lustmord (έναν κατά τ’ άλλα πρωτοποριακό dark ambient καλλιτέχνη) να παράξει ηχοχρώματα μετεωρολογικού ενδιαφέροντος και θαλάσσιων ανησυχιών. 

Υπενθυμίζω, όλοι οι παραπάνω πήραν credits για όλα αυτά. Και λογικά, πληρώθηκαν κιόλας.

Υ.Γ.: Ειδική αναφορά στους δικούς μας Ψόφιους Κοριούς, οι οποίοι είχαν επισημάνει στις σημειώσεις του δίσκου ότι ένας φίλος τους είχε «παίξει» ηλεκτρική σκούπα. Cheers σε αυτό. 


Αξιολόγηση
Βαθμολογήστε το άρθρο
8,0 / 10 (σε 6 αξιολογήσεις)
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα