DIGGER 1

Τζώρτζης Γρηγοράκης: «Ο αγώνας για καθαρό νερό, καθαρή γη, καθαρό αέρα μάς αφορά όλους»

«Το "Digger" είναι μια αντρική ταινία για τις γυναίκες».

Διαβάστηκε φορες

Χρόνια πριν, γνωστός Έλληνας ηθοποιός μού μιλούσε με πολύ καλά λόγια για τον -«άγνωστο» τότε- Τζώρτζη Γρηγοράκη, τις ικανότητές του, το όραμά του και την αγάπη του για το σινεμά. Τότε ο Γρηγοράκης είχε κάνει μόνο τον «Φαύλο Κύκλο» και το «Κι εγώ για μένα», δύο μικρού μήκους ταινίες ταξιδεμένες σε φεστιβάλ ανά τον κόσμο, λατρεμένες από το κοινό, παινεμένες από κριτικούς και φυσικά βραβευμένες. Το ίδιο έκανε και με το "Digger", την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, που σκάβει βαθιά στο μυαλό και την ψυχή μας. Ίσως επειδή εκτός από την αγάπη του για τον κινηματογράφο, αισθάνεται αγάπη για τον ίδιο τον άνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον. Ίσως επειδή οι σπουδές του στην Κοινωνική Ψυχολογία βρήκαν τρόπο να χωρέσουν στη δουλειά του.

Βρεθήκαμε στο κέντρο της Αθήνας, στην γνωστή πλατεία που ποτέ δεν κοιμάται. Όσο τον περίμενα, άκουσα τους -μάλλον- φοιτητές δίπλα μου να ετοιμάζονται να πάνε στη βραδινή προβολή του "Digger" σε παρακείμενο θερινό κινηματογράφο. Χάρηκε όταν του το είπα. Όπως έχει χαρεί κι από την ανταπόκριση του κόσμου και τα θετικά σχόλια για την ταινία του.

MG: Έχουμε και λέμε. "Digger": μια ταινία που όλοι είχαν ακούσει, με βραβεία στο εξωτερικό και κανένας δεν είχε δει στην Ελλάδα, εκτός βέβαια τους θεατές του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης οπού είχε βραβευτεί. Είναι κι αυτό από τα παράδοξα του καιρού μας;

Τ.Γ: (Γελάει) Κοίτα, σε σχέση με όλα τα παράδοξα που συμβαίνουν αυτό το διάστημα, αυτό είναι το λιγότερο παράδοξο. Ζούμε μια περίεργη κατάσταση, υπάρχει αμφιβολία για πολλά θέματα. Εντάξει, μια ταινία έφτασε με καθυστέρηση περίπου οκτώ μηνών στους κινηματογράφους. Σημασία έχει να φτάσει και να βρει τελικά το κοινό της. Το άσχημο θα ήταν να φας 5-6 χρόνια για να κάνεις μια ταινία και να μην μπορέσεις τελικά να επικοινωνήσεις την δουλειά σου. Εξάλλου, μια ταινία δεν θέλουμε να αφορά μόνο το «τώρα». Το ιδανικό είναι να έχει διάρκεια στο χρόνο, να αφήνει το αποτύπωμά της.

MG: Μια που το ‘φερε η κουβέντα, θέλω να σε ρωτήσω για τη διανομή (και τον τρόπο που λειτουργεί γενικά) στην Ελλάδα. Είναι πρόβλημα το γεγονός ότι πολλές τέτοιες ταινίες παίζονται (αν παίζονται) μόνο για λίγο διάστημα, σε ορισμένα σινεμά και μετά δεν είναι διαθέσιμες, ούτε νόμιμα για ενοικίαση σε πλατφόρμες ή αλλού;

Τ.Γ: Για να είμαι ειλικρινής, επειδή είναι η πρώτη φορά που έχω μια ταινία που πάει σε εμπορική διανομή σε κινηματογραφικές αίθουσες, τώρα μαθαίνω και ανακαλύπτω πράγματα. Σίγουρα το τωρινό μοντέλο διανομής έχει προβλήματα. Νομίζω ότι ένας παραγωγός μπορεί να το αναλύσει καλύτερα το «γιατί». Νομίζω ότι το καλύτερο για ταινίες σαν τη δική μας είναι να ξεκινούν σε λίγα σινεμά και η ίδια η δυναμική της ταινίας να κινεί την υπόλοιπη διανομή. Μην ξεχνάς ότι για τέτοιες ελληνικές ταινίες δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα για διαφήμιση. Δεν θα παιχτεί διαφημιστικό σποτ στην τηλεόραση, δεν θα μπει αφίσα σε λεωφορεία. Οπότε, κοιτάς να λειτουργείς σε βάθος χρόνου, να δουλέψει το «στόμα με στόμα» και σίγουρα η ίδια η ταινία. Όσον αφορά τις πλατφόρμες στην Ελλάδα, είναι ένα κομμάτι που φαίνεται να αναπτύσσεται. Πάντως, πιστεύω ότι το ίδιο το κράτος δεν στηρίζει τις ελληνικές ταινίες με κίνητρα όσο θα έπρεπε.

MG: Ποια ανταπόκριση έχετε εισπράξει μέχρι τώρα από τον κόσμο που έχει παρακολουθήσει το "Digger"; Άξιζε όλη η ταλαιπωρία, γιατί χρειάστηκαν αρκετά χρόνια μέχρι να φτάσετε εδώ;

Τ.Γ: (Χαμογελάει) Η ταλαιπωρία να κάνεις κινηματογράφο αξίζει ούτως ή άλλως. Ακόμα κι αν γίνει μισή δουλειά. Αυτό το ταξίδι, που είναι η δημιουργία μιας ταινίας για όσους εμπλέκονται, αξίζει, αν έχεις την σωστή ομάδα και είσαι και λίγο τυχερός. Τώρα αν αυτή την προσπάθεια την αγκαλιάσει και το κοινό, νομίζω ότι αισθάνεσαι ολοκληρωμένος.

MG: Υπάρχουν πολλαπλές αναγνώσεις και πολλά δίπολα στην ιστορία της ταινίας (παλιό-νέο, καλό-κακό, βοή-σιωπή, παράδοση-εξέλιξη/πρόοδος). Ήταν πρόθεσή σου από την αρχή να τεθούν αυτά;

Τ.Γ: Η ιδέα των αντιθέσεων, το δίπολο που λες, ξεκίνησε με τους χαρακτήρες πατέρα–γιο και παράλληλα το φύση–βιομηχανία. Αυτή η ίδια αρχική σεναριακή ιδέα έφερε όλα τα υπόλοιπα, τις αντιθέσεις που ανέφερες στον ήχο, στο φως. Μην ξεχνάς, υπάρχουν και τρίγωνα στην ταινία που ίσως δεν είναι ορατά. Υπάρχει πατέρας-γιος και η απούσα μητέρα που πρακτικά κινητοποιεί όλη την ιστορία. Ή από την άλλη έχουμε φύση-άνθρωπος και μηχανές. H διττή αυτή προσέγγιση υπάρχει και στο νόημα. Κάθε αλήθεια είναι και μισή αλήθεια που είναι και μια πραγματικότητα. Σχεδόν νόμος της φύσης. Πρέπει να εξετάσεις και την άλλη μισή. Κάθε πλευρά έχει τα δίκια της.

MG: Για αρκετό κόσμο που ζει σε περιοχές που συντελούνται περιβαλλοντολογικά εγκλήματα, όπως εγώ που κατοικώ στα Άνω Λιόσια όπου υπάρχει η μεγαλύτερη χωματερή της Ευρώπης, για τους ανθρώπους που ζουν στις Σκουριές, στη Μεσοχώρα, στον Ελικώνα, στη Θίσβη, η ταινία σου γίνεται πιο προσωπική. Βιωματική θα έλεγα. Θα ήθελα την τοποθέτησή σου.

Τ.Γ: Αυτή είναι πολύ καλή ερώτηση, γιατί αν μένεις σε ένα τόπο στον οποίο έρχεται ένα Τέρας-κολοσσός για να «βιάσει» τον τόπο σου, την γειτονιά σου, το περιβάλλον στο οποίο κατοικείς, προφανώς αυτό σε αφορά προσωπικά. Άρα πρέπει να κάνεις κάτι γι’ αυτό, να αγωνιστείς για σένα, για τον τόπο, για την ζωή ουσιαστικά, αφού μιλάμε για ένα φυσικό περιβάλλον. Φύση και ζωή εξάλλου είναι ένα πράγμα κι αν σέβεσαι τον εαυτό σου, δηλαδή τον άνθρωπο, πρέπει να σέβεσαι και το φυσικό περιβάλλον. Κι ένας άνθρωπος που παλεύει για τον τόπο του, παλεύει και για άλλους ανθρώπους. Ο αγώνας για καθαρό νερό, για καθαρή γη, για καθαρό αέρα μάς αφορά όλους. Αυτού του είδους τα ζητήματα δεν είναι μόνο τοπικά, αλλά παγκόσμια. Μας αφορούν προσωπικά όλους, ανεξάρτητα από το αν έχουμε ένα Τέρας που καταστρέφει «την γειτονιά» μας.

MG: Είναι ο «Νικήτας» και κάθε Νικήτας σύμβολο αντίστασης;

Τ.Γ: Ναι, είναι σύμβολο αντίστασης. Αντιστέκεται με τις πράξεις του κι όχι μόνο συμβολικά. Είναι η στάση ζωής του και η αφοσίωση με την οποία τηρεί αυτή την στάση ζωής. Έχει μια ηθική αδιαπραγμάτευτη. Ακόμα κι όταν κάνει κάποια δεύτερη σκέψη για τις αποφάσεις του, αυτό τον κάνει πιο ισχυρό για μένα, το γεγονός ότι έχει το θάρρος να αμφιβάλλει, να κάνει αυτοκριτική. Ένας «Νικήτας» που ζούσε και προστάτευε το δάσος των Σκουριών μέχρι που «έσκασε η καρδιά του» από την καταστροφή του τόπου του είχε πει κάτι που μου έχει μείνει: «Καλύτερα να αγωνίζεσαι για το τίποτα, παρά να ζεις για το τίποτα».


MG: Είχε δίκιο ο Μάικλ Τσιμίνο («Ελαφοκυνηγός», «Η Πύλη της Δύσεως», «Η χρονιά του Δράκου») που σε συμβούλεψε «Το δάσος δεν το σκηνοθετείς εσύ»; Γιατί μετά από τους ηθοποιούς, το δάσος κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία.

Τ.Γ: Η ερώτηση που είχα κάνει στον Μάικλ Τσιμίνο ήταν πώς τοποθετείς μια κάμερα σ’ ένα δάσος. Στη θεωρία, όπου και να την βάλεις, μπορεί να έχει ενδιαφέρον. Δεν είναι ένα δωμάτιο όπου υπάρχουν περιορισμοί. Και είχε απόλυτο δίκιο σ’ αυτό που μου είπε. Δεν μπορείς να επιβάλεις τις επιθυμίες σου στο δάσος, αυτό κάνει κουμάντο. Έτσι κι εμείς ακολουθήσαμε τους ρυθμούς του δάσους. Είναι βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας, έχει δραματουργικό ρόλο. Είχα μια σημείωση στο σενάριο πριν τα γυρίσματα: Το δάσος συνεχίζει την πορεία του αδιάφορο στο δράμα των ηρώων, ή κάτι τέτοιο. Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων το άλλαξα. Το δάσος επεμβαίνει ενεργά στην ιστορία.

MG: Μου έχει διηγηθεί συντελεστής της ταινίας διάφορες περιπέτειες που είχατε στα γυρίσματα στο Χολομώντα. Υπάρχει κάποιο απρόοπτο που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας;

Τ.Γ: (Γελάει) Θα κάτσουμε δυο μέρες και θα μιλάμε για απρόοπτα. Ό,τι είχε σχέση με το δάσος είχε απρόοπτα. Κάναμε ένα γύρισμα σε συνεργασία με το δασαρχείο με την παρουσία ενός υλοτόμου για να πέσουν κάποια δέντρα. Ο ηχολήπτης είχε κάτσει σε λάθος σημείο, παραλίγο να τον πλακώσουν. Του ουρλιάζαμε να κουνηθεί. Στο τσακ την γλίτωσε. Συνέχεια ήμασταν σε εγρήγορση. Έβρεχε και από την λάσπη δεν μπορούσαμε να στήσουμε κάμερες και εξοπλισμό. Ειδικά ο καιρός άλλαζε δραματικά. Χάναμε μέρες γυρισμάτων λόγω καιρού. Κάποιες σκηνές ακυρώθηκαν και γεννήθηκαν άλλες. Έδεσε κι η ομάδα που ήμασταν εκεί.

MG: Πώς βλέπεις την εξέλιξη του ελληνικού σινεμά 10 χρόνια μετά το "Greek weird wave";

Τ.Γ:  Δεν με ενδιαφέρει αν ήταν weird ή όχι. Σίγουρα ήταν ένα «κύμα» που έβγαλε προς τα έξω το ελληνικό σινεμά, το οποίο όμως συνεχίζει με πολλούς νέους ταλαντούχους κινηματογραφιστές που έχουν κάνει μικρού μήκους ταινίες και που ετοιμάζουν τις μεγάλου μήκους δουλειές τους. Πιστεύω ότι θα συνεχίσει ακόμα πιο δυνατό και πιο μεγάλο. Υπάρχουν πολλά ταλέντα διαφορετικού ύφους. Η στήριξη των θεσμών του κράτους προς αυτό είναι το ζητούμενο. Υπάρχει αδιαφορία. Χρόνια τώρα οι κινηματογραφιστές μιλούν για αυτό το θέμα. Δεν μπορεί να στηρίζονται μόνο ξένες παραγωγές που έρχονται να γυριστούν εδώ. Καλώς στηρίζονται, αλλά είναι απαράδεκτο να γίνεται εν μέρη εις βάρος του εγχωρίου σινεμά και να συνεχίζει να υπάρχει αυτή η αδιαφορία της πολιτείας. Το ελληνικό κοινό έχει ανάγκη το ελληνικό σινεμά. Η πανδημία το έδειξε αυτό, πόσο διψασμένος ήταν ο κόσμος για ελληνικές ταινίες. Πιστεύω ότι έχουμε να δούμε πολύ ωραία πράγματα στο ελληνικό σινεμά. Και θα πήγαινε πολύ παραπέρα, αν υπήρχε υποστήριξη.

MG: Ένα κομμάτι της δραματουργίας προωθεί κι η μουσική. Στην ταινία συνεργάζεσαι με τον Μιχάλη Μοσχούτη. Πώς προέκυψε η συνεργασία; Τι ήθελες να πετύχεις με τη μουσική;

Τ.Γ: Ο Μιχάλης είναι φοβερός μουσικός και κιθαρίστας. Άκουσα την μουσική του με την προτροπή του φωτογράφου της ταινίας Γιώργου Καρβέλα, ο οποίος είναι και μουσικός, και μου άρεσε πολύ. Οι americana ηλεκτρικές κιθάρες στο σάουντρακ του Μοσχούτη δημιούργησαν μια υφή νέο-western. Έβαλε στις συνθέσεις του και το halldorophone (σ.σ.: ηλεκτρονικό όργανο που μοιάζει με τσέλο και δημιουργήθηκε από τον καλλιτέχνη και σχεδιαστή Halldór Úlfarsson) ένα σπάνιο και ιδιαίτερο όργανο που παράγει ένα μπάσο, βαθύ και απόκοσμο ήχο, που στην ταινία συμβολίζει «το τέρας». Ήταν μια πολύ καλή συνεργασία γιατί προώθησε την ταινία, πήγε την ιδέα παρακάτω. Οι αναφορές μας και η αισθητική μας ήταν πολύ κοντά. Ήταν αυτό και κάτι παραπάνω που είχα κατά νου για τη μουσική της ταινίας.

MG: Η ταινία χαρακτηρίζεται ως western. Τα (spaghetti) western ήταν αρκετά δημοφιλή στην Ελλάδα, αλλά λίγες ήταν οι ελληνικές παραγωγές σε αυτό το ύφος.

Τ.Γ: Οι αναφορές που είχαμε για το “Digger” δεν ήταν ούτε western, ούτε ελληνικές. Είναι western ως προς κάποιες υφές, όχι ως προς το είδος. Ας το δει ο καθένας όπως θέλει,. Δεν έχει μεγάλη σημασία για μένα: παστίτσιο western, δράμα, τραγικωμωδία, δραμεντί, κλασσική ή νεοκλασική ταινία. Ίσως να είναι όλα αυτά ή και τίποτα απ’ αυτά. Όταν φτιάχναμε την ταινία αυτή, μας βοηθούσε να επικοινωνούμε μεταξύ μας, ότι υπάρχει αυτή η υφή του western.

MG: Υπάρχει νέα ιδέα ή πρόκληση στα σκαριά;

Τ.Γ: Υπάρχει μια ιδέα στα σκαριά κι έτσι όπως την σκέφτομαι, σίγουρα θα είναι πρόκληση. Ελπίζω να μην μας πάρει κι αυτή 5-6 χρόνια. Πώς ήταν το "Digger" μια ταινία πατέρα-γιου με το στοιχείο της γης, με πολύ έντονη την αρρενωπότητα; Έτσι τώρα θα έχουμε να κάνουμε με το νερό, την μητρότητα, γενικά με θηλυκή ενέργεια. Κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Το φαντάζομαι σε κάποιο νησί.

MG: Ακούγοντας όσα λες, αυθόρμητα μου 'ρθε να σε ρωτήσω. Είναι το "Digger" μια ανδρική ταινία;

Τ.Γ: (Χαμογελάει) Το "Digger" είναι μια αντρική ταινία για τις γυναίκες.

(Συμφωνεί μαζί μας κι ο Βαγγέλης Μουρίκης που μόλις έχει καταφτάσει στην παρέα μας)

MG: Τελειώνοντας, μια ερώτηση που θα ήθελες να απαντήσεις και που ποτέ δεν έγινε.

Τ.Γ: Δεν έχω σκεφτεί κάτι τέτοιο. Γενικά δεν θέλω να απαντήσω σε κάτι κι ούτε και να με ρωτήσουν κάτι συγκεκριμένο. Αυτό που ήθελα να κάνω το έκανα με το τελικό cut της ταινίας. Δεν έχω να απαντήσω σε κάτι άλλο. Τώρα πια η ταινία ανήκει στο κοινό. Ο καθένας παίρνει τις απαντήσεις του, κάνοντας τις ερωτήσεις που αφορούν τον ίδιο.

Η ταινία "Digger" προβάλλεται στους θερινούς κινηματόγραφους.

Διαβάστε ακόμα