Βαθμολογία:
7,5
Τι θα ακούσετε:
Indie rock, dance rock, post-punk
Είναι ευχή και κατάρα να είσαι καλλιτέχνης και να κάνεις επιτυχία από νωρίς. Απ’ τη μία, εδραιώνεσαι και κατακτάς ό,τι αποζητάς ήδη από την αρχή (χρήματα, φήμη, ίσως απλώς μια καλλιτεχνική δικαίωση)· απ’ την άλλη, η σύγκριση και η αποκαθήλωση σε περιμένει σε κάθε επόμενό σου βήμα.
Οι σκωτσέζοι Franz Ferdinand ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Με ένα εξαιρετικό ομώνυμο ντεμπούτο προ εικοσαετίας, κατέκτησαν την κορυφή και τελικά «κούρνιασαν» οριστικά μερικά σκαλοπάτια παρακάτω, στη φήμη ενός συγκροτήματος που δημιουργεί μουσική με το πάσο του, χαρίζοντάς μας μία σειρά από ποιοτικές αλλά πάντα κάπως υποδεέστερες, συγκριτικά με το ντεμπούτο, κυκλοφορίες. Όμως, αυτό τούς αρκεί. Ο frontman τους, ο «δικός μας» Alex Kapranos, έχει δηλώσει επανειλημμένα τη λυτρωτική αίσθηση του να βρίσκεις μουσικά τον εαυτό σου και να τον αποτυπώνεις χωρίς φόβο και πάθος για το αν θα πουλήσει, θα δοξαστεί ή θα κερδίσει τους παλιούς ακόλουθους της τέχνης σου.
Αυτή η λογική διαπνέει και το "The Human Fear". Πρόκειται για το έκτο (ή έβδομο, αν λάβουμε υπόψιν και ένα “best-of του 2022) ολοκληρωμένο άλμπουμ της μπάντας από τη Γλασκώβη, με μοναδικά αυθεντικά μέλη πλέον τον Kapranos και τον μπασίστα Bob Hardy. Από το εξώφυλλο (εμπνευσμένο από την αυτοπροσωπογραφία “7 Twists” της Ουγγαρέζας καλλιτέχνιδας Dóra Maurer) μέχρι τους στίχους και τις μελωδίες, το “The Human Fear” είναι ένας προβλέψιμα αλλά και απολαυστικά Franz Ferdinand δίσκος.
Κοινός θεματικός παρονομαστής ο ανθρώπινος φόβος σε όλες του τις εκφάνσεις, και με το εναρκτήριο “Audacious” ο Kapranos προσπαθεί να τον ξορκίσει, σε μία σύνθεση όπου οι The Strokes τείνουν να συναντήσουν τους Beatles μέσα σε γλυκόπικρες κιθάρες και πλήκτρα: “And no, there’s just us to save us/Forget any favours”.
Αντίστοιχα ελπιδοφόρα μηνύματα και στα “Everydaydreamer”, όπου η φωνή του Kapranos μεταβαίνει από «απαλές», πιο ψιθυριστές ρίμες σε ένα ρεφρέν με τις χαρακτηριστικές του ψηλές, που απλώνονται με έναν ήχο κάπως ατημέλητο και μελαγχολικό. Τα διακριτικά πλήκτρα του Julian Corrie, μέλους της μπάντας από το 2017, φέρνουν κάτι από το ντεμπούτο των Σκωτσέζων. Στο ίδιο κομμάτι ανακαλύπτουμε καλύτερα και τα ντραμς της Audrey Tait, που μπήκε στην μπάντα το 2021: χορευτικό, σταθερό παίξιμο με γκρουβάτα γεμίσματα, ταιριαστό με τον ποπ χαρακτήρα της μπάντας.
Στο “The Doctor” και το “Bar Lonely” αναδεικνύεται η δύσκολη δουλειά του Dino Bardot, που μπήκε κι αυτός στην μπάντα το 2017, αντικαθιστώντας τον signature ήχο του Nick McCarthy. Δύσκολο task να υποκαθιστάς τα πιασάρικα riffs μίας κατά κόρον κιθαριστικής μπάντας, όμως ο Bardot το κάνει πετυχημένα, αν και με κάπως μεγαλύτερη συστολή από τον ορμητικό McCarthy (θα μου πεις, μιλάμε και για 15-20 χρόνια πίσω!). Δύο τραγούδια που ρέπουν προς τον post punk χαρακτήρα της μπάντας και λιγότερο προς τον pop.
Στο “Hooked” οι Franz Ferdinand θυμούνται ότι κάποτε είχαν σαν στόχο να γράφουν μουσική για «να χορεύουν τα κορίτσια», και το συνεχίζουν ακόμα, πλησιάζοντας πια τη μέση ηλικία. Αν ξέρετε καλά την μπάντα, ίσως ξυπνήσουν συνειρμοί από την post-punk, άτσαλη μα ψαρωτική διασκευή στο “Womanizer” της Britney Spears ή ακόμα και τα βαριά synths του “Lucid Dreams” από το 2009. Συνειρμικά μπορεί κάποιος να θεωρήσει ότι το κομμάτι έχει ερωτικό χαρακτήρα, όμως ο Kapranos δήλωσε ότι το έγραψε για το γιο του, που ήρθε στη ζωή του πρόσφατα και τον έκανε να «κολλήσει».
Το “Build It Up” είναι ένα ακόμα τραγούδι με τη δοκιμασμένη συνταγή της μπάντας. Ένα clean ξεκίνημα στις κιθάρες με τον Kapranos να αναρωτιέται: “How can we talk about our differences, when we don’t talk, talk at all?”. Μπηχτή ερωτική ή μήπως… κοινωνικοπολιτική; Και μετά ένα ρεφρέν γεμάτο δεύτερες από το πουθενά, χορευτικές κιθάρες, ανοιχτά hi-hat σε ντίσκο ρυθμούς.
Το “Tell Me I Should Stay” βρίσκεται στη μέση του άλμπουμ και είναι μάλλον άνευρο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες να ακουστεί επιβλητικό στις έντονές του στιγμές και παραμυθικό στις πιο ήπιες. Πριν και μετά από αυτό βρίσκονται τα δύο προσωπικά μου αγαπημένα κομμάτια του άλμπουμ, δηλαδή το “Night Or Day” και το “Cats”.
Κάτι το το πιάνο στο προσκήνιο, κάτι η σκοτεινή ατμόσφαιρα, κάτι το γρέζι στη φωνή του Kapranos, και το “Night Or Day” φέρνει λίγο σε τραγούδι του Nick Cave περασμένο από το χαρακτηριστικό dance φίλτρο της μπάντας, ώστε να γίνει πιο χορευτικό και εθιστικό.
Το “Cats” μιλά για την «αλήτικη» ψυχή που κρύβουμε μέσα μας. Τα disco beats της «νεοσύλλεκτης» Tait συναντούν τις μπασογραμμές του «βετεράνου» Hardy, σε ένα καθαρόαιμο Franz Ferdinand κομμάτι, ίσως το καλύτερο δείγμα του πώς ακούγεται η μπάντα με το τωρινό της lineup.
Το “Black Eyelashes” συζητήθηκε πολύ στην Ελλάδα και λογικά: ένα τραγούδι για την ελληνική (από πλευράς πατέρα) καταγωγή του Alex, που σαν παιδί μεγάλωσε με ρεμπέτικα και πειραιώτικες αναμνήσεις, αφομοιώθηκε αργότερα από τη βρετανική κουλτούρα και πλέον προσπαθεί να ξαναβρεί τη μισή του ταυτότητα. «Δεν είσαι Έλληνας, όχι δεν μιλάς», τραγουδά με χαριτωμένα σπαστά ελληνικά, για να εκφράσει την απόρριψη που έχει δεχτεί ως «μη Έλληνας» επειδή δεν ξέρει τη γλώσσα.
Ένα τραγούδι γραμμένο με πολύ πηγαίο τρόπο, που όμως ακούγεται κάπως άβολο, ειδικά σε Έλληνες ακροατές. Wannabe ρεμπέτικος ρυθμός, μπουζουκάκι ανακατεμένο με κιθάρα και διάσπαρτες ελληνικές λέξεις για πορτοκαλιές (που κανονικά είναι νεραντζιές) και… φυστικιές στο Κολωνάκι, αδέσποτες γάτες στην Ομόνοια και μια ερωτική υπόσχεση στα στενά του Ψυρρή. Σίγουρα ένα ενδιαφέρον πείραμα, πάντως, του οποίου ο εξωτισμός ίσως εκτιμηθεί ακόμα περισσότερο από ξένους ακροατές.
Ο δίσκος κλείνει με το “The Birds”, ένα κομμάτι γεμάτο «βρώμικο» fuzz, κιθαριστικά κρεσέντο, κραυγές και “old-school” indie νεύρο. Όσα αγαπήσαμε διαχρονικά στους Franz Ferdinand παραμένουν στα αυτιά μας σαν η τελευταία εντύπωση από το δίσκο· μία υπενθύμιση των όσων μας έκαναν να τους αγαπήσουμε αλλά και του μέχρι πού μπορούν και θέλουν να φτάσουν μουσικά: ένα συγκρότημα αποφασισμένο να παραμείνει στην ασφάλεια όσων το καθιέρωσαν, διαχρονικά απροσποίητο και γοητευτικό μέσα στη μουσική του στασιμότητα.