Μουσική Λοβοτομή: Καρεκλάδες εναντίον Ροκάδων

Ο θάνατος της Donna Summer, της «βασίλισσας της disco», με πήγε γύρω στα 35 χρόνια πίσω όταν οι δεινόσαυροι περπατούσανε ακόμα στη Γη, ο Ντρογκμπά δεν είχε γεννηθεί ακόμα...
Διαβάστηκε φορες
    Ο θάνατος της Donna Summer, της «βασίλισσας της disco», με πήγε γύρω στα 35 χρόνια πίσω όταν οι δεινόσαυροι περπατούσανε ακόμα στη Γη, ο Ντρογκμπά δεν είχε γεννηθεί ακόμα, τα «χρονοντούλαπα της ιστορίας» δεν είχανε εφευρεθεί ακόμα, τα τηλέφωνα ήτανε κινητά μόνο όταν τα πέταγες στον τοίχο τσαντισμένος, οι ροκ σταρ πετάγανε τεράστια ξύλινα ραδιόφωνα απ’ τα δωμάτια των ξενοδοχέιων τους όταν κραιπαλιάζανε και ο μοναδικός δικομματισμός ήτανε η κόντρα των μουσικόφιλων που χωρίζονταν σε ροκάδες και καρεκλάδες.

    Οι πρώτοι ήταν οι γνωστοί μαλλιάδες και μη που ακούγανε ροκ και οι «άλλοι», οι ακατονόμαστοι, ήτανε οι τύποι που είχανε προσκυνήσει βασίλισσες και βασιλιάδες της disco όπως η μακαρίτισσα αλλά και άλλοι μακαρίτες τώρα πια όπως ο Barry White, οι Boney M, κλπ. Οι πρώτοι, οι «καλοί», χτυπιόντουσαν με Zeppelin, Sabbath, Hendrix, Joplin, Doors, Grand Funk, την ψάχνανε με Zappa, Yes, αλλά και Πουλικάκο. Οι δεύτεροι, οι δευτεράντζες, συνήθως παιδιά των δυτικών συνοικιών αλλά και κυρίζια απ’ τα βουπού, τρέχανε στις ντισκοτέκ της εποχής και χορεύανε σαν τρελοί μ’ αυτό το πράμα που αργότερα χαρακτηρίστηκε από κάποιους ως «ο θάνατος της μαύρης μουσικής».

    Η ντίσκο ήρθε σαν οδοστρωτήρας στα μέσα των seventies και ισοπέδωσε την πλειοψηφία της μαύρης μουσικής. Ένα καθαρά λευκό δημιούργημα - των δισκογραφικών εταιρειών  για την ακρίβεια - που είχε σαν σκοπό να πουλήσει τη μαύρη μουσική στους λευκούς, η ντίσκο δεν ήταν παρά μια ξεδοντιασμένη, ακίνδυνη, εύπεπτη εκδοχή της soul για μαζική κατανάλωση σ’ όλο τον κόσμο.

    Μέχρι τότε η soul, to funk, το afrofunk, η afrojazz, τα blues ήταν μουσικές με περιορισμένο κοινό, περιορισμένο αγοραστικό κοινό δηλαδή. Αδιάφορες για το πλατύ κοινό που προτιμούσε πάντα πιο ανάλαφρα, εύκολα ακούσματα. Η ντίσκο ήταν αυτό ακριβώς το εύκολο, ελαφρύ προϊόν που μπορούσε να καταναλώσει οποιοσδήποτε, και με έξτρα καροτάκι την ψευτοχλίδα και ψευτογκλαμουριά, το ανέμελο, ηδονιστικό lifestyle. 

    Κάτι σαν τα δικά μας σύγχρονα σκυλάδικα δηλαδή!

    Εκείνη την εποχή λοιπόν οι ροκάδες είχανε βαφτίσει τους οπαδούς της ντίσκο «καρεκλάδες». Η ντίσκο γι’ αυτούς ήταν η απόλυτη ξεφτιλισμένη μουσική. Ο όρος έβγαινε από τους γύφτους (ούτε η πολιτική ορθότητα είχε εφευρεθεί ακόμα για να τους αποκαλεί ρομά ή τσιγγάνους) που γυρνάγανε στις γειτονιές και επισκευάζανε καρέκλες (ναι, πριν το ΙΚΕΑ). Οι γύφτοι αυτοί φωνάζανε «Έλα καρεκλάς», «Καρεκλάαααας», «Εδώ ο καρεκλας» κλπ. Κι επειδή οι γύφτοι όπως πάντα ακολουθούσανε τα πιο ακραία παραδείγματα της μόδας, είχανε υιοθετήσει τα παντελόνια με την υπερβολική καμπάνα, τα παπούτσια με τα υπερβολικά τακούνια, τα υπερβολικά ανοιχτά πουκάμισα με τη χρυσή αλυσίδα που ήτανε η χαρακτηριστική ένδυση των ντισκόβιων που βλέπανε στην τηλεόραση ή το σινεμά. Κι επειδή τότε τα extreme αυτά ντυσίματα τα συναντούσες μόνο σε ντισκοτέκ, ο όρος κόλλησε. 

    Σιγά σιγά, ο χαρακτηρισμός του καρεκλά επεκτάθηκε και σε όποιον άκουγε ντίσκο, ανεξαρτήτως ντυσίματος. Εννοείται βέβαια ότι τη Donna Summer οι ροκάδες τότε τη βλέπανε όπως βλέπουνε οι μισοί έλληνες τη Μέρκελ σήμερα: Τζιζ κακά φτου. Βέβαια τότε η μπάλα της καρεκλάδικης μουσικής είχε πάρει άδικα και μαύρους μουσικούς που έτυχε να μεσουρανούν την ίδια εποχή και μοιραία να παίζονται κι εκείνοι στις επάρατες ντισκοτέκ, με κλασικό παράδειγμα τον James Brown. Βαρβάτες φανκιές του νονού της soul όπως το «Sex Machine» και το «Payback» αποκτήσανε τη ρετσινιά των καρεκλάδικων. Μάλιστα απ’ το επαναλαμβανόμενο «get up» του «Sex Machine» είχε βγει κι ένας λιγότερο γνωστός όρος, το «γκιράπι». Οι τύποι που ακούγανε αυτή τη μουσική ήτανε «γκιράπια», δηλαδή καρεκλάδες με άλλο παρατσούκλι.  

    Φυσικά, όπως πάντα, οι ροκάδες ήτανε η μειοψηφία, αλλά ήτανε μια  τσαμπουκαλεμένη μειοψηφία. Οι καβγάδες, τα γιαουρτώματα και τα πλακώματα με τους καρεκλάδες (ή τα γκιράπια) ήταν αρκετά συχνοί, ειδικά στην Πλάκα όπου υπήρχαν τα πρώτα ροκάδικα μπαρ όπως το περιβόητο Χρυσό Κλειδί.

    Για έναν τέτοιο ωραίο καβγά (μετά γιαουρτώματος) θα σας πω την άλλη βδομάδα.

Αξιολόγηση
Βαθμός άρθρου
6,0 / 10 (σε 8 αξιολογήσεις)
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα