Το μοναδικό hip hop γκρουπ που πραγματικά είχε κάτι να πει – είπε πολλά, για την ακρίβεια – έβγαλε ένα κομμάτι που λεγόταν «Don’t Believe the Hype». Ο ντόρος που έγινε στην Ελλάδα για τους Black Angels τους δύο τελευταίους μήνες και άγγιξε τα όρια της υστερίας – ή χιπστερίας, αν προτιμάτε - ταιριάζει αρκετά με τον τίτλο του παραπάνω κομματιού. Οι φήμες λένε ότι έξω από το Fuzz πουληθήκανε εισιτήρια στη μαύρη αγορά για 70 και 80 ευρώ. (Αυτά ακούει ο Στουρνάρας και συνεχίζει και μας τον χώνει. Και εδώ τελειώνει το πολιτικό μήνυμα του άρθρου.) Τώρα, από πότε η ψυχεδέλεια έγινε τόσο hip σε ένα κοινό που μέχρι πρόσφατα είχε θεοποιήσει τους James και τους Puressence – και ίσως θεοποιεί ακόμα – είναι ένα αστρικό μυστήριο που ούτε ο Λεφάκης μπορεί να εξηγήσει.
Έπειτα ήταν και το άλλο που μόνο σαν διαφήμιση μπορώ να το δεχτώ: όλη αυτή η ιστορία ότι, επιτέλους, έρχεται στην Ελλάδα μια μπάντα που βρίσκεται στα ντουζένια της και όχι όταν έχουνε βαρέσει τα αρθριτικά και τα ζόρια για τη σύνταξη. Συμφωνώ εν μέρει, αλλά μην ξεχνάμε ότι τώρα πια οι μουσικοί δεν βγάζουν φράγκα από τους δίσκους αλλά από τα live και τις πωλήσεις δίσκων και merchandise σ’ αυτά. Με άλλα λόγια, άπαξ και πέσει η ταρίφα, οποιαδήποτε μπάντα μπορεί να πάει και να παίξει live και στη Μολδοβλαχία ακόμα. Μην κοιτάτε που οι μεγάλοι διοργανωτές δε σας φέρανε τους Black Keys που έχουνε την ιδιοτροπία να ζητάνε τα λεφτά που τους αρμόζουν και οι διοργανωτές μπορεί να μη βγάλουν μεγάλο κέρδος και συνεχίζουνε να φέρνουνε τους βαλσαμωμένους Scorpions επειδή είναι σιγουράκι.
Οποιοιδήποτε Black Angels θα έρθουν και θα ξανάρθουν αν τους δώσουν αυτά που ζητάνε.
Και για όνομα του Elvis, δε θέλω να πω ότι οι πέντε Τεξανοί είναι μια κακή ή μέτρια μπάντα. Κάθε άλλο. Είναι πολύ καλοί σ’ αυτό που κάνουν, αλλά δεν είναι ούτε οι πρώτοι, ούτε οι μοναδικοί, ούτε οι καλύτεροι που ξεσκονίσανε την ψυχεδέλεια του ‘60 και του ’70, την αφομοιώσανε και τώρα την παρουσιάζουν σε ένα σχετικά παρθένο κοινό. Το είδος αναβίωσε στις αρχές του ’80 αλλά και στα μέσα του ’90 πάλι, χωρίς όμως να μπει στα σαλόνια. Οι Black Angels έτυχε να έχουν το κοκαλάκι της νυχτερίδας και να βρεθούν στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Είναι από το Austin, διάολε!
Και νατοι στη σκηνή του Fuzz, μπροστά σε ένα ανυπόμονο κοινό που περίμενε να δει το Χριστό, τον Τσε Γκεβάρα, τον Jim Morrison, τον Λιονέλ Μέσι, ή τέλος πάντων όποιον έχει για θεό ο καθένας. Το ενδιαφέρον είναι ότι διάλεξαν το «One of These Days» των Pink Floyd για εισαγωγή πριν βγούνε στη σκηνή. Φόρος τιμής ίσως; Μέγα λάθος πάντως, καθώς δεν έχουν γράψει τίποτα που θα μπορούσε να κοντραριστεί μ’ αυτό το καταιγιστικό κομμάτι που, παρεμπιπτόντως, άνοιγε τις συναυλίες των Floyd στην τελευταία τους τουρνέ του 1993-1994. Μετά τα τυπικά «δεν πιστεύουμε ότι βρισκόμαστε εδώ» και «πάντα θέλαμε να παίξουμε εδώ», και μπροστά σε μια οθόνη που πρόβαλε εντυπωσιακές ψυχεδελικές, καλειδοσκοπικές εικόνες και σχέδια, οι πέντε μουσικοί έπαιξαν ένα δίωρο σετ που, για τους απαιτητικούς, απογειώθηκε μόνο προς το τέλος.
Ξεκίνησαν με το «The Sniper at the Gates of Heaven» από το ντεμπούτο τους, που κατά τη γνώμη μου παραμένει το καλύτερο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν, και εντελώς δημοκρατικά έπαιξαν ισάριθμα περίπου κομμάτια από κάθε δίσκο. Ο ήχος τους ήταν άψογος, αλλά κάτι έλειπε. Ύστερα από λίγο καταλάβαινες ότι έλειπε αυτή η φλόγα που βγαίνει όταν ο μουσικός παίζει τις νότες με πάθος και όχι μηχανικά και διεκπεραιωτικά. Και η ψυχρή αλήθεια είναι ότι όταν μια μπάντα παίζει τόσες πολλές φορές live, κάποιες απ’ αυτές θα παίξει παπάδες αλλά και σε κάποιες άλλες δε θα βρίσκεται σε τοπ φόρμα. Πιστεύω ότι η συγκεκριμένη βραδιά ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Ίσως λόγω κούρασης, ίσως λόγω κακού φεγγαριού. Ακόμα και το ποπίστικο «Don’t Play with Guns», που είναι η προσπάθειά τους για το crossover mainstream χιτάκι, ακούστηκε μηχανικό και τραχύ.
Αντιπροσωπευτικά από κάθε άλμπουμ, τα «Yellow Elevator #2», «Evil Things», «Haunting at 1300 McKinley», «Indigo Meadow», «Mission District» ή το «Τhe First Vietnamese War» είναι δυνατά, μεστά κομμάτια που καθηλώνουν όταν τα ακούς σε δίσκο, αλλά το βράδυ της 4/12 πέρασαν από τα αυτιά μας μόνο και μόνο για να φτάσουμε προς το τέλος, όπου από το «Bad Vibrations» και μετά το πράγμα άρχισε να ζεσταίνεται. Λίγο καθυστερημένα, αφού το εμβληματικό «Young Men Dead» που ακολούθησε ήταν και το τελευταίο κομμάτι πριν το 30λεπτο encore. Μακράν το καλύτερο μουσικά και στιχουργικά κομμάτι τους, είναι το σήμα κατατεθέν του ήχου τους, το πιο αναγνωρίσιμο και χαρακτηριστικό δημιούργημα από το ντεμπούτο Passover που μάλλον είναι υπεύθυνο για το στρογγυλοκάθισμά τους στο θρόνο της νέας ψυχεδέλειας τόσο γρήγορα.
Ακολούθησε το αναμενόμενο encore όπου έπεσε πολλή μαυρίλα: Στα «Black Grease» και «Black Isn’t Black» οι πέντε μουσικοί έδειξαν να βουτάνε στη μαύρη λυσεργική λίμνη και να παίζουν επιτέλους σαν τα μπάσταρδα του Roky Erickson, του Sky Saxon και του John Cale που είναι. Έκλεισαν με το «Μanipulation» - πάλι από το Passover - που το τέντωσαν για πάνω από δέκα λεπτά μέχρι τα ψυχεδελικά όριά του, σώζοντας έτσι τη βραδιά.
Έπειτα ήταν και το άλλο που μόνο σαν διαφήμιση μπορώ να το δεχτώ: όλη αυτή η ιστορία ότι, επιτέλους, έρχεται στην Ελλάδα μια μπάντα που βρίσκεται στα ντουζένια της και όχι όταν έχουνε βαρέσει τα αρθριτικά και τα ζόρια για τη σύνταξη. Συμφωνώ εν μέρει, αλλά μην ξεχνάμε ότι τώρα πια οι μουσικοί δεν βγάζουν φράγκα από τους δίσκους αλλά από τα live και τις πωλήσεις δίσκων και merchandise σ’ αυτά. Με άλλα λόγια, άπαξ και πέσει η ταρίφα, οποιαδήποτε μπάντα μπορεί να πάει και να παίξει live και στη Μολδοβλαχία ακόμα. Μην κοιτάτε που οι μεγάλοι διοργανωτές δε σας φέρανε τους Black Keys που έχουνε την ιδιοτροπία να ζητάνε τα λεφτά που τους αρμόζουν και οι διοργανωτές μπορεί να μη βγάλουν μεγάλο κέρδος και συνεχίζουνε να φέρνουνε τους βαλσαμωμένους Scorpions επειδή είναι σιγουράκι.
Οποιοιδήποτε Black Angels θα έρθουν και θα ξανάρθουν αν τους δώσουν αυτά που ζητάνε.
Και για όνομα του Elvis, δε θέλω να πω ότι οι πέντε Τεξανοί είναι μια κακή ή μέτρια μπάντα. Κάθε άλλο. Είναι πολύ καλοί σ’ αυτό που κάνουν, αλλά δεν είναι ούτε οι πρώτοι, ούτε οι μοναδικοί, ούτε οι καλύτεροι που ξεσκονίσανε την ψυχεδέλεια του ‘60 και του ’70, την αφομοιώσανε και τώρα την παρουσιάζουν σε ένα σχετικά παρθένο κοινό. Το είδος αναβίωσε στις αρχές του ’80 αλλά και στα μέσα του ’90 πάλι, χωρίς όμως να μπει στα σαλόνια. Οι Black Angels έτυχε να έχουν το κοκαλάκι της νυχτερίδας και να βρεθούν στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Είναι από το Austin, διάολε!
Και νατοι στη σκηνή του Fuzz, μπροστά σε ένα ανυπόμονο κοινό που περίμενε να δει το Χριστό, τον Τσε Γκεβάρα, τον Jim Morrison, τον Λιονέλ Μέσι, ή τέλος πάντων όποιον έχει για θεό ο καθένας. Το ενδιαφέρον είναι ότι διάλεξαν το «One of These Days» των Pink Floyd για εισαγωγή πριν βγούνε στη σκηνή. Φόρος τιμής ίσως; Μέγα λάθος πάντως, καθώς δεν έχουν γράψει τίποτα που θα μπορούσε να κοντραριστεί μ’ αυτό το καταιγιστικό κομμάτι που, παρεμπιπτόντως, άνοιγε τις συναυλίες των Floyd στην τελευταία τους τουρνέ του 1993-1994. Μετά τα τυπικά «δεν πιστεύουμε ότι βρισκόμαστε εδώ» και «πάντα θέλαμε να παίξουμε εδώ», και μπροστά σε μια οθόνη που πρόβαλε εντυπωσιακές ψυχεδελικές, καλειδοσκοπικές εικόνες και σχέδια, οι πέντε μουσικοί έπαιξαν ένα δίωρο σετ που, για τους απαιτητικούς, απογειώθηκε μόνο προς το τέλος.
Ξεκίνησαν με το «The Sniper at the Gates of Heaven» από το ντεμπούτο τους, που κατά τη γνώμη μου παραμένει το καλύτερο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν, και εντελώς δημοκρατικά έπαιξαν ισάριθμα περίπου κομμάτια από κάθε δίσκο. Ο ήχος τους ήταν άψογος, αλλά κάτι έλειπε. Ύστερα από λίγο καταλάβαινες ότι έλειπε αυτή η φλόγα που βγαίνει όταν ο μουσικός παίζει τις νότες με πάθος και όχι μηχανικά και διεκπεραιωτικά. Και η ψυχρή αλήθεια είναι ότι όταν μια μπάντα παίζει τόσες πολλές φορές live, κάποιες απ’ αυτές θα παίξει παπάδες αλλά και σε κάποιες άλλες δε θα βρίσκεται σε τοπ φόρμα. Πιστεύω ότι η συγκεκριμένη βραδιά ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Ίσως λόγω κούρασης, ίσως λόγω κακού φεγγαριού. Ακόμα και το ποπίστικο «Don’t Play with Guns», που είναι η προσπάθειά τους για το crossover mainstream χιτάκι, ακούστηκε μηχανικό και τραχύ.
Αντιπροσωπευτικά από κάθε άλμπουμ, τα «Yellow Elevator #2», «Evil Things», «Haunting at 1300 McKinley», «Indigo Meadow», «Mission District» ή το «Τhe First Vietnamese War» είναι δυνατά, μεστά κομμάτια που καθηλώνουν όταν τα ακούς σε δίσκο, αλλά το βράδυ της 4/12 πέρασαν από τα αυτιά μας μόνο και μόνο για να φτάσουμε προς το τέλος, όπου από το «Bad Vibrations» και μετά το πράγμα άρχισε να ζεσταίνεται. Λίγο καθυστερημένα, αφού το εμβληματικό «Young Men Dead» που ακολούθησε ήταν και το τελευταίο κομμάτι πριν το 30λεπτο encore. Μακράν το καλύτερο μουσικά και στιχουργικά κομμάτι τους, είναι το σήμα κατατεθέν του ήχου τους, το πιο αναγνωρίσιμο και χαρακτηριστικό δημιούργημα από το ντεμπούτο Passover που μάλλον είναι υπεύθυνο για το στρογγυλοκάθισμά τους στο θρόνο της νέας ψυχεδέλειας τόσο γρήγορα.
Ακολούθησε το αναμενόμενο encore όπου έπεσε πολλή μαυρίλα: Στα «Black Grease» και «Black Isn’t Black» οι πέντε μουσικοί έδειξαν να βουτάνε στη μαύρη λυσεργική λίμνη και να παίζουν επιτέλους σαν τα μπάσταρδα του Roky Erickson, του Sky Saxon και του John Cale που είναι. Έκλεισαν με το «Μanipulation» - πάλι από το Passover - που το τέντωσαν για πάνω από δέκα λεπτά μέχρι τα ψυχεδελικά όριά του, σώζοντας έτσι τη βραδιά.