«Αν ήταν να χρησιμοποιήσω αυτήν την ξεφτισμένη μεταφορά για τους δίσκους, ότι είναι δηλαδή σαν παιδιά, τότε το Push The Sky Away αποτελεί το μωρό-φάντασμα μέσα στη θερμοκοιτίδα», δηλώνει στην επίσημη σελίδα του ο Nick Cave αναφερόμενος στην τελευταία του δουλειά, η οποία κυκλοφόρησε επίσημα πλέον στις 18 Φεβρουαρίου. Φέροντας στη μουσική του πορεία 14 άλμπουμ με τους Bad Seeds αποφασίζει να γιορτάσει το 15ο ως ιωβηλαίο (jubilee) για τα 30 χρόνια ύπαρξης της μπάντας και να χαρίσει στο κοινό του ένα αποπαίδι που καμία σχέση δεν έχει με την τελευταία δυναμική τρέλα των Grinderman.
Παρόλο που ο ίδιος του προσπαθεί να στήσει το σκηνικό με τις δηλώσεις του, αυτοαποδομείται με τους στίχους του και τοποθετεί το περιβάλλον δράσης υπό της θάλασσας με φιγούρες που κάποιες φορές θα ζήλευε ο Tim Burton. Με το εξώφυλλο να αναπαριστά τον ίδιο του να υποδεικνύει τον ουρανό, ενώ παράλληλα τη μούσα του να σκύβει το κεφάλι κοιτώντας το βυθό, αποδίδει ανάγλυφα την ολόγυμνη αλήθεια της, που δεν είναι άλλη από την αλήθεια του δίσκου. Την προτρέπει να σηκώσει το βλέμμα, να ανοίξει τους ορίζοντες της και να τολμήσει να δει τον ουρανό, να τον σπρώξει μακριά.
Σα γνήσιος Ρωμαίος ελεγειακός ποιητής δεν περιορίζεται μόνο στη μελωδία, μα περνά σε ένα ανώτερο λογοτεχνικό επίπεδο που χρήζει ποιητολογικής ανάλυσης. Φαντάζει αδιανόητη η μελωδία αποσυνδεδεμένη από το στίχο. Αποτελούν ένα αδιάσπαστο όλον, που κάθε προσπάθεια υπερεξήγησης το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν η συνολική υποτίμηση του έργου. Με σαπφικό βιολί παρηχεί το “w“ κατά μήκος των τίτλων επιτείνοντας το σκοτεινό υγρό στοιχείο, όπως επίσης τα “l“ και “r“ θυμίζοντας εποχές από Murder Ballands και Where The Wilde Roses Grow, με την ηχητική μεστότητα όμως του The Boatman's Call. Η τεράστια μουσική ενότητά του αποτυπώνεται με τα ηχητικά σύνολα να μεταπηδούν από το ένα τραγούδι στο άλλο τις περισσότερες φορές μεταμφιεσμένα. Δε γίνονται αντιληπτά με την πρώτη προσέγγιση, όμως τούτο αποτελεί ένα βασικό συστατικό της ανεπανάληπτης πληρότητάς του. Απόλυτα ταιριάζει εδώ αυτό που είπε πετυχημένα ο Βίκτωρ Ουγκώ: «μια φωτιά είναι κρυμμένη πίσω από κάθε τι που βλέπεις».
We No Who U R: Ξεκινά στήνοντας το τοπίο μέσα στο δάσος, ενώ παράλληλα παίζει με το φως (morning light) και την αναπνοή (we breathe it in), που αποτελούν τα βασικά στοιχεία της ζωής μαζί με το νερό.
Wide Lovely Eyes: Αποκαλύπτεται σιγά σιγά η εσωτερική νοηματική συνοχή, σαν πλέγμα που συνδέει ενδοαναφορικά τα κομμάτια με αλληλουχία εικόνων και όρων (π.χ. mermaids). Τα εξαιρετικά δεύτερα φωνητικά θυμίζουν τις γοργόνες του έκτου τραγουδιού, ενώ οι στίχοι down the tunnel that leads to the sea/ step on the beach beneath the iron sky και crystal waves and waves of love προετοιμάζουν τον ακροατή για το επόμενο κομμάτι. Αντιστάθμισμα του φωτός η νύχτα ταυτίζεται με τον τραγουδιστή (the night expands, I am expanding).
Water’s Edge: Όπως αποκάλυψε ο ίδιος σε συναυλία στα πλαίσια προώθησης του δίσκου, το συγκεκριμένο τραγούδι είναι γραμμένο για τη γυναίκα του. Καθώς το προδίδει και ο τίτλος, το σημείο αναφοράς δε θα μπορούσε παρά να είναι το νερό: where the stones meet the sea, down by the water, and search for the word on the water's edge, who dance at the water's edge, shaking their asses, who shriek at the edge of the water. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτελεί κάποιου είδους νοηματικής ζευγαρωτής ομοιομορφίας που εκτυλίσσεται στίχο παρά στίχο και ολοκληρώνεται με το εξαιρετικό βιολί, το οποίο παίζει πάντα σε δεύτερο πλάνο, άλλοτε κυριαρχικά και άλλοτε υποστηρικτικά, πάντα όμως ως βασικό στοιχείο της μελωδίας.
Jubilee street: Αν και είναι ένα από τα πρώτα τραγούδια που γνωστοποιήθηκαν πριν από την κυκλοφορία του δίσκου, παρόλα αυτά δεν αποκόπτεται από το σύνολο συνεχίζοντας το παιχνίδι ενδοαυτοαναφορικότητας με φράσεις, όπως I’m pushing my own wheel of love. Η Bee που θα μπορούσε να είναι και το κορίτσι του εξωφύλλου ηχητικά ταυτίζεται με τη Jubilee street, βασικό πυλώνα ολόκληρης της δουλειάς, μιας που εμφανίζεται στους δύο από τους εννέα τίτλους. Άξιο ιδιαίτερης μνείας είναι το τελευταίο τρίστιχο του τραγουδιού: I’m transforming, I’m vibrating, I’m glowing/I’m flying, look at me/I’m flying, look at me now. Αποδυόμενος όλες τις εγκλωβίστικες νόρμες μεταμορφώνεται, μετουσιώνεται και προετοιμάζεται για το επερχόμενο μυθολογικό ταξίδι του. Με αφορμή τις λέξεις girl και book παρεκκλίνει παρεμβάλλοντας δύο εγκιβωτισμένες αφηγήσεις (Mermaids και We Real Cool) για να επιστρέψει στο τι ακολούθησε τη σύνθεση του Jubilee Street.
Mermaids: Με οβιδιανού τύπου στίχο που θα μπορούσε να είναι επηρεασμένος από την Ερωτική Τέχνη ξεκινά την αφήγηση του: she was a catch/we were a match/I was the match/that would fire up her snatch. Παρόλη την προκλητικότητα των λέξεων καταφέρνει και περνά σε ένα ανώτερο μεταποιητικό επίπεδο, όπου πλέον οι λέξεις αποδεσμεύονται της κυριολεκτικής τους σημασίας και απολυτοποιούν την έννοια της αυθαιρεσίας του γλωσσικού σημείου (που θα έλεγε και ο Saussure). Οι συγκεκριμένοι στίχοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαιρετικό παράδειγμα της λογοτεχνικής φύσης του Nick Cave, καθώς ξεπερνά τα όρια της απλής στιχουργικής και σύνθεσης. Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της άρτιας λογοτεχνικότητας θα μπορούσε άραγε ο στίχος down to the water να αποτελεί διακειμενική-διαμουσική αναφορά στο τραγούδι της PJ Harvey Down By The Water; Γιατί δεν είναι μόνο ο προφανής τίτλος που μπορεί να προδίδει κάτι τέτοιο, αλλά και η μουσική σύνθεση που προσιδιάζει κατά πολύ στο μουσικό ύφος του καλλιτέχνη. Τα φωνητικά από τις θαλάσσιες θεότητες (for I 've seen your face/on the floor of the ocean) σιγοντάρουν με μυθολογικές καταβολές το ρεφρέν και μαγεύουν εκείνους που πηγαινοέρχονταν και τελικά «βυθίζονταν» down to the sea πλανημένοι από την ομορφιά τους. Ως άλλος Οδυσσέας δεμένος στο κατάρτι ακούει το τραγούδι των σειρήνων, ενώ η επιθυμία και αγωνία του να υποκύψει στη μαγική φωνή τους μεταφέρεται στο We Real Cool.
We Real Cool: Η δεύτερη αφήγηση που πυροδοτείται από τη λέξη book στο Jubilee street εγκολπώνει ένα ευρύτερο πλαίσιο αναφορών πέρα από τους μύθους. Ξεκινά με δύο χριστολογικούς στίχους (who was it you called the good shepherd, rounding up the kids for their meal), συνεχίζει με αστρονομικούς όρους (who measured the distance from the planets, Sirius is 8,6 light years away, Arcturus is 37) και περνώντας από το παρελθόν στο παρόν (the past is the past and it's here to stay) καταλήγει στον «παράδεισο» της τεχνολογίας (Wikipedia's heaven).
Finishing Jubilee Street: Έπειτα από τη σύντομη παράκαμψή του επιστρέφει και αφηγείται τις συνθήκες που ακολουθούν την παραγωγή του Jubilee Street. Δε θα μπορούσε να λείπει η γυναικεία μορφή, κατά παράξενο τρόπο όμως αυτήν δεν είναι πια η Bee, αλλά κάποια άλλη. Με τη φράση you draw lightning from the sky δεν το συνδέει μόνο με το προηγούμενο τραγούδι, μα και με τη βασική ιδέα του δίσκου και το δεύτερο bonus track.
Higgs Boson Blues: Αλλάζει εντελώς θεματολογία και μεταφέρει τον ακροατή σε ζεστές ερήμους και στο μακρινό Memphis, όπου η φωτιά (flame trees on fire) αντικαθιστά το υγρό στοιχείο, το οποίο εμφανίζεται μόνο με δύο μικρές αναφορές (and cries with the dolphins, Miley Cyrus floats in a swimming pool in Toluca Lake).
Push The Sky Away: Το σπουδαιότερο για την ολότητα και σύλληψή του τραγούδι το φύλαξε για το τέλος, χαρίζοντάς του την ηρωική fama μέσω της ομωνυμίας. Σαν ορατιανή σφραγίδα κερδίζει τη μάχη με τη λήθη για να αντέξει σαν αριστούργημα μέσα στο χρόνο αδιαφορώντας για τη θέση του κόσμου (and if your friends think that you should do it different / and if they think that you should do it the same). Δεν είναι απλή μουσική, είναι ποίηση, είναι ελεγεία που πηγάζει από την εσωτερική ανάγκη για δημιουργία (and some people say it's just rock 'n' roll/aw, but it gets you right down to your soul). Μόνο αν καταφέρει και υπερβεί κανείς την καθεστηκυία πραγματικότητα θα επιτύχει την ολοκληρωτική λύτρωση των συμβάσεων. Ο μόνος τρόπος είναι να σπρώξει μακριά τον ουρανό (just keep on pushing and, keep on pushing and/push the sky away), εκεί που δεν υπάρχουν σύνορα παρά μόνο το πραγματικό φως.
Επιμύθιο: Αμφιβάλλω πολύ αν είχε όλα αυτά μέσα στο μυαλό του ο Nick Cave, όταν συνέθετε τη μουσική του. Δε με ενδιαφέρει άλλωστε κιόλας να μπω σε μια διαδικασία προθετικής πλάνης (που θα έλεγαν και οι Άγγλοι Νέοι Κριτικοί) που ως μοναδικό αποτέλεσμα θα έχει να κυνηγώ μάγισσες και χίμαιρες. Γιατί εν τέλει η αξία ενός καλού δίσκου δεν έγκειται μόνο στην ποιότητα δημιουργίας, παραγωγής και ακρόασής του, αλλά ουσιαστικά στη μετέπειτα συνεχή ανατροφοδότηση θυμικού και λογικού με μεταποιητικά ερεθίσματα έτοιμα να εκραγούν στο κεφάλι σου ανά πάσα στιγμή. Και ναι, η καινούρια δουλειά του Nick Cave είναι πολύ καλή.
Παρόλο που ο ίδιος του προσπαθεί να στήσει το σκηνικό με τις δηλώσεις του, αυτοαποδομείται με τους στίχους του και τοποθετεί το περιβάλλον δράσης υπό της θάλασσας με φιγούρες που κάποιες φορές θα ζήλευε ο Tim Burton. Με το εξώφυλλο να αναπαριστά τον ίδιο του να υποδεικνύει τον ουρανό, ενώ παράλληλα τη μούσα του να σκύβει το κεφάλι κοιτώντας το βυθό, αποδίδει ανάγλυφα την ολόγυμνη αλήθεια της, που δεν είναι άλλη από την αλήθεια του δίσκου. Την προτρέπει να σηκώσει το βλέμμα, να ανοίξει τους ορίζοντες της και να τολμήσει να δει τον ουρανό, να τον σπρώξει μακριά.
Σα γνήσιος Ρωμαίος ελεγειακός ποιητής δεν περιορίζεται μόνο στη μελωδία, μα περνά σε ένα ανώτερο λογοτεχνικό επίπεδο που χρήζει ποιητολογικής ανάλυσης. Φαντάζει αδιανόητη η μελωδία αποσυνδεδεμένη από το στίχο. Αποτελούν ένα αδιάσπαστο όλον, που κάθε προσπάθεια υπερεξήγησης το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν η συνολική υποτίμηση του έργου. Με σαπφικό βιολί παρηχεί το “w“ κατά μήκος των τίτλων επιτείνοντας το σκοτεινό υγρό στοιχείο, όπως επίσης τα “l“ και “r“ θυμίζοντας εποχές από Murder Ballands και Where The Wilde Roses Grow, με την ηχητική μεστότητα όμως του The Boatman's Call. Η τεράστια μουσική ενότητά του αποτυπώνεται με τα ηχητικά σύνολα να μεταπηδούν από το ένα τραγούδι στο άλλο τις περισσότερες φορές μεταμφιεσμένα. Δε γίνονται αντιληπτά με την πρώτη προσέγγιση, όμως τούτο αποτελεί ένα βασικό συστατικό της ανεπανάληπτης πληρότητάς του. Απόλυτα ταιριάζει εδώ αυτό που είπε πετυχημένα ο Βίκτωρ Ουγκώ: «μια φωτιά είναι κρυμμένη πίσω από κάθε τι που βλέπεις».
We No Who U R: Ξεκινά στήνοντας το τοπίο μέσα στο δάσος, ενώ παράλληλα παίζει με το φως (morning light) και την αναπνοή (we breathe it in), που αποτελούν τα βασικά στοιχεία της ζωής μαζί με το νερό.
Wide Lovely Eyes: Αποκαλύπτεται σιγά σιγά η εσωτερική νοηματική συνοχή, σαν πλέγμα που συνδέει ενδοαναφορικά τα κομμάτια με αλληλουχία εικόνων και όρων (π.χ. mermaids). Τα εξαιρετικά δεύτερα φωνητικά θυμίζουν τις γοργόνες του έκτου τραγουδιού, ενώ οι στίχοι down the tunnel that leads to the sea/ step on the beach beneath the iron sky και crystal waves and waves of love προετοιμάζουν τον ακροατή για το επόμενο κομμάτι. Αντιστάθμισμα του φωτός η νύχτα ταυτίζεται με τον τραγουδιστή (the night expands, I am expanding).
Water’s Edge: Όπως αποκάλυψε ο ίδιος σε συναυλία στα πλαίσια προώθησης του δίσκου, το συγκεκριμένο τραγούδι είναι γραμμένο για τη γυναίκα του. Καθώς το προδίδει και ο τίτλος, το σημείο αναφοράς δε θα μπορούσε παρά να είναι το νερό: where the stones meet the sea, down by the water, and search for the word on the water's edge, who dance at the water's edge, shaking their asses, who shriek at the edge of the water. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτελεί κάποιου είδους νοηματικής ζευγαρωτής ομοιομορφίας που εκτυλίσσεται στίχο παρά στίχο και ολοκληρώνεται με το εξαιρετικό βιολί, το οποίο παίζει πάντα σε δεύτερο πλάνο, άλλοτε κυριαρχικά και άλλοτε υποστηρικτικά, πάντα όμως ως βασικό στοιχείο της μελωδίας.
Jubilee street: Αν και είναι ένα από τα πρώτα τραγούδια που γνωστοποιήθηκαν πριν από την κυκλοφορία του δίσκου, παρόλα αυτά δεν αποκόπτεται από το σύνολο συνεχίζοντας το παιχνίδι ενδοαυτοαναφορικότητας με φράσεις, όπως I’m pushing my own wheel of love. Η Bee που θα μπορούσε να είναι και το κορίτσι του εξωφύλλου ηχητικά ταυτίζεται με τη Jubilee street, βασικό πυλώνα ολόκληρης της δουλειάς, μιας που εμφανίζεται στους δύο από τους εννέα τίτλους. Άξιο ιδιαίτερης μνείας είναι το τελευταίο τρίστιχο του τραγουδιού: I’m transforming, I’m vibrating, I’m glowing/I’m flying, look at me/I’m flying, look at me now. Αποδυόμενος όλες τις εγκλωβίστικες νόρμες μεταμορφώνεται, μετουσιώνεται και προετοιμάζεται για το επερχόμενο μυθολογικό ταξίδι του. Με αφορμή τις λέξεις girl και book παρεκκλίνει παρεμβάλλοντας δύο εγκιβωτισμένες αφηγήσεις (Mermaids και We Real Cool) για να επιστρέψει στο τι ακολούθησε τη σύνθεση του Jubilee Street.
Mermaids: Με οβιδιανού τύπου στίχο που θα μπορούσε να είναι επηρεασμένος από την Ερωτική Τέχνη ξεκινά την αφήγηση του: she was a catch/we were a match/I was the match/that would fire up her snatch. Παρόλη την προκλητικότητα των λέξεων καταφέρνει και περνά σε ένα ανώτερο μεταποιητικό επίπεδο, όπου πλέον οι λέξεις αποδεσμεύονται της κυριολεκτικής τους σημασίας και απολυτοποιούν την έννοια της αυθαιρεσίας του γλωσσικού σημείου (που θα έλεγε και ο Saussure). Οι συγκεκριμένοι στίχοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαιρετικό παράδειγμα της λογοτεχνικής φύσης του Nick Cave, καθώς ξεπερνά τα όρια της απλής στιχουργικής και σύνθεσης. Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της άρτιας λογοτεχνικότητας θα μπορούσε άραγε ο στίχος down to the water να αποτελεί διακειμενική-διαμουσική αναφορά στο τραγούδι της PJ Harvey Down By The Water; Γιατί δεν είναι μόνο ο προφανής τίτλος που μπορεί να προδίδει κάτι τέτοιο, αλλά και η μουσική σύνθεση που προσιδιάζει κατά πολύ στο μουσικό ύφος του καλλιτέχνη. Τα φωνητικά από τις θαλάσσιες θεότητες (for I 've seen your face/on the floor of the ocean) σιγοντάρουν με μυθολογικές καταβολές το ρεφρέν και μαγεύουν εκείνους που πηγαινοέρχονταν και τελικά «βυθίζονταν» down to the sea πλανημένοι από την ομορφιά τους. Ως άλλος Οδυσσέας δεμένος στο κατάρτι ακούει το τραγούδι των σειρήνων, ενώ η επιθυμία και αγωνία του να υποκύψει στη μαγική φωνή τους μεταφέρεται στο We Real Cool.
We Real Cool: Η δεύτερη αφήγηση που πυροδοτείται από τη λέξη book στο Jubilee street εγκολπώνει ένα ευρύτερο πλαίσιο αναφορών πέρα από τους μύθους. Ξεκινά με δύο χριστολογικούς στίχους (who was it you called the good shepherd, rounding up the kids for their meal), συνεχίζει με αστρονομικούς όρους (who measured the distance from the planets, Sirius is 8,6 light years away, Arcturus is 37) και περνώντας από το παρελθόν στο παρόν (the past is the past and it's here to stay) καταλήγει στον «παράδεισο» της τεχνολογίας (Wikipedia's heaven).
Finishing Jubilee Street: Έπειτα από τη σύντομη παράκαμψή του επιστρέφει και αφηγείται τις συνθήκες που ακολουθούν την παραγωγή του Jubilee Street. Δε θα μπορούσε να λείπει η γυναικεία μορφή, κατά παράξενο τρόπο όμως αυτήν δεν είναι πια η Bee, αλλά κάποια άλλη. Με τη φράση you draw lightning from the sky δεν το συνδέει μόνο με το προηγούμενο τραγούδι, μα και με τη βασική ιδέα του δίσκου και το δεύτερο bonus track.
Higgs Boson Blues: Αλλάζει εντελώς θεματολογία και μεταφέρει τον ακροατή σε ζεστές ερήμους και στο μακρινό Memphis, όπου η φωτιά (flame trees on fire) αντικαθιστά το υγρό στοιχείο, το οποίο εμφανίζεται μόνο με δύο μικρές αναφορές (and cries with the dolphins, Miley Cyrus floats in a swimming pool in Toluca Lake).
Push The Sky Away: Το σπουδαιότερο για την ολότητα και σύλληψή του τραγούδι το φύλαξε για το τέλος, χαρίζοντάς του την ηρωική fama μέσω της ομωνυμίας. Σαν ορατιανή σφραγίδα κερδίζει τη μάχη με τη λήθη για να αντέξει σαν αριστούργημα μέσα στο χρόνο αδιαφορώντας για τη θέση του κόσμου (and if your friends think that you should do it different / and if they think that you should do it the same). Δεν είναι απλή μουσική, είναι ποίηση, είναι ελεγεία που πηγάζει από την εσωτερική ανάγκη για δημιουργία (and some people say it's just rock 'n' roll/aw, but it gets you right down to your soul). Μόνο αν καταφέρει και υπερβεί κανείς την καθεστηκυία πραγματικότητα θα επιτύχει την ολοκληρωτική λύτρωση των συμβάσεων. Ο μόνος τρόπος είναι να σπρώξει μακριά τον ουρανό (just keep on pushing and, keep on pushing and/push the sky away), εκεί που δεν υπάρχουν σύνορα παρά μόνο το πραγματικό φως.
Επιμύθιο: Αμφιβάλλω πολύ αν είχε όλα αυτά μέσα στο μυαλό του ο Nick Cave, όταν συνέθετε τη μουσική του. Δε με ενδιαφέρει άλλωστε κιόλας να μπω σε μια διαδικασία προθετικής πλάνης (που θα έλεγαν και οι Άγγλοι Νέοι Κριτικοί) που ως μοναδικό αποτέλεσμα θα έχει να κυνηγώ μάγισσες και χίμαιρες. Γιατί εν τέλει η αξία ενός καλού δίσκου δεν έγκειται μόνο στην ποιότητα δημιουργίας, παραγωγής και ακρόασής του, αλλά ουσιαστικά στη μετέπειτα συνεχή ανατροφοδότηση θυμικού και λογικού με μεταποιητικά ερεθίσματα έτοιμα να εκραγούν στο κεφάλι σου ανά πάσα στιγμή. Και ναι, η καινούρια δουλειά του Nick Cave είναι πολύ καλή.