Ματωμένος Γάμος του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στο θέατρο Αποθήκη

Μια διασκευή του αριστουργήματος του Λόρκα από τον Γιάννη Κακλέα, που παρουσιάζεται στο θέατρο Αποθήκη.
Διαβάστηκε φορες
Ο "Ματωμένος Γάμος" του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα γράφτηκε το 1931 και πρόκειται για ένα από τα πιο πολυανεβασμένα θεατρικά έργα. Μόνο το γεγονός αυτό δικαιολογεί την ανάγκη "διαμόρφωσης" αυτού του έργου και της βαθιάς αναζήτησης εναλλακτικών μορφών παρουσίασής του, που έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών διασκευών. Μια από αυτές ανήκει στον Γιάννη Κακλέα και παρουσιάζεται στο θέατρο Αποθήκη.

Κάθε διασκευή ενέχει το στοιχείο του ρίσκου και κάθε πειραματισμός συνεπάγεται τη διακινδύνευση της μη αποδοχής από τον θεατή -ιδίως όταν το "σώμα" επί του οποίου επιχειρείται η εν λόγω διασκευή αποτελεί ένα κλασικό και αριστουργηματικό κείμενο που, παρά την υπέρβαση ογδοηκονταετίας από τη δημιουργία του, στηρίζεται σε διαχρονικά μοτίβα, όπως η προαιώνια αντιπαραβολή έρωτα και θανάτου.

Το σκηνικό της παράστασης είναι το πλέον κατάλληλο προς συμπλήρωση της επιδιωκόμενης ατμόσφαιρας: σκοτεινό και μινιμαλιστικό, με "μυστικές" θύρες και καταπακτές και αξιοποίηση όλων των επιπέδων της σκηνής, γεγονός που ενέτεινε τη δράση όταν αυτό ήταν απαραίτητο. Οι φωτισμοί ήταν εξίσου λιτοί και παρέπεμπαν στην ατμοσφαιρικότητα της Ανδαλουσίας του 1928, οπότε και έλαβε χώρα το έγκλημα που ενέπνευσε τον Λόρκα για τη συγγραφή του έργου -στη θέση του ισπανικού ντουέντε, ωστόσο, ήταν ρυθμοί γκόθικ, που έντυναν ιδανικά τη μεταμοντέρνα προσέγγιση του έργου.

Οι χαρακτήρες εξυπηρετούσαν, επίσης, την ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά, γεγονός, ωστόσο, που συχνά τους οδηγούσε στην υπερβολή. Οι λιτοί χαρακτήρες του Λόρκα, που παραμένουν όλοι ανώνυμοι, πλην του Λεονάρντο, έχουν σκοπό να συμπυκνώσουν και να προσωποποιήσουν συναισθήματα: η Μάνα τον πόνο και τον θρήνο και η Νύφη το πάθος, το ρομαντισμό και την επιθυμία να διαφύγει της απομόνωσης που απαρχή και σύμβολό της ήταν η απομακρυσμένη αγροτική κατοικία της. 

Η Εβελίνα Παπούλια ήταν ενδιαφέρουσα επιλογή για τον ρόλο της Μάνας, υπό την έννοια ότι είναι πολύ νεότερη από τη Μάνα του αρχικού κειμένου, προφανώς σε μια απόπειρα προσέγγισης μιας άλλης υπόστασης του ρόλου: υπενθυμίζοντας ότι παραμένει γυναίκα, παρά τα όρια, τους τοίχους που έχει οικοδομήσει εκουσίως λόγω του πένθους της, εξετάζοντάς, έτσι, και τον παράγοντα του ανταγωνισμού μεταξύ Μάνας και Νύφης, ήδη από την πρώτη γνωριμία τους. Σε αυτό το επίπεδο η ηθοποιός ήταν πειστική, ωστόσο σε άλλα σημεία της παράστασης εμφανιζόταν αρκετά ξύλινη και η ερμηνεία έδειχνε να μην είναι όσο αβίαστη θα χρειαζόταν. Οι καλύτερες της στιγμές ήταν η σκηνική συνύπαρξη με τη νύφη, όπως και η τελευταία σκηνή της παράστασης, την οποία απέδωσε με τη δυναμική που έπρεπε.

Η Λίλα Μπακλέση -που, πρόσφατα, αντικατέστησε τη Λένα Παπαληγούρα- ήταν εξαιρετική στον ρόλο της Νύφης. Συγκρατημένη όπου έπρεπε, με τη διαρκή εναλλαγή μεταξύ ηρεμίας και έκρηξης, λόγου και σιωπής, λογικής και παράνοιας που χαρακτηρίζει τη Νύφη να μην την πτοεί υποκρ
ιτικά. Κινησιολογικά άρτια και με αξιομνημόνευτα εκφραστικό πρόσωπο, ακροβατώντας προσεκτικά και μετρημένα μεταξύ της αέρινης πα
ρουσίας της Νύφης και της απότομης γείωσής της -ως αποτέλεσμα μιας αλληλουχίας γεγονότων, σαν το χρονικό ενός προαναγγελθέντο
ς θανάτου- η Λίλα Μπακλέση ανταποκρίθηκε πλήρως στις απαιτήσεις του ρόλου της.


Ο Λάμπρος Κτεναβός ως Γαμπρός απέδωσε ικανοποιητικά την ατολμία του νέου που ζει στη σκιά των νεκρών ανδρών της οικογένειάς του και που χρειάζεται διαρκώς την
επιβεβαίωση των κοντινών του ανθρώπων -της Μάνας του ή της Νύφης- ώστε να πάρει οποιαδήποτε πρωτοβουλία. Τα συναισθήματα του φόβου, της ανασφάλειας και της διστακτικότητας αποδόθηκαν όπως θα έπρεπε -ίσως, όμως, η έκρηξή του και η βίαιη πλευρά του χαρακτήρα του, όπως αυτή υπονοήθηκε πολύ πριν τη σκηνη της μάχης, θα μπορούσε να έχει περισσότερη ένταση κι εσωτερικότητα.

Ο Δημήτρης Μοθωναίος ως
Λεονάρντο, ο μόνος χαρακτήρας τον οποίο ο Λόρκα επέλεξε να ονομάσει, προσέγγισε με επιτυχία το θράσος και τον αντιδραστικό χαρακτήρα του ρόλου του. Η παρουσία του στη σκηνή ήταν επιβλητική, με εξαίρεση ορισμένα σημεία στα οποία υπερέβη τα όρια της απαιτούμενης έντασης, χάνοντας μέρος της πειστικότητάς του.

Η ερμηνεία της Ειρήνης Μπούνταλη ως Γυναίκας, ήταν σε κάποια σημεία αμήχανη, σε γενικές γραμμές, όμως, ισορροπημένη.

Ο Δημήτρης Γεωργαλάς ήταν πολύ καλός στον ρόλο του Πατέρα της Νύφης· γήινος, μετρημένος και με εξαιρετική άρθρωση-φωνή, απέδωσε στο έπακρο την αποστασιοποιημένη παρουσία του Πατέρα και την αποστροφή του για την όποια μορφή έντασης/διαπληκτισμού, που, συχνά, επέφερε αντίθετο αποτέλεσμα από το επιθυμητό στην επιφανειακη ηρεμία της οικογένειάς του.

Η Ιφιγένεια Αστεριάδη διατήρησε το μέτρο ως Δούλα, ούσα πειστικότατη στην προσπάθειά του ρόλου να εκλογικεύει τις παρορμήσεις της Νύφης. Για τη σκηνοθετική προσέγγιση του ρόλου του Φεγγαριού, αν και το κείμενο του Λόρκα είναι τουλάχιστον συναρπαστικό, προσωπικά είχα ενστάσεις -θεώρησα υπερβολική την ενδυματολογική επιλογή, σε συνδυασμό με την υπαγορευόμενη από τον ρόλο στατικότητα στη σκηνή, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να εστιάσω στην ερμηνεία των συγκεκριμένων σημείων.

Η Αριάδνη Καβαλλιέρου, ως Θάνατος, αποτέλεσε άλλη μία ενδιαφέρουσα σκηνοθετικά επιλογή, μιας και στο αρχικό κείμενο ο Θάνατος προσωποποιείται από μία γριά ζητιάνα. Ο Γιάννης Κακλέας επέλεξε να παρουσιάσει τον Θάνατο με τη μορφή μίας νεαρής γυναίκας, θελκτικής, που υπήρχε στις ζωές των ηρώων, καθοδηγώντας τους και προσομοιάζοντας στην τρέλα καθεαυτή. Καθώς μία τέτοια επιλογή είναι από μόνη της πρωτοποριακή, θεωρώ ότι οι ενδυματολογικές επιλογές, τα έντονα αξεσουάρ, η αλλοίωση της φωνής και η αυστηρότητα στην κίνηση, ενδεχομένως να αποσυντόνιζαν τον θεατή από τα επιδιωκόμενα νοήματα της ύπαρξης του ρόλου. Η ηθοποιός, βέβαια, ακολούθησε πιστά τις σκηνοθετικές οδηγίες, με πιο αξιοσημείωτο τον κύκλο που σηματοδότησε το τέλος της ιστορίας, όπως ακριβώς ξεκίνησε, με τη σημασία του μαχαιριού να τονίζεται και την ηθοποιό να έχει παρουσία ηχηρή και δυναμική.

Ενδυματολογικώς κυριαρχούσε το άσπρο και το μαύρο, σε μια διάθεση επικράτησης του συναισθήματος και σε πλήρη αρμονία με το μινιμαλιστικό σκηνικό. Η απουσία χρωμάτων καθοδηγούσε τον θεατή να απορροφήσει νοήματα και συναισθήματα ξέχωρα απ'την εικόνα, ωστόσο το γυμνό ήταν πολύ περισσότερο από ό,τι θα χρειαζόταν -κι αυτό καθίσταται σαφές από νωρίς, ακριβώς γιατί στην πλειοψηφία των σκηνών ήταν περιττό.

Η κινησιολογία της παράστασης ήταν εξαιρετική και τα στοιχεία χοροθεάτρου, με τα οποία περιγράφονταν γεγονότα που ο θεατής δεν είχε πληροφορηθεί από τους διαλογους, αποδόθηκαν με απόλυτο επαγγελματισμό από όλους τους ηθοποιούς.

Ανεξάρτητα από την κριτική οπτική εκάστου θεατή για τη διασκευή του Ματωμένου Γαμου, το κείμενο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα ζωντανεύει στη σκηνή με τον αμεσότερο, ειλικρινέστερο κι αποκαλυπτικότερο τρόπο την υποκρισία της μεσοαστικής οικογένειας, την ανθρώπινη μοναξιά, την εξάρτηση που προκαλεί ο πόνος, την ανάγκη εξωτερίκευσης του θρήνου, την οδύνη της φίμωσης του συναισθηματος, το φόβο του θανάτου και το φόβο της ζωής -που συχνά αποδεικνύεται εντονότερος και τραγικότερος του προηγουμένου. Κι όλα αυτά, σε συνδυασμό με την υπερβατικά ποιητική μετάφραση του Νίκου Γκάτσου, είναι αδύνατο να μη μαγέψουν ως και τον απαιτητικότερο των θεατών.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ    
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ – ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΛΕΑΣ
ΣΚΗΝΙΚΑ: ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΝΤΕΛΙΔΑΚΗΣ
ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: ΕΥΑ ΝΑΘΕΝΑ
ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΙΝΗΣΙΟΛΟΓΙΑ: ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΡΟΜΠΟΥΚΗ
ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ: ΝΟΥΡΜΑΛΑ  ΗΣΤΥ

ΔΙΑΝΟΜΗ:

ΜΑΝΑ - ΕΒΕΛΙΝΑ ΠΑΠΟΥΛΙΑ
ΝΥΦΗ - ΛΙΛΑ ΜΠΑΚΛΕΣΗ
ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΟΘΩΝΑΙΟΣ  
ΓΑΜΠΡΟΣ - ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΤΕΝΑΒΟΣ 
ΓΥΝΑΙΚΑ - ΕΙΡΗΝΗ ΜΠΟΥΝΤΑΛΗ 
ΠΑΤΕΡΑΣ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΕΩΡΓΑΛΑΣ 
ΦΕΓΓΑΡΙ /ΔΟΥΛΑ - ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑΔΗ 
ΠΑΙΔΙ-ΘΑΝΑΤΟΣ - ΑΡΙΑΔΝΗ ΚΑΒΑΛΙΕΡΟΥ 

Παραγωγή: ΦΙΛΟΘΕΑΤΟΝ ΑΕ

Αξιολόγηση Θεατρικής Παράστασης
Βαθμός Παράστασης
9,0 / 10 (σε 2 αξιολογήσεις)
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα