Nefeli Walking Undercover: Θέλω να παραχωρήσω τη συνέχιση αυτού του κόσμου στα παιδιά

Με αφορμή την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ της, η νεαρή δημιουργός μιλάει στο Mix Grill εφ' όλης της ύλης.
Διαβάστηκε φορες
Φωτογραφία εξωφύλλου: Theo Vranas

Η Νεφέλη Λιούτα, ή Nefeli Walking Undercover επί το καλλιτεχνικότερον, είναι μια προσωπικότητα με πολλές διαστάσεις: τραγουδοποιός, συνθέτρια, συγγραφέας, δασκάλα. Μας απασχολεί ποικιλοτρόπως από το 2011, οπότε και κυκλοφόρησε η πρώτη της δισκογραφική εργασία, με τίτλο Τα Μολύβια-Κομάντος. Λίγο αργότερα κέρδισε το πρώτο βραβείο στους Αγώνες Δημιουργίας Ελληνικού Τραγουδιού του Ιδρύματος Ωνάση ενώ συνέχισε να δημιουργεί και να συμπράττει με διάφορους μουσικούς (Leon, Mimosa’s Dream, Bad Bid κ.ά.).

Φέτος, επέστρεψε δυναμικά με την κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου της αλλά και με την επανακυκλοφορία του πρώτου μέσω της εφημερίδας Αυγή. Επόμενο ήταν, λοιπόν, να θελήσουμε να την κουβεντιάσουμε διεξοδικώς…

Θα ξεκινήσω από τον τίτλο του νέου δίσκου: 1041ΑΚ (Φάηντερς, Κήπερς). Τι σημαίνει;

Το 1041ΑΚ είναι άρθρο του αστικού κώδικα το οποίο αναφέρεται στη χρησικτησία. Λέει, με απλά ελληνικά, ότι αν κάποιος βρει κάτι και το πάρει στη δούλεψή του ή στην κατοχή του, ή απλά υπό την προστασία του, και κανείς δεν το διεκδικήσει για ένα εύλογο χρονικό διάστημα που ορίζει ο νόμος, τότε αυτό γίνεται δικό του. Αρκεί να ξέρει πριν ότι δεν ανήκει σε κάποιον – θέλει αυτό που λέμε στη Νομική «καλή πίστη». Το «Φάηντερς, Κήπερς» είναι μια πιο παιχνιδιάρικη εξήγηση του τίτλου.

Η σύνδεση του τίτλου με το περιεχόμενο του δίσκου ποια είναι;

Κατ’ αρχάς, έχει να κάνει με τους στίχους του ομώνυμου κομματιού, οι οποίοι αναφέρονται σε αυτό το κάτι, το στραφταλιστό και άυλο, που υπάρχει στις ζωές μας, το αρκετά πολύτιμο λόγω του στραφταλιστού του χαρακτήρα, που οι μεγάλοι γνωρίζουν τι είναι (είναι η ουσία των πραγμάτων; Δεν ξέρω κι εγώ τι είναι) αλλά όσο περνούν τα χρόνια δεν του δίνουν σημασία αφού προέχουν άλλα πράγματα, διαγράφεται και λίγο από τις ζωές τους, τους εμποδίζει, αλλά τα παιδιά, που το βλέπουν και το διακρίνουν καλύτερα, το προσέχουν, το περιποιούνται, το ξαναβάζουν  στη θέση του κι έτσι γίνονται αυτά οι κυρίαρχοί του. Κι επειδή ο δίσκος, στο μυαλό μου, πραγματεύεται  και το ποιος δικαιωματικά θα συνεχίσει αυτό τον κόσμο, ποιος είναι πιο καλός να τον προστατεύει, θέλω κατά κάποιο τρόπο να παραχωρήσω αυτή την ευθύνη στα παιδιά. Έτσι βγήκε ο τίτλος.

Αυτό το θέμα θα έλεγες ότι διέπει όλο το υλικό του άλμπουμ;

Είναι έμμεσα το κεντρικό θέμα. Αν πιάσουμε ένα ένα τα κομμάτια, τα περισσότερα έχουν κάτι από αυτό. Το «Της Επιστροφής», ας πούμε, που είναι ένα πολυφωνικό τραγούδι που μιλάει για την επιστροφή στην πόλη από τις διακοπές, έχει την έμμεση σύνδεση μέσω του ότι όσο είμαστε μικροί, τόσο πιο πολύ το απολαμβάνουμε αυτό, πως θα ήταν πιο ιδανικό να μεγαλώνουμε μέσα σε πιο πολύ πράσινο. Άρα το επιστρέφω εκεί που θέλω λίγο πονηρά (γέλια).

nefeli liouta 1

Αυτός ο δίσκος για σένα σε τι μοιάζει και σε τι διαφέρει σε σχέση με τον πρώτο;

Στο μυαλό μου διαφέρει αιώνες σε σχέση με τον πρώτο, αλλά στην ουσία αυτό είναι ένα τόσο δα πραγματάκι. Έχουν λίγο ανοίξει οι ενορχηστρώσεις και αυτό νιώθω ότι με διευρύνει λίγο τραγουδοποιητικά. Ας πούμε, πριν είχα μόνο βιολιά, τώρα έχω και τσέλο, πράγμα που αλλάζει τις συχνότητες. Έχει, επίσης, μπει το κοντραμπάσο, πράγμα που δε σκεφτόμουν ποτέ ότι θα μπορούσα να το έχω. Έχω αναθέσει κρουστά σε άλλους εκτός από εμένα, δεν είναι μόνο αντικείμενα, είναι και ντραμς. Υπάρχει ανδρική φωνή και γενικά διαφορετικά ηχοχρώματα φωνών. Υπάρχουν πνευστά, με τα οποία επίσης δεν είχα ιδιαίτερη σχέση.

Συνθετικά διαφέρει καθόλου;

Συνθετικά ίσως έχουν γίνει λίγο πιο ποπ οι δομές, λίγο πιο «φιλικές». Δεν υπάρχει πλέον 9λεπτο κομμάτι, όπως στον πρώτο δίσκο, ούτε 6λεπτο, έχουμε πάει στα 4 λεπτά, μην πω και στα 3. Υπάρχουν, επίσης, σε περισσότερα κομμάτια ρεφρέν και κουπλέ. Ίσως, ακόμα, στιχουργικά να είναι λίγο πιο σαφές το θέμα σε κάποια κομμάτια, να μην βασίζονται τόσο σε περιγραφή εικόνων.

Στον δίσκο συμμετέχουν και μέλη της οικογένειάς σου...

Ναι, ο αδερφός μου Ρωμανός, ο πατέρας μου Γιάννης, η μητέρα μου Νέλλυ, ο φίλος μου ο Θοδωρής... και πολλοί από τους υπόλοιπους είναι οι καλύτεροί μου φίλοι (γέλια). Επέλεξα κάτι τέτοιο, όχι γιατί δεν θα έβρισκα άλλους αλλά γιατί μου άρεσαν οι φωνές τους και οι χροιές τους και τους ήθελα μέσα εκεί. Ήθελα να το κάνω πιο ζεστό. Ας πούμε, η φωνή του πατέρα μου δεν είναι μια φωνή δουλεμένη, είναι ακατέργαστη αλλά έχει κι ένα χρώμα ζεστό που μου αρέσει πολύ. Και για το συγκεκριμένο τραγούδι, «Ο Γέρο-Λέμας», που μιλάει για τον άνθρωπο που μεγαλώνει και τα απωθημένα που αφήνει στη ζωή, πού δίνει βάση, πού δε δίνει, ήθελα κάποιον άνθρωπο της ζωής, όχι κάποιον που έχει σπουδάσει φωνητική. Υπάρχουν και κάποιοι μουσικοί, όπως ο Μιχάλης Καλκάνης, που δεν είναι φίλος αλλά είναι ένας κοντραμπασίστας που θαυμάζω πολύ. Εκείνος ανακατεύτηκε λίγο τυχαία, ήταν στο στούντιο και είπε «να παίξω λίγο από πάνω;». Και τελικά μπήκε στον δίσκο. Συμμετέχουν επίσης τα χάλκινα πνευστά της Κρατικής Ορχήστρας, που είναι συνεργάτες μου, κάνουμε μαζί παιδικά παραμύθια κατά καιρούς και ήθελα να τους βάλω και στον δίσκο.

Αφιερώνεις το άλμπουμ στον Βαγγέλη Βέκιο. Ποια ήταν η σχέση σου μαζί του;

Με τον Βέκιο ήταν πολύ μικρή η γνωριμία μας, γνωριστήκαμε μόλις πέρυσι. Ξέρω ότι έπαιζε μουσική μου στο ραδιόφωνο καιρό, αλλά δεν επικοινώνησε ποτέ μαζί μου για να μου το γνωστοποιήσει, απλά το έκανε γιατί ήθελε. Κάποια στιγμή, με αφορμή την Κόκκινη Καρφίτσα της εφημερίδας Αυγή, επικοινώνησε (και μάλιστα επίμονα) για να κυκλοφορήσει από εκεί τα Μολύβια-Κομάντος. Ήμουν πολύ διστακτική στην αρχή, σκεφτόμουν αν υπήρχε κάποιος λόγος να κυκλοφορήσει με εφημερίδα και γιατί να μπει πάνω στο cd το λογότυπο μιας εφημερίδας, τι θέλει από μένα, τι κρύβεται από πίσω – και τέτοια. Είχα πολλές αναστολές όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο και καθυστερούσα τις συναντήσεις. Τελικά, βρισκόμαστε για έναν καφέ και μου φεύγουν όλες οι αναστολές στο δευτερόλεπτο, τόσο που ένιωσα άσχημα που είχα αμφιβολίες για αυτό τον άνθρωπο. Ήταν ειλικρινέστατος, ήθελε ξακάθαρα απλά να βοηθήσει το υλικό. Το αντιμετώπισε πολύ ζεστά, προσπάθησε πολύ να γίνει το πράγμα με τους όρους μου και ήταν εκεί για να βοηθήσει σε όλα: στον δεύτερο δίσκο, στο να γίνουν συνεντεύξεις στο ραδιόφωνο κλπ. Δεν ήθελε, όμως, να το παίξει παράγοντας και με κέρδισε. Και με στενοχωρεί που, ενώ μου είχε πει «πάρε το φίλο σου κι ελάτε από το σπίτι», εγώ λόγω της δουλειάς το ανέβαλλα συνέχεια και τελικά δεν έγινε ποτέ. Με σόκαρε πολύ η απώλειά του, κι επειδή όσο φτιαχνόταν ο δεύτερος δίσκος μιλούσαμε, ήθελα να τον αφιερώσω στη μνήμη του.

Διαβάζοντας τα credits του νέου άλμπουμ, διαπίστωσα ότι οι ηχογραφήσεις έχουν ολοκληρωθεί από το 2013. Και φτάσαμε στο 2015 για να κυκλοφορήσει τελικά. Είναι, άραγε, αυτό το άλμπουμ που θα σου κυκλοφορούσε κάποια εταιρεία, ως έπαθλο για τη νίκη σου στους Αγώνες Δημιουργίας Ελληνικού Τραγουδιού;

Αυτό είναι. Ο διαγωνισμός έγινε το 2011. Ο δίσκος θα μπορούσε να έχει ηχογραφηθεί νωρίτερα, αφού τα περισσότερα κομμάτια είναι από το ’11 και το ’12. Υπήρξε μια κακή συνεννόηση στην αρχή: με το που τελείωσε ο διαγωνισμός, μου είπαν «μπες την επόμενη μέρα να γράψεις», αλλά εγώ είπα ότι θέλω έναν μήνα γιατί δεν ήμουν εντελώς έτοιμη. Αφού πέρασε ο μήνας, επικοινώνησα αλλά απλά δεν υπήρχε κανένας εκεί. Το έπαθλο περιελάμβανε χρηματική κάλυψη από την Αθηναϊκή Ζυθοποιία, παραγωγή και στήσιμο από τη Universal. Αυτό που έγινε στη συνέχεια ήταν κάποια αραιά τηλεφωνήματα στη Universal, όπου με έβαζαν συνέχεια σε αναμονή, ώσπου μου είπαν ότι δεν υφίσταται πια το ελληνικό τμήμα της εταιρείας και ότι δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν. Από τον Σεπτέμβριο του ’11 κι έπειτα, άρχισα να επικοινωνώ με την Αθηναϊκή Ζυθοποιία. Αυτό φαινόταν στην αρχή ότι θα πάει καλά αλλά όταν κανόνιζα ραντεβού, πήγαινα και δεν ήταν κανείς γιατί κάτι είχε προκύψει. Δεν ήξερα πώς να το αντιμετωπίσω αυτό, αν είχε νόημα να πάω δικαστικά κι αν θα ήταν υπέρ μου κάτι τέτοιο. Όταν είδα ότι δεν υπάρχει μέλλον, το έψαξα μόνη μου με άλλες εταιρείες. Υπήρξε ενδιαφέρον αλλά όχι και οι όροι που ήθελα. Με το που πήρα την απόφαση ότι ήταν το ίδιο να το βγάλω μόνη μου, προχώρησα άμεσα – λίγο με απογοήτευση (επειδή πέρασαν στο μεταξύ δύο χρόνια), λίγο με ανακούφιση (που ήταν όλο στα χέρια μου και που αισθητικά μπορούσα να κινηθώ όπως ήθελα).

Ούτως ή άλλως, την λύση του Bandcamp την ήξερες από τον πρώτο δίσκο.

Εξού και ήθελα τώρα να είναι λίγο διαφορετικό. Επειδή, σε σχέση με τον πρώτο δίσκο, τώρα ήταν περισσότερο μοιρασμένες οι αρμοδιότητες, ήθελα να γίνει αυτό και στον τομέα της επικοινωνίας, να αναλάβει, δηλαδή, κάποιος άλλος την προώθηση. Αλλά τελικά καταλήγω στη μοναξιά σε αυτό. Και δε με πειράζει τελικά, παρά μόνο το γεγονός ότι δεν έχω τα νόμιμα χαρτιά για να μπορώ να πουλήσω τα cd στα δισκοπωλεία και στα live.

nefeli liouta 2
Φωτογραφία: Βάσια Αναγνωστοπούλου

Για πες μου λίγο για το artwork της δουλειάς...

Το έχει κάνει ο Pan Pan, ή Παναγιώτης Πανταζής. Του είπα τον τίτλο, του έδειξα το προσχέδιο που είχα κάνει, το οποίο δεν ήταν και πολύ ωραίο (γέλια), και το προχώρησε. Η δική μου ιδέα ήταν να είναι η προοπτική μιας κουζίνας, όπου υπάρχει ένα ανοιγμένο βάζο στο πάτωμα, ένα ανοιχτό ντουλάπι και μια καρέκλα. Είναι μια εικόνα που παραπέμπει στην παιδική ηλικία, όπου από το βάζο βγαίνει αυτή η στραφταλιστή ουσία που λέγαμε. Ο Pan Pan το πήγε κάπως πιο έμμεσα: έχει κρατήσει μόνο το ανοιχτό βάζο, ενώ η στραφταλιστή ουσία έχει γίνει εικόνες από τα διάφορα τραγούδια του δίσκου. Μου άρεσε που προχώρησε την ιδέα μου τόσο ταιριαστά. Στη χειροπιαστή έκδοση, όλο αυτό έχει γίνει μια μεγάλη αφίσα, η οποία διπλώνει και μέσα της μπαίνει το cd.

Σε αρκετά κείμενα που έχω διαβάσει για σένα, σε παρομοιάζουν με την Joanna Newsom και την Kate Bush. Πώς σου φαίνεται αυτό; Βρίσκεις κοινά στοιχεία με τις συγκεκριμένες προσωπικότητες;

Κατ’ αρχάς, την εκτιμώ τη σύγκριση, καθώς πρόκειται για δύο τραγουδοποιούς πολύ αξιόλογες. Με την Bush δεν βλέπω συνθετική ομοιότητα καθόλου, είναι πολύ δυναμική, έχει φωνή με μεγάλες εξάρσεις, εύρος και πολύ πάθος, άρα δεν ξέρω τι διακρίνουν σε εμένα από αυτά. Ίσως τις αρμοδιότητες πάνω στο υλικό ή την προσέγγιση πάνω στη μουσική. Την πρώτη φορά που ειπώθηκε αυτό ήταν όταν είχε βγει «Το Ρε Και Το Μι Από Την Ηρεμία», το έγραψε ο Φώτης Βαλλάτος στη LiFO κι εγώ τότε δεν είχα ακούσει ποτέ Kate Bush. Σχετικά με τη Newsom, επειδή είχα έναν δίσκο που τον είχα ακούσει πάρα πολύ, το Ys, ίσως να μου φαίνεται πιο κοντά, γιατί έχει λίγο παραπάνω την κλασική παιδεία μέσα, τα έγχορδα, την άρπα, έχει και τραγούδια που δεν έχουν ρεφραίν. Είναι έτη φωτός μπροστά συνθετικά και σε εμπειρία σε σχέση με μένα, αλλά το δέχομαι σαν ένα καλό κομπλιμέντο. Σε κάθε περίπτωση, προτιμώ τους παραπάνω παραλληλισμούς από εκείνο το «θηλυκός Θανάσης Παπακωνσταντίνου». Δεν μου αρέσει και δεν θεωρώ ότι επειδή κάποιος γράφει ελληνικά, σημαίνει ότι είναι εκεί. Και να φανταστείς, ο συγκεκριμένος είναι άνθρωπος που θαυμάζω πάρα πολύ, είναι από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες. Αλλά δεν βρίσκω τις αναλογίες.

Νομίζω ότι είναι μια στιχουργική συγγένεια που ίσως υπάρχει...

Αυτό ναι, ενδεχομένως. Αν και ο στίχος του είναι κάτι που θαυμάζω πάρα πολύ, εγώ δεν έχω καταφέρει να κάνω κάτι ανάλογο. Είναι άνθρωπος πολύ διαβασμένος και βάζει πολλές αναφορές με τρόπο πολύ προσωπικό. Εγώ πάλι αναφέρομαι σε έναν κόσμο που ξέρω τα όριά του, οπότε επίσης απέχω έτη φωτός από τη γραφή του Παπακωνσταντίνου.

Είναι λίγο άγαρμπη η έκφραση που ανέφερες πάντως...

Ναι, νομίζω ότι με τη φράση έχω τελικά πρόβλημα, όχι με κάτι άλλο.

Θέλω να μου πεις λίγο και για τη δημιουργική διαδικασία. Πώς γράφεις συνήθως και πού;

Γράφω στο σπίτι, στο δωμάτιό μου, που έχει μέσα το πιάνο, την κιθάρα, το βιολί, κρουστά και διάφορα αντικείμενα. Και έχει και μια συγκεκριμένη αντήχηση που κάνει το πιάνο να ακούγεται πιο γεμάτο απ’ ό,τι στο στούντιο. Μάλιστα, σκέφτομαι για την επόμενη δουλειά να δουλέψω λίγο διαφορετικά, να χρησιμοποιήσω και το δωμάτιο για κάποιες ηχογραφήσεις. Κάποιες φορές θα μου έρθει μια ιστορία σαν θέμα, οπότε θα γραφτεί ο στίχος και μετά θα μπει η μουσική, άλλες θα μου έρθει μια μελωδία ή ένα ακόρντο και οι στίχοι θα προστεθούν μετά και κάποιες άλλες ξεκινάω από μια ενορχηστρωτική ιδέα. Κάποιες φορές, βέβαια, έρχονται και όλα μαζί.

Απομονώνεσαι, λοιπόν, κάπου για να γράψεις, δεν δημιουργείς οπουδήποτε.

Όχι. Ακόμα και τις στιγμές που μου έρχεται κάποια ιδέα εκτός σπιτιού, την καταγράφω και περιμένω να βρεθώ στο δωμάτιο και να την ολοκληρώσω. Γράφω μόνη μου, περιμένω να έχουν φύγει όλοι από το σπίτι, να έχω ξυπνήσει νωρίς, να έχω φάει από τις 7 και να έχω όλη τη μέρα για να κλειδωθώ και να γράψω τα «στρώματα» το ένα μετά το άλλο. Αυτό έχει και την αρνητική πλευρά του, αφού ουσιαστικά η πρώτη εκτέλεση γίνεται εκεί, και μετά πάω στο στούντιο, όπου λείπει ο πρώτος αυθορμητισμός. Προσπαθώ εκεί να φτάσω αυτό που έχω ήδη κάνει, πράγμα που επίσης θέλω να αποφύγω στον επόμενο δίσκο.

nefeli liouta 3
Φωτογραφία: Theo Vranas

Τον Μάϊο μαζευτήκατε 9 νέοι συνθέτες, στη Στέγη Γραμματων Και Τεχνών, και παρουσιάσατε μελοποιήσεις άγνωστων ποιημάτων. Για πες μου για αυτό… 

Μας ζητήθηκε να βρούμε άγνωστους ποιητές, οι οποίοι να έχουν εκδόσει δύο συλλογές μίνιμουμ, ή γνωστούς αλλά σε εντελώς άγνωστες στιγμές τους, και να κάνουμε τη δική μας μελοποίηση, με βάση ένα μουσικό σύνολο που μας διέθετε η Στέγη.

Και ποιες ήταν οι επιλογές σου;

Μελοποίησα Νίκο Γρηγοριάδη και Μάγια-Μαρία Ρούσσου.

Πώς τους ανακάλυψες;

Τον Νίκο Γρηγοριάδη τον γνώρισα μικρούλα, όταν με είχαν φωνάξει σε μια εκδήλωση προς τιμήν του να τραγούδήσω ένα κομμάτι γι’ αυτόν. Καθόλου καλή εμπειρία τραγουδιστικά, έχω βίντεο το οποίο αρνούμαι να δω όλα αυτά τα χρόνια. Η τονικότητα ήταν πολύ υψηλή αλλά ο συνθέτης του τραγουδιού επέμενε ότι εκεί ακουγόταν καλύτερα. Βγήκα και ακουγόμουν σαν συναχωμένη χήνα, αλλά από κάτω το πήραν ότι είχα συγκινηθεί πολύ με αυτά που τραγουδούσα οπότε εντάξει, το πούλησα καλά (γέλια). Μου έκανε φοβερή εντύπωση το πόσο ζεστός και οικείος ήταν ο ποιητής. Μου έκανε δώρο ένα βιβλίο του, το οποίο μου έκανε επίσης εντύπωση, καθώς, ενώ ήταν 70 χρόνων τότε, ο στίχος του ήταν πολύ ερωτικός και ζωντανός. Από τότε το είχα στο μυαλό μου. Η Μάγια-Μαρία Ρούσσου, από την άλλη, ήταν δασκάλα της μητέρας μου στο πιάνο ενώ η μητέρα μου έκανε μαθηματικά στην κόρη της. Μου είχε δώσει ένα βιβλίο της και μου άρεσε, οπότε διάλεξα από εκεί.

Αυτές οι μελοποιήσεις θα κυκλοφορήσουν;

Θεωρητικά η Στέγη θα κυκλοφορήσει τη ζωντανή ηχογράφηση της βραδιάς σε άλμπουμ. Αυτό μας έχουν πει ως ενδεχόμενο.

Στον ελληνικό μουσικό χάρτη, νιώθεις να ανήκεις κάπου; Εγώ, πάντως, δυσκολεύομαι να σε κατατάξω.

Καλή ερώτηση. Κι εγώ δυσκολεύομαι να κάνω την κατάταξη: επειδή είναι δικό μου πράγμα, δεν ξέρω τι ακριβώς είναι. Δυσκολεύομαι ιδιαίτερα όταν θέλω να στείλω δελτία τύπου στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Σε αυτά είναι πάντα καλό να υπάρχει μια διευκρίνιση του είδους της μουσικής και συνήθως δεν ξέρω τι να βάλω. Άλλες φορές γράφω folk, άλλες experimental folk, άλλες ethnic. Τον κάθε όρο αλλιώς θα τον εκλάβει κάποιος εδώ, αλλιώς κάποιος στο εξωτερικό. Έχω, ας πούμε, πολυφωνικά στοιχεία, αλλά δεν κάνω παραδοσιακή μουσική, έχω δυτικά όργανα αλλά δεν κάνω ξεκάθαρα ποπ μουσική, έχω και κλασικά όργανα αλλά ούτε κλασική είμαι.

Συγγένεια αισθητική νιώθεις με κάποιους από την ελληνική σκηνή;

Όχι πάρα πολύ. Και αυτό το βλέπω κυρίως όποτε προσπαθώ να σκεφτώ με ποιον θα μπορούσα να κάνω κοινά live. Ψάχνω ίσως για κάποιον που να είναι πιο instrumental ή κάτι που να είναι περισσότερο προς την κιθαριστική μπαλάντα, όπως ο Moa Bones, με τον οποίο συζητάμε να κάνουμε κάτι μαζί. Γενικά ζορίζομαι λιγάκι αλλά θα την βρω την άκρη (γέλια).

Η μουσική σου χαρακτηρίζεται από μια ηρεμία, από ένα παιχνίδι με τη στατικότητα. Αναρωτιόμουν, λοιπόν, ένα νέο κορίτσι που έχει μεγαλώσει στην Αθήνα, αυτό το πράγμα το βγάζει επειδή έτσι είναι ο χαρακτήρας της ή επειδή αυτή η νηφαλιότητα είναι κάτι που αποζητά;

Το δεύτερο. Όλα τα κομμάτια έχουν γραφτεί όταν ήμουν σε ακραία ένταση. Εξού και βγαίνουν τόσο δυναμικά (γέλια). Ποτέ δεν έχω γράψει νιώθοντας κατασταλαγμένη, γράφω όταν είμαι πολύ μπερδεμένη με κάτι, πολύ εγκλωβισμένη, πολύ έντονα συναισθηματική ή στενοχωρημένη, πάντα σε ακραίες διαθέσεις. Το γιατί βγαίνει τόσο ήρεμο τελικά, δεν ξέρω τι είναι. Μπορεί την ώρα της γραφής να ψυχαναλύομαι λιγάκι άρα με αυτό τον τρόπο να βρίσκω τις ισορροπίες μου, οπότε και προκύπτει το στάδιο στο οποίο θέλω να φτάσω τελικά. Μέσα στην πόλη δεν έχεις και τα πιο ήρεμα συναισθήματα πάντα: έχοντας διασχίσει την Πατησίων, ας πούμε, ένα μεσημέρι, δεν φτάνεις σπίτι σου ζεν και λες «τι ωραία διαδρομή, το φχαριστήθηκα» (γέλια). Έχω στο μυαλό μου τις θάλασσες και τα βουνά που θα αποδράσω κατά καιρούς και μάλλον συνδυάζοντάς τα όλα μαζί, βγαίνει το συγκεκριμένο ηχητικό τοπίο. Η αλήθεια είναι πως σε ό,τι γράφω από εδώ και πέρα θέλω να δοκιμάσω και την ένταση, να δω πώς είναι. Όταν έκανα διασκευές, αυτές ήταν πιο δυναμικές, τουλάχιστον ερμηνευτικά. Θέλω εκείνο το πράγμα να βγει λίγο και στα δικά μου τραγούδια.

Στον πρώτο σου δίσκο είχες και ένα αγγλόφωνο τραγούδι. Σκέφτεσαι να το επιχειρήσεις ξανά; Και πώς βλέπεις το φαινόμενο του αγγλόφωνου τραγουδιού;

Κατ’αρχάς, πολλά από τα καινούργια πράγματα που μου αρέσουν είναι αγγλόφωνα, άρα σίγουρα έχω μια θετική στάση. Ο λόγος που δεν θα κάνω αγγλόφωνο είναι τα εφόδια που μου δίνει η ελληνική γλώσσα για να γράψω. Με αυτή έχω μεγαλώσει και αυτή έχω εξελίξει μέσα στα χρόνια, αλλά και συναισθηματικά με καλύπτει περισσότερο. Στα αγγλικά νιώθω ότι δεν είμαι εγώ. Εκείνο το τραγούδι ήταν αγγλόφωνο πρώτον γιατί ήθελα να το στείλω στον Vincent Moon (σ.σ.: η Λιούτα συμμετείχε στα γυρίσματα του φιλμ Temporary Athens που γύρισε ο Γάλλος σκηνοθέτης το 2009) και να μπορεί να το παρακολουθήσει. Επίσης, τότε έκανα διασκευές αγγλόφωνων τραγουδιών, οπότε μου ήρθε πιο φυσικά. Από εκεί και έπειτα αισθάνθηκα πολύ πιο οικεία με τον ελληνικό στίχο.

Στα live πώς πάνε τα πράγματα;

Είναι πολύ δύσκολο να λειτουργήσει μια μπάντα έξι ατόμων, συν ο ηχολήπτης. Όποτε μιλάω με φεστιβάλ, πάντα υπάρχει πρόβλημα, συνήθως μου ζητάνε να πάμε μόνο τρεις. Και οι αμοιβές είναι σχετικά μικρές, ενώ εγώ θέλω οι μουσικοί να αμείβονται καλά, επειδή έχω δουλέψει και η ίδια σαν session μουσικός. Τώρα που η εποχή έχει δυσκολέψει πολύ οικονομικά, έχω ζοριστεί πολύ με τις επόμενες κινήσεις μου. Το σχήμα δεν είναι πολύ ευέλικτο αλλά δεν ξέρω και πώς θα μπορούσε να γίνει. Δοκίμασα να τα παίζω όλα εγώ στο πιάνο, δεν είναι άσχημο, είναι πολύ διαφορετικό όμως. Λείπει ο πολυφωνικός χαρακτήρας, λείπει η καλίμπα και τα άλλα όργανα, η μινιμαλιστική ενορχήστρωση. Το έκανα μια φορά στην παρουσίαση ενός παιδικού βιβλίου και ήταν ωραία. Θα το ξανάκανα αλλά δεν θα το καθιέρωνα, παρά μόνο παράλληλα με το άλλο.

Είσαι και δασκάλα βιολιού. Το κάνεις για βιοπορισμό; Αν μπορούσες να ζήσεις μόνο από τη μουσική δημιουργία…

Θα μου έλειπε η διδασκαλία. Τα πρώτα δύο χρόνια δεν ήμουν καν σίγουρη αν το κάνω καλά, είχα πολύ άγχος και αυτό αφαιρούσε από την ευχαρίστηση. Πλέον το έχω ανάγκη. Το ότι, ας πούμε, πριν βρεθούμε, θα πέρναγα από το ωδείο για μία ώρα μάθημα με χαροποιούσε πάρα πολύ, με έκανε να σηκωθώ με περισσότερη όρεξη από το κρεβάτι. Μου αρέσει η αλληλεπίδραση με τα παιδιά, το να βλέπω την υπεύθυνη πλευρά τους. Έχω άλλωστε αφιερώσει ολόκληρο τον νέο δίσκο στην ουσία των παιδιών, μου αρέσει να συνεργάζομαι μαζί τους και να βλέπω ότι όντως είναι αυτά πιο υπεύθυνα να προχωρήσουν τον κόσμο. Μου δίνει όλο αυτό πράγματα και στον δημιουργικό τομέα, αλλά είναι και η μόνη μου επαφή με αυτό που σπούδασα όλα αυτά τα χρόνια στο βιολί. Επειδή δεν κάνω καριέρα σολίστ, μέσα από τα μαθήματα έρχομαι ξανά σε επαφή με τα κονσέρτα που έχω παίξει ως μικρή μαθήτρια, αντιμετωπίζοντάς τα πλέον ως μεγάλη, άρα προχωρώντας στην τεχνική μου. Επίσης, μου δίνει μεγάλο πεδίο δουλειάς για τα παιδικά παραμύθια. Έχουμε μια μικρή παιδική ορχήστρα στο ωδείο, η οποία παρουσίασε ένα παραμύθι μου. Μιας και οι ενορχηστρώσεις μου δεν είναι δύσκολες, ήταν η ιδανική μουσική για να παιχτεί από παιδιά, χωρίς να γκρινιάξουνε κιόλας.

Δουλεύεις ακόμα ως session μουσικός;

Πολύ λίγο. Έπαιζα με τον Leon για πολλά χρόνια, αλλά πλέον εκείνος ζει στην Αγγλία και όποτε έρχεται για live εγώ δεν έχω τον χρόνο να προβάρω, παρότι μου έχει ζητήσει να συμμετέχω. Παίζω όποτε μπορώ με τον Pan Pan αλλά κι αυτό έχει αραιώσει λίγο. Είμαι πλέον επαγγελματίας δασκάλα, έχω λιγότερο χρόνο. Συνεχίζω, όμως, να συμμετέχω σε ηχογραφήσεις, όποτε μου ζητηθεί το κάνω με ευχαρίστηση. Επίσης, αναλαμβάνω να κάνω ενορχηστρώσεις εγχόρδων.

Ξεκινήσαμε με μια νομικής φύσης κουβέντα, φτάνοντας στο τέλος ας επιστρέψουμε εκεί: είσαι φοιτήτρια της Νομικής…

Αιώνια! (γέλια)

Πώς βρέθηκες εκεί;

Είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων. Αγαπούσα τη μουσική και δεν είχα κάποιο έντονο ενδιαφέρον για κάποια σχολή. Δεν στόχευα στη Μουσικολογία επειδή ήθελα να έχω ένα επιπλέον γνωστικό πεδίο. Επίσης, πέτυχα υψηλές βαθμολογίες στις εξετάσεις χωρίς να το περιμένω οπότε κάθισα και σκέφτηκα ποια σχολή θα μου έδινε γνώσεις τις οποίες δεν επρόκειτο να αποκτήσω μόνη μου. Και κατέληξα στην Νομική. Θα πάρω το πτυχίο μου αλλά δεν θα ασχοληθώ επαγγελματικά. Έτσι λέω τώρα δηλαδή. Μπορεί στα 45 μου να κάνω άσκηση και να γίνω δικηγόρος (γέλια).

Τι σχέδια κάνεις για τη συνέχεια;

Θέλω να κάνω παρουσίαση του δίσκου τον Σεπτέμβριο. Και θέλω να αρχίσω να δουλεύω τα επόμενα κομμάτια. Έχω λίγο υλικό αλλά περιμένω να πάρω ‘μπρος, να κλειστώ στο δωμάτιο ξανά.


Αξιολόγηση
Βαθμολογήστε το άρθρο
10,0 / 10 (σε 1 αξιολογήσεις)
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα