Τι θα ακούσεις:
Ό,τι άκουγες πάντα στους δίσκους του καλλιτέχνη: την νιοστή αντιμετάθεση των συστατικών του λεγόμενου “έντεχνου” τραγουδιού
Τραγούδια που πρέπει να ακούσεις:
“Περσείδες”, “Ελιοματούσα”, “Ομίχλη”, “Τούτο Το Καλοκαιράκι”
Βαθμολογία: 5,5/10
Δεν μπορείς να ζητάς από έναν καλλιτέχνη, από έναν άνθρωπο γενικότερα, να γίνει ξαφνικά κάποιος άλλος. Μπορείς, όμως, να περιμένεις, καθώς ο χρόνος κυλά, αυτός να εξελίσσεται, να πλουτίζει η σκέψη του, να αποκτά μια βαθύτερη αντίληψη των πραγμάτων, να κρατά μια κάποια επαφή με την εποχή του.
Ο τραγουδοποιός που ξεκίνησε ως Μιλτιάδης Πασχαλίδης για να καταλήξει Μίλτος σκέτος, από την άλλη, φαίνεται πως κατάφερε (;) να μείνει ακίνητος και απαράλλαχτος μέσα στα χρόνια. Το μόνο που μοιάζει να άλλαξε είναι η δημοφιλία του, η οποία σταδιακά ανέβηκε πολλά επίπεδα και ουσιαστικά “αποφάσισε” την εγκαθίδρυση του προναφερθέντος χαϊδευτικού. Κατά τα άλλα, ο Πασχαλίδης έμεινε αγκυροβολημένος στο μικρό λιμανάκι του τραγουδιού που επέλεξε να υπηρετεί από τον πρώτο του κιόλας δίσκο, το μακρινό 1995.
Στο δέκατο άλμπουμ του πλέον, πετυχαίνουμε τον τραγουδοποιό σε σχετικά καλή στιγμή. Σε αυτή την εντύπωση σίγουρα βοηθάνε οι συγκρίσεις με το αδύναμο Ξένοι Σ' Έναν Τόπο Που Αλλάζει (2012), όπου συνεργάστηκε με τον Οδυσσέα Ιωάννου, αλλά νομίζω ότι γενικότερα ο Πασχαλίδης είναι καλύτερος όποτε στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις – όπως κάνει εδώ, όπου υπογράφει ο ίδιος σχεδόν όλα τα τραγούδια. Νομίζω επίσης ότι είναι πιο καλός όποτε καταπιάνεται με τα μικρά πράγματα της ζωής και του έρωτα, κι όχι όταν τον πιάνουν οι μεγαλοστομίες του. Σε αυτά τα μονοπάτια κινούνται οι Περσείδες κι έτσι πετυχαίνουν όσα πετυχαίνουν.
Είναι αδύνατον, βέβαια, κατά την ακρόαση να αποδιώξεις την αίσθηση ότι αυτά που ακούς τα έχεις ξανακούσει πολλάκις, είτε από τον ίδιο τον Πασχαλίδη είτε από κάποιον άλλο της συνομοταξίας του. “Τα Όνειρα Του Μάρτη”, λ.χ., μοστράρουν την άποψη του Θάνου Μικρούτσικου για το λαϊκό τραγούδι (διόλου τυχαίο που ο Πασχαλίδης το φανταζόταν με τη φωνή του Μητροπάνου, όπως γράφει στο ένθετο), το “Του Όκαμ Το Ξυράφι” αναβιώνει την σύντηξη μπαρόκ και παραδοσιακών μοτίβων στην οποία έχει εντρυφήσει ο δημιουργός, το “Ένας Φόβος-Γιορτή” ανασκαλεύει κάτι ροκ ρετάλια που είναι (ευτυχώς) εκτός κυκλοφορίας από δεν θυμάμαι κι εγώ πότε και τα “Ελιοματούσα”, “Η Δική Μας Γλώσσα”, “Ομίχλη” και “Μανταρίνι” ενσαρκώνουν την μπαλανταδόρικη φύση του Πασχαλίδη.
Και τι μένει στο τέλος από όλα αυτά; Ποια συγκίνηση και ποιες σκέψεις; Πολύ λίγα, φοβάμαι, έχει ουσιαστικά να αποκομίσει κανείς. Ο κόσμος του Μίλτου Πασχαλίδη δεν είναι μόνο στάσιμος, όπως τον είχαμε αφήσει την τελευταία φορά, αλλά και σκονισμένος, παρατημένος, χωρίς ένα χέρι που θα φρόντιζε να τραβήξει τις κουρτίνες για να μπει λίγο φως. Η μόνη αληθινή βελτίωση που μπορεί να διαπιστώσει κανείς είναι στις ερμηνείες, όπου πράγματι ο τραγουδοποιός έχει εξελιχθεί πολύ από την εποχή του ντεμπούτο του. Το ότι, όμως, κολλάει στο μυαλό σου η πολύ ωραία εκτέλεση του παραδοσιακού “Τούτο Το Καλοκαιράκι” και όχι κάποιο από τα ορίτζιναλ του άλμπουμ λέει πολλά για την στάθμη του. Και λίγη σημασία έχει τελικά η διερεύνηση του αν δεν θέλει ή αν δεν μπορεί ο τραγουδοποιός να ξαναδώσει ζωή σε αυτό που κάνει, καθώς το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο.
Εν τέλει, μόνο τους πολυπληθείς φανατικούς ακροατές του Μίλτου Πασχαλίδη μπορώ να φανταστώ να χαίρονται με όσα (καθόλου ουρανοκατέβατα) κομίζουν οι Περσείδες του. Και τώρα που το σκέφτομαι, το να ικανοποιείς όλους αυτούς είναι μια έξυπνη κίνηση, καριερίστικα μιλώντας.