«Ρομπ» : η ιστορία ενός απόντα δολοφόνου

Άραγε πώς θα ήταν ένα βραδινό δείπνο όλων των συγγενών, φίλων και θυμάτων ενός κατά συρροή δολοφόνου που πλέον έχει πεθάνει; Ο Ευθύμης Φιλίππου και ο Δημήτρης Καρατζάς απαντούν.
Διαβάστηκε φορες
Στην κεντρική σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση συναντήθηκαν για λίγες μόνο παραστάσεις ο συγγραφέας Ευθύμης Φιλίππου και ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καρατζάς στα πλαίσια του νέου έργου του πρώτου, αν και στο εισαγωγικό σημείο της παράστασης, οι δυο δημιουργοί συνυπογράφουν το κείμενο. Δεν ήταν τυχαίο, λοιπόν, που η, χωρητικότητας 900 περίπου ανθρώπων, αίθουσα της Στέγης ήταν ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο κάθε ηλικίας προκειμένου να παρακολουθήσουν αυτή την πολλά υποσχόμενη συνεργασία δύο ανδρών, ευρέως αναγνωρισμένων στον καλλιτεχνικό χώρο. Βέβαια, ο αξιοπρόσεκτος θίασος της παράστασης με πρωταγωνιστές όπως ο Χρήστος Λούλης, ο Μιχάλης Σαράντης και η Εύη Σαουλίδου, συνετέλεσε στην αυξημένη προσέλευση του κοινού. Σίγουρα η Στέγη τη φετινή σεζόν δείχνει να έχει ανεβάσει πολύ ψηλά τον πήχη της ψυχαγωγίας και της παρουσίασης πρωτότυπης και πολλές φορές άκρως ριζοσπαστικής τέχνης είτε σε θεατρικό είτε σε μουσικό είτε ακόμη και σε εκθεσιακό επίπεδο.

Το «Ρομπ» αποτελεί ένα έργο με γενικό άξονα την παρουσίαση, απεικόνιση, εξύψωση και απομυθοποίηση ενός εγκληματία και κατά συρροή δολοφόνου, του Ρομπ. Αφορμώμενοι απ’ το διαβόητο δολοφόνο του γάλλου θεατρικού συγγραφέα Μπερνάρ Μαρί Κολτές, «Ρομπέρτο Τσούκο», ο Φιλίππου και ο Καρατζάς δημιούργησαν ένα αλλοπρόσαλλο και απόλυτα σουρεαλιστικό Σύμπαν. Τοποθέτησαν και εναρμόνισαν εκεί χαρακτήρες τόσο ανθρώπινους όσο και υπερβατικούς, ζωντανούς και πεθαμένους, ψυχολογικά ασταθείς και ολίγον τρελούς, καταλήγοντας σ’ ένα κείμενο το οποίο σου προσφέρει μόνο δύο επιλογές: να το λατρέψεις ή να το μισήσεις. Και σ’ αυτό το δυϊσμό έμεινε απόλυτα πιστή και η σκηνοθεσία. Πιθανώς, άμα ο Γιώργος Λάνθιμος, στενός συνεργάτης με τον Ευθύμη Φιλίππου, δεν είχε πρόσφατα παρουσιάσει στις κινηματογραφικές αίθουσες την νέα του ταινία, το «Ρομπ» θα φάνταζε σα να έχει βγει από εκείνους τους σαδομαζοχιστικούς εφιάλτες με τους διάχυτους συμβολισμούς, απ’ τους οποίους ο καταξιωμένος Έλληνας σκηνοθέτης σαγηνεύεται και μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη.



Σ’ ένα ευθύγραμμο σκηνικό βγαλμένο απ’ το Μυστικό Δείπνο του Ντα Βίντσι, πλούσιο χρωματικά, με έντονη ασυμμετρία στο γενικότερο πλαίσιο είτε ως προς τις καρέκλες που κάθονταν οι ηθοποιοί είτε στις μικρές εισόδους στις πλάτες τους και στα τραπέζια, ο Καρατζάς απ’ την πρώτη κιόλας ματιά απεικόνισε το χαώδες έργο που θα εκτυλισσόταν μπροστά μας. Οι δέκα ηθοποιοί, ντυμένοι με δέκα διαφορετικές μονόχρωμες αμφιέσεις, κοιτούσαν το κοινό για αρκετή ώρα πριν ξεκινήσει ο Μιχάλης Σαράντης να μιλάει πρώτος και ο Χρήστος Λούλης, ο οικοδεσπότης και συντονιστής του συγκεκριμένου δείπνου πάρει το λόγο και διατυπώσει τους κανόνες της συζήτησης. Ουσιαστικά, βρισκόμασταν στη συνάντηση μιας ιδιαίτερης «λέσχης» στην οποία πλήρως ανομοιόμορφοι άνθρωποι παρευρίσκονταν με σκοπό να μιλήσουν και να θυμηθούν όλοι μαζί τον διφορούμενα αγαπημένο τους και νεκρό πλέον, Ρομπ. Ο καθένας, λοιπόν, λαμβάνοντας το λόγο, περιέγραφε τις στιγμές του με τον εκλιπόντα, τα ελαττώματα και τα προτερήματά που εκείνος είχε στα μάτια του εκάστοτε αφηγητή και γενικότερα κάθε πτυχή της ζωής του που σχετιζόταν με τον δολοφόνο. Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες ουσιαστικά απεικόνισαν το Ρομπ ως ένα ιδιότυπο Μεσσία, αγαπητό και αξιοζήλευτο, αδικοχαμένο και αλησμόνητο.

Δέκα αυτοτελής και ανεξάρτητοι μονόλογοι ακούστηκαν απ’ τους δέκα ηθοποιούς. Δέκα αυτοτελείς ιστορίες ειπώθηκαν με την καθεμιά εξ αυτών να αναιρεί την προηγούμενη εκδοχή για τη ζωή του απόντα πρωταγωνιστή. Οι απόλυτα συντονισμένες κινήσεις του ακροατηρίου, η συμμετοχή τους όποτε ζητείτο και ο σεβασμός στον ομιλητή, συνέθεταν το πορτραίτο της μικρής αυτής κοινωνίας του βραδινού δείπνου, με το σοβαροφανές ύφος όλων των παρευρισκομένων να συνεισφέρει τα μέγιστα στο χιουμοριστικό κρεσέντο του κειμένου αποφέροντας στιγμές τόσο αστείες όσο και σχιζοφρενικές άμα κανείς βρισκόταν παρόν στην ίδια συζήτηση, αλλά υπό διαφορετικό πλαίσιο. Η παράσταση σε καμία περίπτωση δεν έφερε το αστυνομικό στοιχείο καθώς κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μαύρη κωμωδία. Και αυτό φαινόταν να είναι απόλυτα σαφές στους δέκα ηθοποιούς που παρουσιάστηκαν απόλυτα προσηλωμένοι και παρόντες στα ζητούμενα των Καρατζά και  Φιλίππου. Ειδική μνεία θα ήθελα να απονείμω στον Γιάννη Κλίνη, πατέρα του Ρομπ στο έργο, ο οποίος, στην παράσταση που έτυχε να βρεθώ, αν και ταλαιπωρήθηκε από μερικά, τεχνικά προβλήματα με το μικρόφωνό του και χρειάστηκε να ανέβει ηχολήπτης εν μέσω του έργου, δεν φάνηκε να τον επηρέασε ούτε δευτερόλεπτο το συγκεκριμένο απρόοπτο ως προς την καταπληκτική του ερμηνεία.



Ως προς το τεχνικό κομμάτι, το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Η πανδαισία χρωμάτων επί σκηνής, προϊόν της ενδυματολόγου Ιωάννας Τσάμη, συνυφάνθηκε με την κλασσική μουσική, σύνθεση του Δημήτρη Καμαρωτού, στοιχείο σύνηθες στη συνεργασία Φιλίππου - Λάνθιμου, και τον εξαιρετικό και λεπτομερειακό φωτισμό του Αλέκου Αναστασίου, αποτυπώνοντας στα μάτια των θεατών την εντύπωση πως ο πασίγνωστος πίνακας του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ο Μυστικός Δείπνος, ζωντάνευε μπροστά τους εκμοντερνισμένος βέβαια. Τέλος, το σκηνικό της Κλειώς Μπομπότη, με τα ασύμμετρα τραπέζια και τις αντίστοιχες καρέκλες τους, τα τεράστια βιβλία σαν άλλες Παλαιές Διαθήκες ή μυθολογικά αναγνώσματα και τα πορτοκάλια που χρησιμοποιήθηκαν στο «διάλειμμα» της συζήτησης δημιουργούσαν ένα χώρο λειτουργικό, χωρίς περιττά αντικείμενα και με διάχυτο το σουρεαλιστικό στοιχείο, απόλυτα συσχετισμένο με το γενικότερο κείμενο.

Το «Ρομπ» ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία έργων που καθ' όλη τη διάρκειά τους, ισορροπούν ανάμεσα στην έλλειψη κατανόησης και τον εντυπωσιασμό εξαιτίας της κατανόησης. Βγαίνοντας απ’ την αίθουσα της Στέγης, δυσκολεύτηκα να αποφασίσω σε ποια απ’ τις δύο κατηγορίες άνηκα. Υπήρχαν σκηνές κομψές, καλοστημένες και σίγουρα ντελιριακές, όπως η στιγμή που ολόκληρος ο θίασος ξεκίνησε να συνθέτει έναν ιμπρεσιονιστικό πίνακα σωμάτων ή να επιδίδεται σε ρωμαϊκό όργιο με αφορμή τον αποσυντονισμό της πωλήτριας Εύης Σαουλίδου, αφού καθ' υπόδειξη του οικοδεσπότη «όταν κάποιος ομιλητής χάνει τα λόγια του, δε γελάμε μαζί του, αλλά κάνουμε ό,τι μας κατέβει για να μην αισθανθεί εκείνος αμήχανα». Σε ένα άλλο σημείο του κειμένου, η αφήγηση ενός δυστοπικού σχολείου απ’ το οποίο αποφοιτούσαν άνθρωποι με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ο καθένας, διατήρησε το ενδιαφέρον του κοινού στα γενόμενα. Επιπλέον, μια ιδιόμορφη και, σίγουρα, κωμική μεταφορά του μύθου της Ιφιγένειας ειπώθηκε απ’ το φύλακα του Ρομπ στο σωφρονιστικό ίδρυμα. Πάντως, η πιο ακραία κειμενικά, αλλά αριστουργηματική σκηνοθετικά σκηνή ήταν η τελευταία, στην οποία ο στενός φίλος του Ρομπ (ή πιθανώς και το ίδιο το, αποκομμένο απ’ το υπόλοιπο σώμα, χέρι του Ρομπ / διφορούμενες οι επεξηγήσεις) εξιστορούσε την οριακά ερωτική σχέση που είχε ο κατά συρροή δολοφόνος με το αριστερό του χέρι, αλλά δε θα μπω σε λεπτομέρειες για τα όσα ειπώθηκαν, διότι ξεφεύγουν πέρα από κάθε πλαίσιο χρήσης μη υβριστικού λεξιλογίου σε άρθρο.



Εν κατακλείδι, το «Ρομπ» και ο Ευθύμης Φιλίππου δίχασαν το κοινό, σημείο που αποτυπώθηκε καθαρά και στο χειροκρότημα του κόσμου, χλιαρό και δίχως διάρκεια. Πάντως, το τεχνικό επιτελείο, ο θίασος και ο Δημήτρης Καρατζάς πρόσφεραν σ’ αυτό το τόσο περίεργο, μη γραμμικό κείμενο, ένα λόγο να σηκωθείς όρθιος και να χειροκροτήσεις για την προσπάθεια αυτών των ανθρώπων. Θα ήθελα να κλείσω με μια φράση - τροφή για σκέψη που ακούστηκε στο κείμενο και σημειώνεται και στο πρόγραμμα της παράστασης, φράση τόσο διφορούμενη όσο και ο ίδιος ο Ρομπ: «Σκοτώνουν ανθρώπους μόνο εκείνοι που ενδιαφέρονται για τους ανθρώπους». Δε θεωρώ πως μπορώ να σκιαγραφήσω καλύτερα τον παραλογισμό (;) του συγκεκριμένου έργου απ’ την προσθήκη αυτής της μίας φράσης.

Συντελεστές Παράστασης

Κείμενο: Ευθύμης Φιλίππου
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Ηχητική Δραματουργία-Μουσική Σύνθεση: Δημήτρης Καμαρωτός
Σύμβουλος Δραματουργίας: Θεοδώρα Καπράλου
Σκηνικό: Κλειώ Μπομπότη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Α' Βοηθός Σκηνοθέτη: Γκέλυ Καλαμπάκα
Β' Βοηθός Σκηνοθέτη: Ράνια Καπετανάκη
Βοηθός Ενδυματολόγου: Ιφιγένεια Νταουντάκη
Βοηθός Σκηνογράφου: Κατερίνα Αριανούτσου
Κατασκευη σκηνικού: Παναγιώτης Λαζαρίδης
Κατασκευή καρέκλας: d.Mod
Κατασκευή κοστουμιών: Παναγιώτα Τσομπανάκη
Μετάφραση υπερτίτλων: Μέμη Κατσώνη
Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Εκτέλεση Παραγωγής: Θεοδώρα Καπράλου
 
Ερμηνεύουν: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιάννης Κλίνης, Χρήστος Λούλης, Βασίλης Μαγουλιώτης, Αγγελική Παπούλια, Ελίνα Ρίζου, Εύη Σαουλίδου, Μιχάλης Σαράντης, Σταυρούλα Σιάμου, Μαρία Σκουλά

Ηχογραφήσεις μουσικής: Κουαρτέτο εγχόρδων L' Anima (Στέλλα Τσάνη, Λευκή Κολοβού, Ηλίας Σδούκος, Μπρουνίλντα-Ευγενία Μάλο)

Αξιολόγηση Θεατρικής Παράστασης
Βαθμός Παράστασης
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα