Η «Αγγέλα» του Γ. Σεβαστίκογλου και πάλι στο προσκήνιο

Στρεφόμενοι προς το παλιό ελληνικό θέατρο, επηρεασμένοι και απ’ τις παλιές καλές ελληνικές ταινίες, ο Κώστας Παπανικολάου και ο θίασός του παρουσιάζουν την νέα τους παράσταση στον Τεχνοχώρο Cartel.
Διαβάστηκε φορες
Η «Αγγέλα», το έργο του πολιτικού πρόσφυγα Γιώργου Σεβαστίκογλου, γράφτηκε το 1957 στη Μόσχα και τον αμέσως επόμενο χρόνο ανέβηκε στη σκηνή του ρωσικού θεάτρου Βαχτάνγκοφ. Αυτή είναι μια απ’ τις πληροφορίες στην περιγραφή της παράστασης στο διαδίκτυο (αφού πρόγραμμα παράστασης δεν υπήρχε), λύνοντας αρκετές απορίες ως προς τη διακριτή συσχέτιση του κειμένου και της πλοκής της Αγγέλας με το ρωσικό κλασσικό θέατρο. Ο επαναπατρισμός του συγκεκριμένου έργου συνέβη το 1964 για χάρη του θεάτρου Τέχνης. Είναι εντυπωσιακό πώς ελληνικά κείμενα, απόλυτα δομημένα στην τοπική κουλτούρα, βγαίνοντας εκτός συνόρων, χαίρουν μεγαλύτερης αναγνώρισης αντί εντός της χώρας μας, αφού στο αθηναϊκό θέατρο η παγκόσμια λογοτεχνία φιγουράρει στις περισσότερες σκηνές.

Υπάρχουν, όμως κι εκείνοι οι σκηνοθέτες, όπως ο Κώστας Παπακωνσταντίνου που τάσσονται υπέρμαχοι και υποστηρικτές των εγχώριων καλλιτεχνικών προϊόντων μένοντας πιστοί σε όλη την μέχρι τώρα, καριέρα τους στη συγκεκριμένη ιδεολογία. Αποτέλεσμα αυτής της στάσης υπήρξε το ανέβασμα της «Αγγέλας» στον Τεχνοχώρο Cartel στη Νέα Σκηνή «Μηνάς Χατζησάββας».



Η υπόθεση του έργου περιστρέφεται γύρω απ' την ανήλικη και ορφανή παραδουλεύτρα Αγγέλα, η οποία προσλαμβάνεται να δουλέψει στη θέση μιας άλλης νέας κοπέλας που αυτοκτόνησε. Η ιστορία τοποθετείτε κάπου στο 1950, την περίοδο της ανοικοδόμησης της πρωτεύουσας με τις ψηλές, σημερινές πολυκατοικίες, τη φτώχεια, την μετανάστευση, αναζητώντας ευκαιρίες και την εκμετάλλευση των οικονομικά αδύναμων από τις διάφορες συμμορίες. Έτσι, λοιπόν, και η μικρή κοπέλα, μαζί με τον αδελφό της προκατόχου της, και πλέον νεκρής, Τασίας, επιδίδονται σε ένα παιχνίδι αναζήτησης της αλήθειας ως προς τα αίτια που εξώθησαν την κοπέλα να πηδήξει στο κενό απ’ την ταράτσα της πολυκατοικίας που δούλευε. Το παιχνίδι αυτό, όμως, θα φέρει στην επιφάνεια μυστικά που όλοι γνωρίζουν, αλλά κανείς δεν εξωτερικεύει από φόβο για τη ζωή τους. Η μικρή Αγγέλα, λοιπόν, θα κληθεί να πάρει μια απόφαση, να επιλέξει μεταξύ της αγάπης και της δικαιοσύνης, με καθεμία επιλογή εξ αυτών να επιφυλάσσει τη δικής της ανεξάρτητη μοίρα.

Ένα ενδιαφέρον σκηνοθετικό εύρημα υπήρξε ο τρόπος έναρξης της παράστασης, με έξι εκ των οκτώ ηθοποιών να σηκώνουν στον αέρα τη μικροκαμωμένη Αγγέλα (Λήδα Κουτσοδασκάλου), σαν αεροπλάνο που ετοιμάζεται να προσγειωθεί ή σαν φύλλο φθινοπωρινό που πέφτει απ’ το δέντρο, ακουμπώντας την προσεκτικά στο έδαφος, σε στάση σταυρού με τα μάτια ανοιχτά, δημιουργώντας έτσι τη σκηνή της αυτοκτονίας της προηγούμενης παραδουλεύτρας, Τασίας. Ουσιαστικά, με αυτό τον τρόπο η Αγγέλα παρουσιάσθηκε ως η συνεχιστής της νεκρής κοπέλας που τόλμησε να αρνηθεί, δίνοντας στη μικρή πρωταγωνίστρια ένα αέρα επαναστάτριας. Βέβαια, εν συνεχεία, ο Κ. Παπακωνσταντίνου για κάποιο λόγο είχε επιλέξει να υπάρχει μουσική επένδυση της σκηνής σε πολύ υψηλή ένταση, με τους ηθοποιούς του, αν και έκαναν αξιοσημείωτες προσπάθειες να ακουστούν, τελικά να μη τα καταφέρνουν με αποτέλεσμα οι θεατές να μη γίνουμε ποτέ αποδέκτες πολλών εκ των φράσεών τους, αν και βρισκόμασταν μόλις ένα μέτρο μακριά τους. Γενικότερα, πάντως, η παράσταση είχε έντονο το μουσικοχορευτικό στοιχείο, δίνοντας μια πιο λαϊκή αίσθηση στο έργο, μεταφέροντας το κοινό στην εποχή του '50.



Το ιδιόμορφο ειδύλλιο του πανύψηλου και γεροδεμένου Λάμπρου (Πέτρος Σκαρμέας), αδελφού της αυτόχειρος, με την Αγγέλα κλιμακώθηκε σε αρκετά στάδια, με όλους τους υπόλοιπου ηθοποιούς, σαν άλλος χορός αρχαίας τραγωδίας, να τους συντροφεύει στην εξέλιξη της ιστορίας τους. Στο τραγικό αυτό πνεύμα, λοιπόν, ο σκηνοθέτης επέλεξε να ακουστεί μέσω των γυναικών του έργου, ένα μοιρολόι τη στιγμή που για πρώτη φορά ο Λάμπρος και η Αγγέλα βρέθηκαν στο κρεβάτι, περνώντας, έτσι, μια φτωχική και μεταφορική πρώτη νύχτα του γάμου. Οι γυναίκες, λοιπόν, στρώνοντας το νυφικό κρεβάτι, τραγουδούσαν, προϊδεάζοντας το κοινό για τα όσα μέλλει γενέσθαι. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να ξεχωρίσω την εξαιρετική Άρτεμις Γρύμπλα, η οποία, παίζοντας τη Νέρα (απ’ το Νεραντζιά!), μιαν από τις άλλες παραδουλεύτρες της γειτονιάς, πότε με τις υποκριτικές της ικανότητες και πότε με την εξαιρετική φωνή της, προσέδιδε άλλον αέρα στο έργο. Γενικότερα, τα διάφορα ομαδικά και χορευτικά σημεία έδειχναν καλοδουλεμένα και προσεγμένα, παρουσιάζοντας ιδιαίτερη ομοιογένεια.

Δυστυχώς, όμως, η παράσταση διέθετε και κάποια πολύ «φθηνά» σκηνοθετικά ευρήματα, εκπέμποντας το συναίσθημα μιας καθόλα αξιοσέβαστης προσπάθειας, στην οποία όμως, δεν είχε επιτευχθεί η εναρμόνιση λαϊκού, φτωχικού περιβάλλοντος με το σύγχρονο, μοντέρνο θεατρικό περιβάλλον. Δηλαδή, για να το θέσω πιο απλά, εφόσον ο σκηνοθέτης επέλεξε να χτίσει την παράστασή του σαν παλιά, καλή ελληνική ταινία ή σαν θέατρο του ’60, δεν έμεινε πιστός σε αυτό και ενσωμάτωσε μοντέρνα στοιχεία σε ποικίλα σημεία του έργου, τα οποία ξέφευγαν, πολλές φορές αρκετά, από το αρχικό πλαίσιο δόμησής του. Προσφωνήσεις ανθρώπων μονολεκτικά και πριν εμφανιστούν στη σκηνή, οπτικοποίηση λέξεων και περιγραφών του κειμένου, υπερβολικό παίξιμο, επιτηδευμένο χιούμορ, γυμνό χωρίς ουσιαστικό λόγο ήταν μερικά απ’ αυτά τα στοιχεία. Ειδικά, όμως, η ένταση της μουσικής, όπως την επισήμανα και προηγουμένως, δημιουργούσε εκνευρισμό. Τουλάχιστον, τα σκηνικά της Αλεξίας Θεοδωράκη, ο φωτισμός του Γιώργου Αγιαννίτη και τα χορευτικά/κίνηση της Αγγέλας Πατσέλη δεν ακολούθησαν το παράδειγμα του ήχου.



Εν κατακλείδι, η «Αγγέλα» δε με ενθουσίασε σε γενικότερο πλαίσιο. Είχε κάποια πολύ καλά σημεία, κάποια άλλα που απορούσες γιατί υπάρχουν, ακροβατούσε κάπου ανάμεσα στην εκσυγχρονισμένη πτυχή των ταινιών της Φίνος Φιλμ και την απεικόνιση μιας παλαιϊκής εποχής της χώρας μας και πότε έμοιαζε περισσότερο με τραγωδία πότε με κοινωνική κωμωδία. Η κορύφωση της παράστασης ήταν ενδιαφέρουσα, με τον Θάνο Χρόνη στο ρόλο του αποτυχημένου αστυνομικού που έγινε πλανόδιος πωλητής, να απαγγέλει το ποίημα «Σώπα μη μιλάς!» του Τούρκου συγγραφέα Αζίζ Νεσίν, καταλήγοντας στο θάνατο του Λάμπρου, του άντρα της Αγγέλας, ο οποίος τόλμησε να πάει κόντρα στο κατεστημένο της τοπικής συμμορίας που επιδιδόταν στη σωματεμπορία. Βέβαια, ο χαρτοπόλεμος που ακολούθησε το μαχαίρωμα του άντρα, ήταν μια σύλληψη του σκηνοθέτη όχι απόλυτα κατανοητή, πιθανώς προσπαθώντας να εξωτερικεύσει μια κοινωνία που κρύβει κάτω απ’ το χαλί τα ελαττώματά της.

Συντελεστές Παράστασης

Έργο:  Γιώργος Σεβαστίκογλου
Σκηνοθεσία: Κώστας Παπακωνσταντίνου
Βοηθός σκηνοθέτη: Βασιλική Σουρρή
Σκηνικά/Κοστούμια : Αλεξία Θεοδωράκη
Κίνηση: Αγγέλα Πατσέλη
Μουσική: Βασίλης Κουτσιλιέρης
Φωτισμοί: Γιώργος Αγιαννίτης
Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης
Εκτέλεση παραγωγής:  Φαίη Τζήμα

Ερμηνεύουν
: Ναζίκ Αϊδινιάν, Άρτεμις Γρύμπλα, Λήδα Κουτσοδασκάλου, Νεφέλη Μαϊστράλη, Αγγελική Μαρίνου, Δημοσθένης Ξυλαρδιστός, Πέτρος Σκαρμέας, Θάνος Χρόνης

Αξιολόγηση Θεατρικής Παράστασης
Βαθμός Παράστασης
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα