Παρακολουθήσαμε το «Τίμημα» του Άρθουρ Μίλλερ στο Θέατρο Ιλίσια

Στο σύνολό της η όψις (με την αριστοτελική της σημασία) υπάκουσε την λέξιν και η εικόνα δεν επικράτησε του κειμένου εσκεμμένα, ή δεν είχε τέτοια δυναμική, για να επικρατήσει. 

Διαβάστηκε φορες
Όλα στη ζωή έχουν ένα τίμημα. Δεν είμαστε παρά οι επιλογές μας κι όσο κι αν κάποτε επαναπαυόμαστε στο ότι μας οδήγησαν οι καταστάσεις, όσο κι αν εθελοτυφλούμε, έρχεται η στιγμή που καλούμαστε να το παραδεχτούμε στον εαυτό μας. Εμείς επιλέξαμε, ορθά ή λανθασμένα (σύμφωνα με ποιον;) βιώνοντας την όποια απώλεια. Κι αν, όταν το παραδεχτούμε, απελευθερωθούμε, καλώς. Αν όχι, τότε απλώς η αλήθεια κάνει τη ζωή μας πιο επώδυνη.

Είναι μόνο μερικές σκέψεις που έκανα παρακολουθώντας το «Τίμημα» του Άρθουρ Μίλλερ. Η παράσταση ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Ιλίσια σε σκηνοθεσία Ιωάννας Μιχαλακοπούλου με τους Ρένια Λουϊζίδου, Γιώργο Μιχαλακόπουλο, Γεράσιμο Σκιαδαρέση, Χρήστο Σαπουντζή

«Το «Τίμημα» ήταν από τα αγαπημένα έργα του Άρθουρ Μίλλερ, καθώς είναι και το μόνο έργο που αποφάσισε να σκηνοθετήσει. Σκιαγράφησε τους χαρακτήρες του περίτεχνα να προσπαθούν να ισορροπήσουν και να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους, ενώ οι καταιγιστικές αποκαλύψεις ξεδιπλώνονται με μαεστρία μπροστά μας. Οι ήρωες καλούνται να αναθεωρήσουν όλες τις αποφάσεις τους μπροστά στην αναγκαστική εκποίηση της πατρικής περιουσίας τους. Ένα σωρό έπιπλα στοιβαγμένα για σχεδόν 30 χρόνια, ύστερα από την οικονομική καταστροφή του πατέρα τους το 1929, «στοιχειωμένα» με τις επιλογές που καθόρισαν τις ζωές όλων.»

το τιμημα

Ένα κείμενο σπαραξικάρδιο που, αν και έχει γραφτεί εδώ και μία πεντηκονταετία, είναι καθόλα σύγχρονο και αιχμηρό. Φωτίζει ταυτόχρονα  περισσότερες από μία πτυχές διαφορετικών χαρακτήρων επιχειρώντας μία αναγωγή στο παρελθόν. Πρόκειται για μία προσπάθεια δόμησης μέσω της αποδόμησης, για έναν κατακερματισμό με στόχο τη συνειδητοποίηση. Φέρει αυτοβιογραφικά στοιχεία, η δύναμή του όμως αφορά και στην ικανότητα περιγραφής με τόσο λεπτές αποχρώσεις το σύνθετο φαινόμενο – πρόβλημα της ανθρώπινης συμπεριφοράς καταφέρνοντας να αγγίξει μία πτυχή όλων μας. 

Η Ιωάννα Μιχαλακοπούλου παραλαμβάνει ένα βαρύ κείμενο και το επενδύει ελάχιστα αφήνοντάς το να αναπνεύσει και να συγκινήσει χωρίς υπερβολές.  Μία προσέγγιση θεμιτή, που ωστόσο συγχύζει ως έναν βαθμό, αφού φαίνεται να μην υπάρχει διαχωριστική γραμμή μεταξύ σκηνοθετικών οδηγιών και αυτενέργειας των ηθοποιών. Κάθε ρόλος έφερε μία διαφορετική αύρα και κοσμοθεωρία, την οποία προσπαθούσε να επισημάνει, ή και να επιβάλει, μέσω της άλλοτε τραχιάς κινησιολογίας και άλλοτε μέσω της έλλειψης αυτής. 

Όσον αφορά στο σκηνικό, ο Γιάννης Μουρίκης, προσπάθησε να αποδώσει την χαώδη κατάσταση των ανθρώπινων σχέσεων, τη συσσώρευση και την παρακμή. Στη σκηνή υπάρχουν βασικά έπιπλα και αντικείμενα που συνέβαλαν είτε  στην εξέλιξη της πλοκής είτε στη συναισθηματική έξαρση. Οι τοίχοι είχαν μεγάλη κλίση, ενώ πίσω από τους τοίχους υπήρχαν αντικείμενα στοιβαγμένα ατάκτως σαν σε αποθήκη, τα οποία φαίνονταν με τη βοήθεια κατάλληλου φωτισμού.  Τα κοστούμια της Παναγιώτας  Κοκκορού είναι λιτά και μεταφέρουν την αίσθηση της εποχής.

Στο σύνολό της η όψις (με την αριστοτελική της σημασία) υπάκουσε την λέξιν και η εικόνα δεν επικράτησε του κειμένου εσκεμμένα, ή δεν είχε τέτοια δυναμική, για να επικρατήσει.

το τιμημα

Οι ερμηνείες στο σύνολό τους ήταν εξαιρετικά άρτιες, με εκείνην του κύριου Μιχαλακόπουλου να ξεχωρίζει αισθητά.  Η παρουσία του χαρακτηρίστηκε ως μία όαση. Μία άποψη εύστοχη, ωστόσο «άδικη», για τους τρεις νεότερους ηθοποιούς, των οποίων οι ερμηνείες δεν περνούν απαρατήρητες. Σαφώς η ερμηνεία του κύριου Σόλομον ήταν αφοπλιστική με όλα τα κωμικοτραγικά στοιχεία, την ευστοχία και την ευστροφία που χρειάζεται, για να πυροδοτεί τη δράση. 

Η Ρένια Λουϊζίδου ως Έστερ αποτελεί την ήρεμη και συνάμα κινητήριο δύναμη. Είναι μία γυναίκα που αγαπά τον σύζυγό της, αλλά προσδοκά μία καλύτερη ζωή και δεν σταματά να πιέζει γι’ αυτήν. Από την ερμηνεία της απορρέει αυτή ακριβώς η μόνιμη υποβόσκουσα πίεση. Οι παύσεις της δηλώνουν την αγανάκτηση και την παραίτησή της. Σε κάποια σημεία οι ελάχιστες κινήσεις της ήταν αρκετά τραχιές κι η ίδια είχε περισσότερο στόμφο απ’ο,τι απαιτούσε η στιγμή. 

Ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης ήταν φυσικός και άμεσος. Έφερε βαρύ το σώμα του, όπως βαριά έφερε και τη συνείδησή του ως Βίκτορ για τις επιλογές του. Η ένταση στην κίνησή του κλιμακωνόταν ανάλογα με τη συναισθηματική του έξαρση. Ωστόσο ως επί το πλείστον μετέφερε την αίσθηση της παραίτησης.

Ο Χρήστος Σαπουντζής ως Γουόλτερ αποκαλύπτει σταδιακά τη δυναμική του, αφού στην αρχή είναι αρκετά αποστασιοποιημένος, ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ό,τι επιβάλλει το κείμενο. Ίσως πρόκειται για σκηνοθετική οδηγία. Η έντασή του κλιμακώνεται, δεν προχωρά όμως σε έντονες κινήσεις, ή εκφράσεις παρά μόνο τη στιγμή της μεγάλης ρήξης που διαρκεί λίγες στιγμές.

το τιμημα

Πρόκειται για ένα κείμενο καθηλωτικό, που οποιαδήποτε προσπάθεια προσέγγισής του, όσο καλή κι αν είναι, φαίνεται να χρήζει περισσότερης ενασχόλησης. Στο σύνολό της είναι μια προσεγμένη, πολύ καλή παράσταση, ψυχοφθόρα. Ένα δίωρο αυτοψυχανάλυσης, επαναπροσδιορισμού και αυτογνωσίας. Ένα δίωρο που αξίζει να αφιερώσουμε!

Συντελεστές Παράστασης

Μετάφραση: Μάκη Μαρσέιγ
Απόδοση - Σκηνοθεσία: Ιωάννα Μιχαλακοπούλου
Πρωταγωνιστούν:Γιώργος Μιχαλακόπουλος, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Ρένια Λουιζίδου, Χρήστος Σαπουντζής
Παραγωγή: Θέασις Δράσεις Πολιτισμού
Οργάνωση Παραγωγής: Χαρά Μπαλτά
Επικοινωνία: Μαρκέλλα Καζαμία

Διαβάστε ακόμα